Στις 2 Μαΐου του 1960, ο 39χρονος εγκληματίας Κάρυλ Τσέσμαν οδηγήθηκε στον θάλαμο αερίων της φυλακής Σαν Κουέντιν της Καλιφόρνιας. Εκτελέστηκε για δεκαοχτώ συνολικά κακουργήματα, μεταξύ των οποίων απαγωγή και βιασμός. Ο ίδιος δεν είχε αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή.
Ο Τσέσμαν κατάφερε με τη βοήθεια του δικηγόρου του να αναβάλλει την θανατική ποινή οκτώ φορές. Στα σχεδόν 12 χρόνια που έμεινε στην φυλακή, συνέχισε να δηλώνει αθώος, αλλά τελικά εκτελέστηκε υπό το βάρος του πολύ σκληρού «νόμου Λίντμπεργκ».
Ο Τσέσμαν αντιμετώπισε τόν θάνατον με το χαμόγελο διακηρύσσων, μέχρι τής τελευταίας στιγμής, ότι δεν είναι ο «ληστής με το κόκκινο φώς»: ο οποίος είχε γίνει το φόβητρον τών ερωτευμένων, που εστάθμευον με τα αυτοκίνητά των εις απόμερα σημεία τού Λος ʼντζελες, προ 12 ετών.
Φτώχεια και παραβατικότητα
Ο Κάρολ Ουίτιερ Τσέσμαν γεννήθηκε στην πολιτεία του Μίσιγκαν στις 27 Μαΐου του 1921.
Ο μοναχογιός μιας οικογένειας Βαπτιστών μεγάλωσε κάπως αυστηρά στην Καλιφόρνια.
Το διάστημα της μεγάλης οικονομικής ύφεσης η οικογένεια του Τσέσμαν ήρθε αντιμέτωπη με τη φτώχεια και το φόβο της επιβίωσης.
Ο Κάρολ από τα δέκα του χρόνια για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί πραγματοποιούσε ληστείες και άλλα μικροεγκλήματα.
Μέχρι τα 27 του, άλλαξε το όνομά του από Κάρολ σε Κάρυλ και μαζί με τους συνεργάτες του έκλεβε αυτοκίνητα και έκανε ένοπλες επιθέσεις σε μαγαζιά.
Είχε φυλακιστεί και αποφυλακιστεί πολλές φορές και δρούσε πάντα μαζί επικίνδυνες συμμορίες.
«Ο ληστής με το κόκκινο φανάρι»
Το 1948 ξέσπασε μια σειρά εγκλημάτων στην περιοχή του Λος Άντζελες στην Καλιφόρνια.
Μια ένοπλη ληστεία σε κατάστημα ρούχων οδήγησε τις αρχές στον Τσέσμαν. Έπειτα από καταδίωξη και ανταλλαγή πυρών, ο Τσέσμαν συνελήφθη. Όταν η αστυνομία έψαξε το κλεμμένο αμάξι του Τσέσμαν μάρκας Φορντ, βρήκε ένα κόκκινο φανάρι και ένα περίστροφο. Τα ευρήματα στοχοποίησαν τον Τσέσμαν ότι ίσως εκείνος να ήταν ο «ληστής με το κόκκινο φανάρι».
Ο «ληστής με το κόκκινο φανάρι» ήταν ένας κακοποιός που γυρνούσε σε μέρη της Καλιφόρνιας όπου στάθμευαν αυτοκίνητα με ερωτευμένα ζευγάρια.Ο ληστής, προσποιούμενος ότι είναι αστυνομικός , τοποθετούσε ένα κόκκινο φανάρι στην οροφή του αυτοκινήτου και έκανε νόημα στα ζευγάρια να βγουν από το αμάξι.
Στην συνέχεια τους λήστευε και ορισμένες φορές ανάγκαζε την κοπέλα που επέβαινε στο αμάξι να εκτελέσει σεξουαλικές πράξεις.
Παρόλο που δεν υπήρξε πλήρης ταύτιση των εξωτερικών χαρακτηριστικών του Τσέσμαν με αυτά του ληστή από ομολογίες των θυμάτων, δύο κοπέλες «αναγνώρισαν» τον ληστή στο πρόσωπο του Τσέσμαν.
Ο αναχρονιστικός “Little Lindbergh Law” και η «περίεργη» δίκη.
Στη δίκη του Κάρυλ Τσέσμαν που διήρκεσε τρεις εβδομάδες, ο Αμερικανός εγκληματίας κατηγορήθηκε για δεκαοκτώ κακουργήματα. Τα περισσότερα αφορούσαν ένοπλες ληστείες, δύο αφορούσαν σεξουαλική παρενόχληση και τρεις κατηγορίες παραβίαζαν το άρθρο 209 του Ποινικού Κώδικα της Καλιφόρνιας, τον λεγόμενο “Little Lindbergh Law”.
Το 1933 η πολιτεία της Καλιφόρνιας έθεσε σε ισχύ το νόμο “Little Lindbergh Law”, έπειτα από την απαγωγή και δολοφονία του μόλις 20 μηνών Τσαρλς Λίντμπερκ Τζούνιορ.
Το «έγκλημα του αιώνα» όπως ονομάστηκε οδήγησε το Αμερικανικό Κογκρέσο να θεωρήσει κακούργημα την απαγωγή κάτω από ορισμένες συνθήκες. (Διαβάστε στη «ΜτΧ» για το έγκλημα Λίντμπεργκ)
Ο νόμος προέβλεπε ότι η απαγωγή σε συνδυασμό με ληστεία και σωματική βλάβη οδηγεί σε θανατική καταδίκη.
Ο «ληστής με το κόκκινο φανάρι» κατηγορήθηκε ότι είχε σύρει την Μαίρη Άλις Μέζα έξι μέτρα μακριά από το αμάξι του φίλου της, την είχε ναρκώσει για να την βιάσει και λήστεψε τον φίλο της.
Η δίκη
Ο Τσέσμαν αρνήθηκε να έχει δικηγόρο και υπερασπίστηκε μόνος τον εαυτό του στην δίκη. Αν και αποδέχτηκε τις κατηγορίες για ένοπλη ληστεία, αποποιήθηκε τις κατηγορίες για απαγωγή και βιασμό και δήλωσε αθώος.
Στην προφυλακιστέα ομολογία του είπε πως ήταν «ο ληστής με το κόκκινο φανάρι».
Αποκάλυψε όμως ότι η ομολογία του ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού και βασανιστηρίων των αστυνομικών που τον ανέκριναν.
Ο Τσέσμαν ανέφερε πως ήξερε ποιος πραγματικά ήταν ο ληστής, αλλά δεν μπορούσε να το αποκαλύψει γιατί απειλούνταν τα πιο κοντινά του πρόσωπα και κατέληξε στο συμπέρασμα πως η δίκη ήταν ένα«καλοστημένο παιχνίδι παγίδευσης και εξαπάτησης του ίδιου».
Ο αλκοολικός στενογράφος
Η υπόθεση έγινε ακόμη πιο ύποπτη όταν ο στενογράφος της δίκης πέθανε ξαφνικά και χρέη στενογράφου ανέλαβε ένας χρόνια αλκοολικός συγγενής του κατήγορου της δίκης που έγραφε τα μισά από ότι λεγόντουσαν.
Αν και ο Τσέσμαν παραπονέθηκε, ο στενογράφος δεν άλλαξε.
Ο Κάρυλ καταδικάστηκε σε θάνατο σε θάλαμο αερίων.
Ο Τσέσμαν επικρίνει το ποινικό σύστημα και αποκτά διάσημους υποστηρικτές, όπως τον Μάρλον Μπράντο
Ο Τσέσμαν έμεινε στην φυλακή έντεκα χρόνια και δέκα μήνες.
Όλο αυτό το διάστημα πάλεψε για να αποδείξει την αθωότητα του.
Παρόλο που από τα μέσα του 1950 η πολιτεία της Καλιφόρνια έπαψε να θεωρεί την απαγωγή θανατικό κακούργημα, η απόφαση δεν λειτούργησε αναδρομικά.
Το δικαστήριο δεν δέχτηκε ποτέ επανεξέταση της υπόθεσης και ο Τσέσμαν μαζί με τη βοήθεια του δικηγόρου Τζορτζ Ντέιβις κατάφερε να καθυστερήσει τη θανατική ποινή οκτώ φορές.
Ο Τσέσμαν απέθανεν εις τόν θάλαμον τών αερίων με ένα μορφασμόν και τάς λέξεις: «Να πήτε εις τήν Ροζαλί ότι της έστειλα αντίο. Όλα είναι εν τάξει». Η Ροζαλί την οποίαν ανέφερεν είναιη μία εκ τών τριών συνηγόρων του, οι οποίοι ηγωνίσθησαν απεγνωσμένως μέχρι τελευταίας στιγμής διά τήν σωτηρίαν του.
Στις 2 Μαΐου του 1960, ο Τσέσμαν εκτελέστηκε από λάθος της γραμματέως
Λίγα λεπτά νωρίτερα ο Ντέιβις είχε πετύχει ακόμη μία αναστολή της θανατικής καταδίκης.
Ίσως το παιχνίδι της μοίρας, ίσως η ανάγκη να δοθεί ένα τέλος στην πολυετή υπόθεση, η γραμματέας του γραφείου μπέρδεψε το νούμερο του τηλεφώνου και καθυστέρησε να ενημερώσει την φυλακή Σαν Κουέντιν για την αλλαγή των δεδομένων.
Ο Τσέσμαν είχε ήδη εκτεθεί στο θανατηφόρο αέριο.
Ο αγώνας του Τσέσμαν να αποδείξει ότι δεν ήταν ένοχος για απαγωγή και βιασμό και να αποφύγει την θανατική ποινή συγκίνησε γνωστούς Αμερικανούς υποστήριζαν ότι η θανατική καταδίκη πρέπει να καταργηθεί.
Ο Μάρλον Μπράντο έλαβε μέρος σε διαδηλώσεις κατά της θανατικής ποινής.
Ο συγγραφέας Άλντους Χάξλεϋ, η Πρώτη Κυρία Έλινορ Ρούσβελτ, καθώς και εξαγριωμένοι φοιτητές στην Λισαβόνα τάχθηκαν υπέρ του αγώνα του Τσέσμαν.
Τα βιβλία του Τσέσμαν μετά την εξάντληση τους δεν κυκλοφόρησαν ποτέ ξανά, ενώ εικάζεται ότι η πολιτεία της Καλιφόρνιας κατέστρεψε όλες τις επιστολές του.
Τα βιβλία του Τσέσμαν
Ο Τσέσμαν όσο ήταν στην φυλακή έγραψε τέσσερα βιβλία και χιλιάδες άρθρα και επιστολές.
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Cell 2455 Death Row, ο Τσέσμαν σκιαγραφούσε την ζωή του μέσα στο κελί της φυλακής και έδειχνε μετανιωμένος για τα εγκλήματα του.
Στα τρία επόμενα βιβλία του Trial by Ordeal, The Kid Was A Killer και The Face of Justice, προβλημάτισε αρκετούς αναγνώστες και εγκληματολόγους σχετικά με την κατάσταση του συστήματος δικαιοσύνης της Καλιφόρνιας.
Σίγουρος πια για την εκτέλεση του έγραψε για τις αρχές που εκπροσωπούσε πως πρόκειται «για μια δικαιοσύνη σκωπτική και άνομη που ανατέθηκε από τον Διάβολο (ή μήπως ήταν οι Κομμουνιστές;) να υποδαυλίσουν την εμπιστοσύνη της νόμιμης Αρχής».
Τα σχεδόν δώδεκα χρόνια που παρέμεινε ο Τσέσμαν στη φυλακή ήταν ο περισσότερος χρόνος που «κέρδισε» ποτέ θανατοποινίτης μέχρι το 1988.
ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr