Του Αλέξανδρου Καλαφάτη
Έπειτα από σχεδόν οκτώ χρόνια στον «πάγο» αναμένεται να επιστρέψει στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών πράκτορας ο οποίος είχε κατηγορηθεί για κατασκοπεία, εν μέσω «εμφύλιου» πολέμου που είχε ξεσπάσει από το 2010 στις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες.
Με αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών ο 57χρονος Α.Χ. απαλλάχθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου από τις κατηγορίες της παραβίασης μυστικών της πολιτείας και της κατασκοπείας κατ’ εξακολούθηση.
Το «Έθνος της Κυριακής» ανοίγει τον φάκελο της υπόθεσης που επί σειρά ετών 2010-2018, απασχόλησε την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.
Όλα ξεκίνησαν όταν στις 14 Ιουλίου 2010, κατόπιν εντολής της τότε διοίκησης της ΕΥΠ, διενεργήθηκε έλεγχος ασφαλείας από την Επιτροπή Ασφάλειας Η/Υ της ΕΥΠ σε υπολογιστή που βρίσκονταν στις εγκαταστάσεις της λεωφόρου Κατεχάκη.
Ο πράκτορας Α.Χ. κατηγορήθηκε ότι από τον συγκεκριμένο υπολογιστή απέστειλε στις 9 Σεπτεμβρίου 2008 τέσσερα e-mail με τα στοιχεία υπαλλήλου της ΕΥΠ, αναγράφοντας την υπηρεσία για την οποία εργάζεται και τα τηλέφωνα αυτής.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του βουλεύματος, παραλήπτης ήταν συνεργαζόμενος με την ΕΥΠ φορέας σε ευρωπαϊκή χώρα, που έλαβε τα στοιχεία του υπαλλήλου με την συγκατάθεση του τελευταίου, προκειμένου να συμμετάσχει σε εκπαιδευτικό σεμινάριο.
Επίσης, ο Α.Χ. κατηγορήθηκε ότι στις 17 Νοεμβρίου του ιδίου χρόνου έστειλε e-mail– από τον ίδιο υπολογιστή - κατάσταση με προσωπικά στοιχεία 980 υποψηφίων προς πρόσληψη υπαλλήλων, οι οποίοι είχαν λάβει μέρος σε διαγωνισμό που είχε λάβει χώρα το 2008.
Από αυτούς τελικά προσλήφθηκαν οι 139.
Το Συμβούλιο Εφετών απεφάνθη γι’ αυτό ότι η κατάσταση περιήλθε στην κατοχή του πράκτορα λόγω της τότε ιδιότητας του ως μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής για την πρόσληψη προσωπικού και ότι η αποστολή του ηλεκτρονικού μηνύματος δεν παραβίασε τελικά μυστικά της πολιτείας.
Η τρίτη κατηγορία σε βάρος του 57χρονου αφορούσε σε αποστολή e-mail στις 16 Φεβρουαρίου 2009 με τα στοιχεία εννιά υπαλλήλων της ΕΥΠ, οι οποίοι ήταν υποψήφιοι στις εκλογές για τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους της υπηρεσίας.
Ο πράκτορας ισχυρίστηκε ότι τα έστειλε στο τυπογραφείο και το Συμβούλιο Εφετών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία δεν εμπίπτουν στην έννοια του κρατικού μυστικού, διότι η εκλογική διαδικασία έχει ως συνέπεια την αποκάλυψη των υποψηφίων σε τρίτους, όπως για παράδειγμα οι δικαστικοί αντιπρόσωποι και τα όργανα της ΑΔΕΔΥ.
Αυτό που επισήμανε η πλευρά της υπεράσπισης κατά την ανακριτική διαδικασία ήταν η κατάθεση μέλους της Επιτροπής Ασφαλείας της ΕΥΠ, που συνέταξε την υπηρεσιακή αναφορά για τα ευρήματα στον επίμαχο υπολογιστή.
Όπως είπε είχε μονογράψει όλες τις σελίδες της υπηρεσιακής αναφοράς.
Ωστόσο, όταν του επιδείχθηκε η αναφορά από την ανακρίτρια ισχυρίστηκε ότι αναγνωρίζει την υπογραφή του μόνο στην τελευταία σελίδα, ενώ στις υπόλοιπες δεν υπήρχε υπογραφή.
Ο δικηγόρος του πράκτορα, Γιώργος Παπατσώρης, δηλώνει στο «Έθνος της Κυριακής» ότι μέσω της «ανακριτικής διαδικασίας αποδείχθηκε ότι υπήρχε ενορχηστρωμένο σχέδιο ενοχοποίησης του πελάτη μου. Να μην περιμένουν όμως αυτοί που παραποίησαν έγγραφα και κατέθεσαν ψευδώς προκειμένου να επιτύχουν τη δίωξη ενός έντιμου υπαλλήλου, πως δεν θα ανακαλυφθεί ο ρόλος τους.
Τώρα αναμένουμε δικαίωση από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ
Ο ίδιος δικηγόρος που υπερασπίστηκε τον πράκτορα Α.Χ. προτίθεται να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του ανθρώπου για μία άλλη υπόθεση που αφορά τον πράκτορα Κ.Α., ο οποίος καταδικάστηκε σε δέκα μήνες φυλάκιση με αναστολή για κατοχή ψυχομετρικών τεστ υποψήφιων για πρόσληψη στην ΕΥΠ.
Ο Κ.Α. έκανε αίτηση ακύρωσης της απόφασης του Εφετείου Πλημμελημάτων, η οποία δεν έγινε δεκτή πριν από περίπου ένα μην από τον Άρειο Πάγο.
Η διερεύνηση της υπόθεσης είχε ξεκινήσει μετά από μήνυση που είχε κατατεθεί τον Απρίλιο του 2012 από τον τότε Διοικητή της ΕΥΠ για παράνομη κατοχή από τον πράκτορα ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.
Ο πράκτορας υποστήριξε ότι ήταν μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής Προσλήψεων Υπαλλήλων της ΕΥΠ, υπεύθυνος για τον συντονισμό της ψυχομετρικής εξέτασης των υποψηφίων από τους ψυχιάτρους του ΓΝΑ και ότι με την ιδιότητα αυτή του είχε ανατεθεί από τους γιατρούς να φυλάει τα τεστ των αποτυχόντων, ώστε εάν αυτοί ήθελαν να λάβουν μέρος σε επόμενο διαγωνισμό, αυτοί να έχουν πρόσβαση στις παλιότερες δοκιμασίες.
Το Εφετείο έκρινε ότι υπήρχαν τα στοιχεία για την καταδίκη του, από την πλευρά του ο δικηγόρος του κατηγορούμενου κ. Παπατσώρης αμφισβήτησε ότι τα τεστ βρέθηκαν στο γραφείο του, αναφέροντας ότι δεν καταγράφηκαν στην έκθεση έρευνας και κατάσχεσης.
«Το δικαστήριο αρνήθηκε να κληθεί ως μάρτυρας ο ψυχίατρος του Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας και υπεύθυνος για την εξέταση των διαγωνιζόμενων. Το κυριότερο όμως είναι ότι τα έγγραφα που αναφερόντουσαν στο κατηγορητήριο ούτε στη δικογραφία υπήρχαν ούτε στις εκθέσεις κατάσχεσης.
Επίσης, κλήθηκε και εξετάστηκε μάρτυρας κατά την προανακριτική διαδικασία, πριν προταθεί από τον μηνυτή και χωρίς να ζητηθεί από τον Εισαγγελέα» δηλώνει ο κ. Παπατσώρης.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε την 23-9-2018 στην έντυπη έκδοση του "Έθνους της Κυριακής"