Το άρθρο του Δημήτρη Καραγιαννόπουλου, ασχολείται με ένα πολύ σοβαρό θέμα, που αφορά την επικίνδυνη υπηρεσιακή μας ζωή και τις νομικές συνέπειες που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε μετά από τη κάθε χρήση του οπλισμού μας.
«Η οικογένεια μας έχει θρηνήσει πολλούς νεκρούς από φονικά πυρά κακοποιών. Όμως έχει δεχθεί και σημαντικά πλήγματα από κακή χρήση των όπλων από συναδέλφους μας. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως πέραν των Ειδικών δυνάμεων ελάχιστοι αστυνομικοί έχουν έστω και στοιχειώδη εκπαίδευση.
Με αφορμή αυτό αποφάσισα να αναφερθώ στον Νόμο 3169/2003 που δημοσιεύθηκε την 24/7/2003 στο Φύλλο 189 της Εφημερίδος της Κυβέρνησης και αφορά την οπλοφορία και χρήση όπλων από τους Αστυνομικούς καθώς και την εκπαίδευση τους στην χρήση τους.
Πάγιο αίτημα όλων μας ήταν να εκδοθεί ένας Νόμος που να ρυθμίζει την χρήση των όπλων από τους Αστυνομικούς γιατί οι μέχρι τότε ισχύοντες Νόμοι ήταν αναχρονιστικοί και αντισυνταγματικοί.
Στην ουσία δεν ίσχυαν και εφαρμόζονταν οι γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα «περί άμυνας».
Ο Νόμος λοιπόν εκδόθηκε, όμως θα πρέπει να δούμε αν πρόσφερε κάτι στην ρύθμιση της όλης κατάστασης. Πιστεύω πως όχι.
Πέραν της ασάφειας η οποία τον διακρίνει, όλα κρίνονται από το αποτέλεσμα που επέρχεται.
Στο άρθρο 1 παρ. δ του ανωτέρω Νόμου ο πυροβολισμός διακρίνεται σε τέσσερις κατηγορίες:
α) Στον εκφοβιστικό, όταν δεν στοχεύετε η πλήξη κάποιου στόχου (π.χ. πυροβολισμοί στον αέρα),
β) κατά πραγμάτων, όταν στοχεύετε η πλήξη πραγμάτων (π.χ. πυροβολισμοί στα λάστιχα ενός αυτοκινήτου),
γ) ακινητοποίησης, όταν στοχεύετε η πλήξη μη ζωτικών σημείων του ανθρώπου και κυρίως των κάτω άκρων αυτού και
δ) εξουδετέρωσης όταν στοχεύετε η πλήξη ανθρώπου και πιθανολογείται ακόμη και ο θάνατος του.
Παραθέτω αυτούσιο το άρθρο 3 που αφορά την χρήση των όπλων με τον ανάλογο σχολιασμό κατά περίπτωση:
Άρθρο 3
Χρήση πυροβόλου όπλου και αρχές που τη διέπουν
1. Ο αστυνομικός επιτρέπεται κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του να προτάσσει το πυροβόλο όπλο, εφόσον συντρέχει κίνδυνος ένοπλης επίθεσης σε βάρος αυτού ή τρίτου.
2. Ο αστυνομικός επιτρέπεται να κάνει χρήση πυροβόλου όπλου, εφόσον αυτό απαιτείται για την εκπλήρωση του καθήκοντος του και συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Έχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα του πυροβολισμού μέσα, εκτός αν αυτά δεν είναι διαθέσιμα ή πρόσφορα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ηπιότερα μέσα είναι ιδίως παραινέσεις, προτροπές, χρήση εμποδίων, σωματικής βίας, αστυνομικής ράβδου, επιτρεπτών χημικών ουσιών ή άλλων ειδικών μέσων, προειδοποίηση για χρήση πυροβόλου όπλου και απειλή με πυροβόλο όπλο.
β. Έχει δηλώσει την ιδιότητα του και έχει απευθύνει σαφή και κατανοητή προειδοποίηση για την επικείμενη χρήση πυροβόλου όπλου, παρέχοντας επαρκή χρόνο ανταπόκρισης, εκτός αν αυτό είναι μάταιο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ή επιτείνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης.
γ. Η χρήση πυροβόλου όπλου δεν συνιστά υπερβολικό μέτρο σε σχέση με το είδος της απειλούμενης βλάβης και την επικινδυνότητα της απειλής.
3. Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλεται η ηπιότερη χρήση του πυροβόλου όπλου, εκτός αν αυτό είναι μάταιο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ή επιτείνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης. Ως ηπιότερη χρήση πυροβόλου όπλου νοείται η κατά το εδάφιο δ” του άρθρου 1 κλιμάκωση της χρήσης του με τη μικρότερη δυνατή και αναγκαία προσβολή.
4. Ο εκφοβιστικός πυροβολισμός ή ο πυροβολισμός κατά πραγμάτων επιτρέπεται, ιδίως σε περιπτώσεις κινδύνου από ζώο ή προειδοποίησης για πυροβολισμό εναντίον ανθρώπου, εφόσον έχουν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να μην πληγεί άνθρωπος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος.(Αυτό όμως είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει. Ακόμη και σε σκοπευτήρια που έχουν ληφθεί από ειδικούς, μέτρα ασφαλείας, έχουμε εξοστρακισμούς, και μια σφαίρα στον αέρα δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε που θα πέσει κατά την κάθοδο της. Άρα λοιπόν η Πολιτεία με τον Νόμο αυτό λέει ρίξτε και αν όλα πάνε καλά έχει καλώς αν όμως συμβεί το κακό «δια τίνα λόγο πυροβόλησες καίτοι δεν έλαβες τα προς τούτο απαραίτητα μέτρα ώστε να μην πληγεί άνθρωπος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος»Πυροβολισμός κατά οχήματος, που ενέχει κίνδυνο τραυματισμού επιβαίνοντος προσώπου, επιτρέπεται μόνο υπό τις προϋποθέσεις της επόμενης παραγράφου.
5. Ο πυροβολισμός ακινητοποίησης επιτρέπεται, αν αυτό απαιτείται:
α. Για την απόκρουση ένοπλης επίθεσης, εφόσον η επίθεση άρχισε ή επίκειται, ώστε κάθε καθυστέρηση αντίδρασης να καθιστά αναποτελεσματική την άμυνα.
β. Για την αποτροπή επικείμενης τέλεσης ή εξακολούθησης κοινώς επικίνδυνου κακουργήματος ή κακουργήματος που τελείται με χρήση ή απειλή σωματικής βίας.
γ. Για τη σύλληψη καταδικασθέντος ή υποδίκου ή καταδιωκομένου που καταλαμβάνεται να τελεί επ” αυτοφώρω κακούργημα ή πλημμέλημα, εφόσον αντιδρά στη σύλληψη του και υπάρχει άμεσος κίνδυνος να κάνει χρήση όπλου.
δ. Για την αποτροπή παράνομης εισόδου στη χώρα ή εξόδου από αυτή προσώπων που επιχειρούν παράνομη διακίνηση ανθρώπων ή πραγμάτων και φέρουν όπλα του εδαφίου α” της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 21687 1993.
ε. Για την προστασία εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ή χώρων, στους οποίους φυλάσσονται αντικείμενα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία ή τη δημόσια τάξη ή πειστήρια εγκλήματος, εφόσον η φύλαξη τους έχει ανατεθεί ειδικά στον αστυνομικό και επιχειρείται βίαιη είσοδος, προσβολή ή αφαίρεση των φυλασσομένων από ένοπλο.
στ. Για την αποτροπή απόδρασης ή ελευθέρωσης κρατουμένου που επιχειρείται με ένοπλη επίθεση.
ζ. Για την αποτροπή αφοπλισμού αστυνομικού κατά την υπηρεσία του.
6. Ο πυροβολισμός εξουδετέρωσης επιτρέπεται, αν αυτό απαιτείται:
α. για την απόκρουση επίθεσης ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου,
β. για τη διάσωση ομήρων, για τους οποίους απειλείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης.
7. Πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης απαγορεύεται:
α. εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος,
(Επανερχόμαστε στα σχόλια της παραγράφου 4)
β. εναντίον ενόπλου πλήθους, εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι,
γ. εναντίον ανηλίκου, εκτός αν αποτελεί το μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου. Ως ανήλικος θεωρείται το πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του,
δ. εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή, όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο.
8. Όταν οι αστυνομικοί ενεργούν ως ομάδα, για τη χρήση πυροβόλου όπλου, απαιτείται προσταγή του επικεφαλής αυτής, εκτός αν ο αστυνομικός δέχεται επίθεση, από την οποία απειλείται βαριά σωματική βλάβη ή θανάτωση του.
9. Αντισυνταγματική ή προδήλως παράνομη διαταγή ανωτέρου για χρήση πυροβόλου όπλου δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του αστυνομικού.
10. Κάθε περίπτωση χρήσης όπλων από αστυνομικό αναφέρεται αμέσως στην αρμόδια αστυνομική Υπηρεσία και Δικαστική Αρχή.
Όπως παρατηρεί κανείς σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο αστυνομικός κάνει χρήση του όπλου του για να αποκρούσει ένοπλη επίθεση εις βάρος του ή εις βάρος τρίτου. Δηλαδή ευρισκόμενος σε νόμιμη άμυνα σύμφωνα με τις Γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Ουσιαστικά λοιπόν τίποτε δεν πρόσθεσε ο συγκεκριμένος Νόμος πέραν του να δημιουργήσει ψευδαισθήσεις και σύγχυση στους Αστυνομικούς σχετικά με την νόμιμη χρήση του όπλου τους. Το συγκεκριμένο Νομοσχέδιο καίτοι διαφημίστηκε ότι μελετήθηκε επί σειρά ετών δείχνει να είναι επηρεασμένο άμεσα από περιστατικά που συνέβησαν πριν την ψήφιση του. (Υπόθεση Πάσαρη, υπόθεση ομηρίας στο λεωφορείο). Δεν διακρίνεται για την διαχρονικότητα και το εύρος των περιπτώσεων που καλύπτει ως αντιθέτως διακρίνονται οι σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. (Άμυνα, κατάσταση ανάγκης, πραγματική πλάνη κ.λ.π.)
Απ΄ όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει πως:
Το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού δεν είναι καν εξοικειωμένο με το όπλο που φέρει και έχει πραγματοποιήσει κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του ελάχιστες εκπαιδευτικές βολές, πλην όσων με δικά τους έξοδα έχουν γραφτεί σε διάφορες σκοπευτικές ενώσεις.
Με βάση την υπάρχουσα εκπαίδευση ελάχιστοι είναι σε θέση να κάνουν, σε κατάσταση στρες, σκοπευμένη βολή ακινητοποίησης και ότι όλοι οι πυροβολισμοί εγκυμονούν κίνδυνο τραυματισμού ή και θανάτου προσώπων από αστοχία ή εξοστρακισμό.
Σύμφωνα με όλα αυτά τα δεδομένα, τα περιστατικά κακής χρήσης των όπλων από αστυνομικούς σε συνδυασμό με τους χιλιάδες ελέγχους που πραγματοποιούνται είναι απειροελάχιστα και αυτό μπορεί να αποδοθεί μόνο στην Θεία Προστασία.
Η έξαρση του φαινομένου της εγκληματικότητας και η καθημερινή χρήση καλάσνικοφ απο σκληρούς κακοποιούς επιβάλει να ανοίξει διάλογος ώστε να τροποποιηθεί ο συγκεκριμένος νόμος και να ενταχθεί στην σημερινή πραγματικότητα.»
Δημήτρης Καραγιαννόπουλλος
http://skaythess.gr με αναφερόμενη πηγή smspolice.blogspot.gr