Οι ετήσιες αξιολογήσεις στην Ελληνική Αστυνομία συνεχίζουν να πραγματοποιούνται χωρίς να έχει υπάρξει κανένας απολύτως εκσυγχρονισμός στο υφιστάμενο πλαίσιο αξιολόγησης, καμία απολύτως αντιστοιχία μεταξύ οργανικών θέσεων και προαγωγών, καμία απολύτως διαφάνεια στις αποφάσεις των συμβουλίων κρίσεων.
Κάθε σύγχρονη Αστυνομία θεσπίζει ακριβή αντιστοιχία των οργανικών θέσεων της με τους βαθμούς της ιεραρχίας της και της οργάνωσης της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι προαγωγές συνδέονται άμεσα με τις υφιστάμενες οργανικές θέσεις και η κάλυψη αυτών των θέσεων προκηρύσσεται και διενεργείται μέσα από αντικειμενικές ενδοϋπηρεσιακές διαδικασίες διαγωνισμού. Η συμμετοχή των υποψηφίων για την κάλυψη των κενών θέσεων διέπεται από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τυπικές και ουσιαστικές, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα της εσωτερικής διαδικασίας διαγωνισμού.
[custom:google-ads]
Η ΕΛ.ΑΣ, από συστάσεως της, διαθέτει ένα σύστημα αξιολόγησης του προσωπικού της που εισήχθη στις δομές της μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και συνεχίζει και σήμερα να υφίσταται αναδεικνύοντας την παντελή έλλειψη εκσυγχρονισμού του Σώματος. Οι διαδικασίες προαγωγής συνεχίζουν να υπόκεινται σε άλλους κανόνες που ουδεμία σχέση έχουν με κριτήρια αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. Αυτή η παρωχημένη κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα, κάθε χρόνο, ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών, καθόλα αξιόλογοι, να “στιγματίζονται” ένεκα της αποπομπής τους, δηλαδή, της ακούσιας αποστρατείας τους, επιδεινώνοντας ταυτόχρονα και την αφαίμαξη στελεχιακού δυναμικού που κυριολεκτικά μαστίζει την ΕΛ.ΑΣ τα τελευταία χρόνια.
Το γεγονός και μόνο ότι η φύση της αποστολής της ΕΛ.ΑΣ, ενός από τους σημαντικότερους θεσμούς της Δημοκρατίας, συνεχίζει να διέπεται από ένα πλαίσιο σύγχυσης ως προς τον στρατιωτικό ή πολιτικό χαρακτήρα του Σώματος, αναδεικνύει το επίπεδο της προβληματικής κατάστασης που διέπει την Ελληνική Αστυνομία.Αυτό το πρωτίστως σημαντικό ζήτημα για τη δομή ενός Σώματος δημόσιας ασφαλείας, έχει λυθεί ακόμη και από πρώην ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η οποία εξερχόμενη στις αρχές της δεκαετίας του ’90 από μία δικτατορία μισού αιώνα, το πρώτο μέλημα της ήταν να δημιουργήσει ένα νέο σύγχρονο Αστυνομικό Σώμα θεσμοθετώντας την ολοκληρωμένη δομή μιας πολιτικής υπηρεσίας δημόσιας ασφάλειας. Αλλά και η Ρουμανία, η πορεία της οποίας είναι ανάλογη, έπραξε το ίδιο δημιουργώντας μάλιστα και νέες δομές αστυνομικής εκπαίδευσης σε πανεπιστημιακό επίπεδο, σύμφωνα με τις διατάξεις της διακήρυξης της Bologna. Αντιθέτως, η ΕΛ.ΑΣ, η οποία από το 1980 συμμετέχει πλήρως στο αστυνομικό γίγνεσθαι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπόρεσε να εκσυγχρονίσει τις δομές της παρότι είχε στη διάθεση της την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη από ανάλογα εγχειρήματα σύγχρονων ευρωπαϊκών αστυνομιών.
Έτσι, λοιπόν, αντί η ΕΛ.ΑΣ να προχωρήσει στην αναδιάρθρωση των δομών λειτουργίας τηςκαι να εδραιώσει ένα αξιοκρατικό σύστημα αξιολογήσεων και προαγωγών θεσπίζοντας κίνητρα και καθορίζοντας διαφανείς και αντικειμενικές διαδικασίες, ώστε το αστυνομικό προσωπικό να δώσει τον καλύτερο εαυτό του στην εκτέλεση των καθηκόντων του, προτιμά να οπισθοδρομεί και μέσα από το χρονοντούλαπο της ιστορίας να επαναφέρει κάθε χρόνο ένα παρωχημένο “σύστημα κρίσεων” για την εν πολλοίς εξυπηρέτηση πολιτικών και υπηρεσιακών σκοπιμοτήτων.
Δυστυχώς, στην Ελληνική Αστυνομία ο πολιτικός, κομματικός και πελατειακός εναγκαλισμός, αποτελούν, κατά ένα μεγάλο μέρος, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διαποτίζουν τις δομές του Σώματος καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, εξ ου και το γεγονός ότι ο εκσυγχρονισμός της Ελληνικής Αστυνομίας παραμένει ακόμη και μέχρι σήμερα αδύνατος.
* Ο κύριος Ευάγγελος Στεργιούλης διδάσκει στην έδρα των Αστυνομικών Σπουδών του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και εν αποστρατεία υποστράτηγος της ΕΛ.ΑΣ.