Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες έχει τύχει κάποιος αφού καταθέσει μήνυση να βρεθεί στη συνέχεια κατηγορούμενος, εξαιτίας της ψευδούς καταμήνυσης που κατατίθεται αργότερα εναντίον του.
Η ψευδής καταμήνυση λειτουργεί συνήθως ως «αντίθετη μήνυση» και ως «τρόπος εκφοβισμού» προς τον μηνυτή, ώστε εκείνος να αναγκαστεί να ανακαλέσει τη μήνυσή του.
Φυσικά, ο ψευδομηνυτής δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να μείνει ατιμώρητος από την ελληνική δικαιοσύνη. Σύμφωνα με το άρθρο 229 του Ποινικού Κώδικα όποιος εν γνώσει του καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση.
Η ψευδής καταμήνυση αποτελεί ένα έγκλημα σχετικά με την απονομή δικαιοσύνης, καθώς ο ψευδομηνυτής στρέφεται όχι μόνον εναντίον εκείνου που μηνύει ψευδώς αλλά και εναντίον της δικαιοσύνης.
Ο ψευδομηνυτής συνήθως επιθυμεί να αποπροσανατολίσει τη δικαιοσύνη λόγω ενοχής, δικομανίας, ψυχικών διαταραχών ή εμμονών στο πρόσωπο του μηνυόμενου.
Το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης αποτελεί και μια συνήθη τακτική «εκδίκησης» προς τον μηνυτή και πλέον μηνυόμενου που είχε μηνύσει αρχικά τον ψευδομηνυτή.
Το έγκλημα αυτό, απαιτεί άμεσο δόλο, δηλαδή θα πρέπει ο ψευδομηνυτής να έχει την βεβαιότητα ότι η μήνυση που καταθέτει εμπεριέχει αναλήθειες και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος.
Η ύπαρξη τoυ δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και μπορεί να αναιρεθεί στον Άρειο Πάγο σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η ψευδής ανακοίνωση αρκεί να έγινε και σε απλό όργανο της Αρχής, το οποίο, όμως, είναι υποχρεωμένο να διαβιβάσει στην Αρχή τα καταγγελλόμενα.
Αν δεν το πράξει, η πράξη του δράστη παραμένει στο στάδιο της απόπειρας.
Ο ψευδομηνυτής επειδή καταθέτει ενόρκως όσα καταγγέλει, εκτός από το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης, διαπράττει και το αδίκημα της ψευδορκίας κατά άρθρο 224 του Ποινικού Κώδικα, ενώ παράλληλα προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του μηνυόμενου και συνεπώς εκτός από το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας διαπράττει και το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης.
Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης, που είναι ένα έγκλημα βλάβης του εννόμου αγαθού της τιμής απαιτείται σύμφωνα με τα άρθρα 362 και 363 του Ποινικού Κώδικα:
α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου κάποιου γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του παθόντα,
β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να το γνωρίζει και
γ) ο δράστης να έχει δόλο, αφενός δηλαδή να είναι βέβαιος με ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου να επιθυμεί να διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και την προσωπικότητα του εγκληματία.
Εκτός από τον ποινικό κολασμό του δράστη, ο παθών δύναται να αξιώσει και χρηματική ικανοποίηση στα αστικά δικαστήρια για ηθική βλάβη εξαιτίας της ψυχικής ταλαιπωρίας που υπέστη.
Της Ράνιας Ιωάν. Παυλοπούλου
Δικηγόρου Αθηνών