Η Σούζι και η Στέισι ήταν δυο 18χρονες, παιδικές φίλες, που στις 6 Ιουνίου του 1992 αποφοίτησαν από το λύκειο. Η Σούζι είχε αποφασίσει να ακολουθήσει τα χνάρια της μαμάς της Σέριλ Λέβιτ, που ήταν κομμώτρια, και να μη συνεχίσει στο κολέγιο, όπου θα φοιτούσε το φθινόπωρο η Στέισι. Το απόγευμα της 6ης Ιουνίου τα κορίτσια παρακολούθησαν την τελετή αποφοίτησης στο λύκειο Kickapoo του Σπρίνγκφιλντ – τρίτη σε μέγεθος πόλη του Μιζούρι - έβγαλαν φωτογραφίες κι έκαναν σχέδια για τα γιορτινά πάρτι.
Αρχικά προγραμμάτιζαν να περάσουν τη νύχτα σε ξενοδοχείο γειτονικής πόλης και να επισκεφτούν το πάρκο με τις νεροτσουλήθρες την επόμενη μέρα. Στην πορεία όμως αποφάσισαν να μείνουν στο σπίτι της φίλης τους Τζανέλ και να κοιμηθούν εκεί. Η μητέρα της Στέισι χάρηκε ιδιαίτερα γιατί τα κορίτσια δε θα οδηγούσαν μέσα στη νύχτα. Τελικά, λόγω της πολυκοσμίας στο σπίτι της Τζανέλ, τα κορίτσια έφυγαν στις δυο το πρωί. Θα περνούσαν τη νύχτα στο σπίτι της Σούζι, η οποία έμενε με τη μητέρα της. Εκτός από το μικρό σπιτάκι που η μητέρα της, Σέριλ, είχε αγοράσει πριν δυο μήνες, είχε αγοράσει και ένα κρεβάτι με στρώμα νερού για την κόρη της, ως δώρο αποφοίτησης. Χαρούμενες οι δυο φίλες έφυγαν για το σπίτι της Σούζι. Κανείς δεν τις είδε ξανά.
Κι εδώ αρχίζει το μυστήριο. Η Τζανέλ τηλεφωνούσε το πρωί στις φίλες της, όπως είχαν κανονίσει, αφού θα πήγαιναν στις νεροτσουλήθρες της γειτονικής πόλης, αλλά δεν απαντούσε κανείς. Γύρω στις 12 το μεσημέρι αποφάσισε να πάει στο σπίτι με τον φίλο της.
Τα τρία αυτοκίνητα -της μητέρας Σέριλ, της Σούζι και της Στέισι- ήταν παρκαρισμένα μπροστά στο σπίτι. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Η λάμπα της εισόδου ήταν σπασμένη -το προστατευτικό, όχι ο γλόμπος- και σπασμένα γυαλιά βρίσκονταν στον χώρο. Μέσα στο σπίτι περιφερόταν το σκυλάκι της Σέριλ, αλλά οι τρεις γυναίκες έλειπαν. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος πάλης. Οι τρεις τσάντες τους, με τα πορτοφόλια γεμάτα, ήταν ακουμπισμένες στη σειρά, δίπλα στη σκάλα. Τα μαντηλάκια με τα οποία τα κορίτσια αφαίρεσαν το μακιγιάζ τους ήταν στον νιπτήρα, μαζί με τα σκουλαρίκια τους, και τα ρούχα τους ήταν διπλωμένα στην κρεβατοκάμαρα. Τα κρεβάτια έδειχναν ότι είχαν χρησιμοποιηθεί. Τα κλειδιά των αυτοκινήτων βρίσκονταν επίσης μέσα στο σπίτι, καθώς και τα τσιγάρα κι ο αναπτήρας της Σέριλ (που δεν πήγαινε πουθενά χωρίς αυτά).
[custom:google-ads]
Η αστυνομία ειδοποιήθηκε σύντομα από τη μητέρα της Στέισι και ξεκίνησε η έρευνα για τις τρείς γυναίκες. Οι αστυνομικοί και οι εθελοντές έψαχναν σε χωράφια με αγριόχορτα, σε λίμνες, σε όλη την ορεινή περιοχή των 'Οζαρκς, χωρίς επιτυχία. Οι κάτοικοι ανησυχούσαν, άρχισαν να κλειδώνουν τις πόρτες τους. Η ιστορία συγκλόνισε το Σπρίνγκφιλντ. Ήταν πολύ απίθανο να χαθούν από προσώπου γης τρεις γυναίκες, χωρίς να έχει δει ή ακούσει κανείς τίποτα. Μέσα σε λίγες μέρες, εκτυπώθηκαν πάνω από 20.000 αφίσες των γυναικών και κολλήθηκαν σε κολώνες, παράθυρα, εστιατόρια και στάσεις φορτηγών.
Το αστυνομικό τμήμα του Σπρίνγκφιλντ κινήθηκε γρήγορα για να πάρει η υπόθεση εθνικό ενδιαφέρον, επειδή ο δράστης ή η δράστες θα μπορούσαν να διαφύγουν σε άλλη πολιτεία. Την πρώτη εβδομάδα εμφανίστηκαν τα πρόσωπα των αγνοουμένων γυναικών στο «Most Wanted» της Αμερικής και υπήρξαν 29 κλήσεις από ολόκληρη τη χώρα, με στοιχεία που εξέτασε η αστυνομία. Υπήρχε πάντα η ιδέα ότι ήταν πιθανό να είχε δράσει ένας άνθρωπος μόνος, να παρουσιάστηκε με στολή εργαζομένου στην εταιρία αερίου, για παράδειγμα, να προειδοποίησε για μια δήθεν διαρροή αερίου στη γειτονιά -έτσι οι γυναίκες θα έβγαιναν αδιαμαρτύρητα από το σπίτι. Με κανένα χρήσιμο στοιχείο, η αστυνομία έσκαψε και σε λόφους, όπου καλούντες πίστευαν ότι υπήρχαν φρεσκοσκαμμένοι τάφοι, αλλά δεν προέκυψε τίποτα. Ένα άλλο εθνικό πρόγραμμα ειδήσεων, το «48 Ώρες», πρόβαλε την εξαφάνιση των γυναικών, ωστόσο, τίποτα δεν οδήγησε σε κάποιο στοιχείο.
Έξι χρόνια αργότερα, η Σούζι και η μητέρα της Σέριλ θεωρήθηκαν νεκρές από δικαστήριο, αλλά η μητέρα της Στέισι επέμενε να μην το κάνει. Μαζί με τον άντρα της (που λίγα χρόνια αργότερα πέθανε) δημιούργησαν μια οργάνωση για να βοηθούν τις οικογένειες των οποίων αγαπημένα πρόσωπα εξαφανίστηκαν και έλπιζαν ότι η κόρη τους θα βρισκόταν μια μέρα, αποφασισμένοι να μην τη θεωρήσουν νεκρή ώσπου να βρεθεί το πτώμα της. Την πέμπτη επέτειο της εξαφάνισης, το Αστυνομικό Τμήμα του Σπρίνγκφιλντ ανακοίνωσε ότι δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τα χρήματα και το ανθρώπινο δυναμικό για να συνεχίσει τις έρευνες για τις αγνοούμενες γυναίκες και η υπόθεση πάγωσε.
Το 1997, ο Ρόμπερ Κοξ, ένας καταδικασμένος απαγωγέας και ληστής, ισχυρίστηκε σε συνέντευξή του σε δημοσιογράφους από φυλακή του Τέξας ότι γνώριζε πως οι γυναίκες είχαν δολοφονηθεί και τα πτώματά τους δε θα βρίσκονταν ποτέ. Το 1992 ο Κοξ έμενε στο Σπρίνγκφιλντ και τότε είχε πει στην αστυνομία ότι ήταν με τη φίλη του στην εκκλησία το πρωί μετά την εξαφάνιση των γυναικών. Η φίλη του το επιβεβαίωσε. Ωστόσο, αργότερα απέσυρε την δήλωση λέγοντας ότι την έκανε μετά από πίεση του Κοξ. Ο Κοξ δήλωσε επίσης ότι βρισκόταν στο σπίτι των γονιών του τη νύχτα της εξαφάνισης και οι γονείς επιβεβαίωσαν το άλλοθί του.
Ο Ρόμπετ Κοξ είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για τη δολοφονία μιας κοπέλας, το 1978, στη Φλόριδα, όπου υπηρετούσε στον στρατό. Εκείνο το βράδυ ο Κοξ είχε πάει στο νοσοκομείο με κομμένη γλώσσα και υποστήριξε ότι τη δάγκωσε κατά λάθος. Μια ολόκληρη δεκαετία η οικογένεια του θύματος επέμενε ότι ο Κοξ ήταν ο δολοφόνος και τελικά δικαστήριο της Φλόριντα τον έκρινε ένοχο και τον καταδίκασε σε θάνατο. Στην πορεία ωστόσο κριθηκε ότι τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά και έτσι αποφυλακίστηκε με αναστολή. Οι αρχές του Σπρίνγκφιλντ ήταν βέβαιες αν ο Κοξ είχε εμπλακεί στην υπόθεση των τριών εξαφανισμένων γυναικών, αλλά δεν μπόρεσαν να του αποσπάσουν άλλη πληροφορία. Δήλωσε σε αστυνομία και δημοσιογράφους ότι θα αποκαλύψει τι συνέβη με τις τρεις γυναίκες μετά τον θάνατο της μητέρα του.
Μια πληροφορία που έλαβε η αστυνομία του Σπρίνγκφιλντ έκανε λόγο για πτώματα που είχαν θαφτεί στα θεμέλια του νότιου χώρου στάθμευσης τοπικού Νοσοκομείου. Το 2007 ελέγχθηκε ο χώρος με ραντάρ διείσδυσης εδάφους. Βρέθηκαν τρεις ανωμαλίες, στο μέγεθος ανθρώπινων σωμάτων -δύο παράλληλες και η τρίτη κάθετη. Ωστόσο, το γκαράζ άρχισε να κατασκευάζεται το Σεπτέμβριο του 1993, ένα χρόνο μετά τις εξαφανίσεις. Η καταστροφή με το σκάψιμο του χώρου και η επακόλουθη ανακατασκευή του θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρή και χωρίς καμία εύλογη πεποίθηση, οπότε η αστυνομία άφησε εκεί την ιστορία. Εξάλλου, όπως διέρρευσε αργότερα, η πληροφορία προερχόταν από κάποιον που ισχυριζόταν ότι είναι μέντιουμ και είχε δει ένα όνειρο σχετικό με την υπόθεση.
Ο Μπαρτ, γιος της Σέριλ Λέβιτ και αδελφός της Σούζι, είχε ανακριθεί τις πρώτες ημέρες της έρευνας. Υπήρξε συνεργάσιμος και ειλικρινής. Η μητέρα του τον είχε διώξει από το σπίτι επειδή είχε από μικρός πρόβλημα με το ποτό και παραβατική συμπεριφορά. Τον Φεβρουάριο του 2019 απασχόλησε την αστυνομία, όταν συνελήφθη μεθυσμένος δημόσια, και ετέθη υπό επιτήρηση.
Παρά τις χιλιάδες πληροφορίες που φτάνουν τόσα χρόνια στην αστυνομία του Σπρίνγκφιλντ, η υπόθεση των τριών εξαφανισμένων γυναικών παραμένει άλυτο μυστήριο. Τον Ιούνιο του 1997, ένα πέτρινο παγκάκι στο Κήπο Μνήμης Θυμάτων του Σπρίνγκφιλντ αφιερώθηκε στις τρεις γυναίκες.
Πηγή: athensvoice.gr
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ: Αστυνομικοί έμειναν έκπληκτοι με αυτό που βρήκαν σε ντουλάπα παιδεραστή