Ο Σπύρος Δαβίλας είναι ο νεκρός στην Αγχίαλο, ενώ στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. ανησυχούν για μετατροπή του σε «ήρωα» του αντάρτικου πόλης, όπως έχει γίνει στο παρελθόν.
«Δεν είναι "απλός ληστής", αυτός που αυτοκτονεί για να μην συλληφθεί. Έχει προσπεράσει την ποινική δράση, έχει... ανέβει σκαλοπάτι ή τουλάχιστον έχει τοποθετήσει σε αυτή ιδεολογικό μανδύα» δηλώνουν υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. για τον νεκρό ληστή, κατά τη διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης στην Χρυσή Ακτή Αγχιάλου Βόλου. Τα ίδια στελέχη φοβούνται τη μετατροπή του νεκρού Ληστή του Διστόμου σε «ήρωα» του αντάρτικου πόλης, που «αρνήθηκε να πέσει στα χέρια των διωκτικών αρχών» και το ενδεχόμενο αντιποίνων για τον θάνατό του.
«Αν και όπως όλα δείχνουν αυτοκτόνησε και ο θάνατός του δεν προήλθε από ανταλλαγή πυροβολισμών με αστυνομικούς, η απόφασή του έχει χαρακτηριστικά μη παράδοσής στους διώκτες του. Κάτι ανάλογο είχε κάνει και ο Χριστόφορος Μαρίνος στις 23 Ιουλίου 1996, όταν αυτοκτόνησε κατά τη διάρκεια επιχείρησης της ΕΚΑΜ, στην καμπίνα του πλοίου "Πήγασος". Παρόμοια απόφαση, σε επίπεδο όμως σκληρής αντίδρασης και ένοπλης συμπλοκής που κατέληξε στο θάνατό τους, είχαν πάρει ο Χρήστος Τσουτσουβήςστις 15 Μαίου 1985, ο Μιχάλης Πρέκας στην περιβόητη ‘μάχη’ της Καλογρέζας την 1η Οκτωβρίου 1987 και ο Λάμπρος Φούντας στις 10 Μαρτίου 2010» σημειώνουν με νόημα πηγές του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ., συμπληρώνοντας πως αυτά τα πρόσωπα αποτέλεσαν «ινδάλματα» του εγχώριου αντάρτικου πόλης, παραδείγματα προς... μίμηση και στρατολόγηση, εκείνη βέβαια την εποχή.
Από το γεγονός ότι νεκρός είναι ο 34χρονος Σπύρος Δραβίλας, χάνεται μία ευκαιρία ανάκρισης του αναφορικά με τις αχνές ενδείξεις για την «υποβοήθηση» των δραστών της δολοφονίας του αρχιφύλακα των φυλακών Δομοκού Σεραφείμ Γκαλιμάνη. Σημειώνεται πως ο «καρφάκιας», μνημονευόταν πρόσφατα, ως παράδειγμα προς μίμηση για τη στάση του, στις ηλεκτρονικές αλληλογραφίες των έγκλειστων Πυρήνων, ενώ είχε στενές επαφές με ηγετικά στελέχη της Greek Mafia.
Στην καμπίνα του «Πήγασου»
Ο Χριστόφορος Μαρίνος ήταν Έλληνας αναρχικός και απεργός πείνας, γνωστός για την πολύχρονη εμπλοκή του τόσο με την αστυνομία, όσο και με τη Δικαιοσύνη, λόγω της αμφιλεγόμενης δράσης του. Για το κράτος θεωρούνταν εγκληματικό στοιχείο, ενώ επιπλέον κατηγορήθηκε για διάφορες τρομοκρατικές πράξεις. Η αμφισβητούμενη προσωπικότητά του ακόμη και από ομοϊδεάτες του, ήρθε να την επισφραγίσει ο θάνατός του, στις 23 Ιουλίου του 1996, στο πλοίο Πήγασος, που από τις αρχές αποδόθηκε σε αυτοκτονία με πυροβόλο όπλο, κατά τη διάρκεια επιχείρησης της ΕΚΑΜ στην καμπίνα του.
Ήταν υπόδικος, αφού κατηγορούνταν ως εμπλεκόμενος στην υπόθεση δολοφονίας του ταμία του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας Δημ. Μαντούβαλου και επισήμως βρίσκονταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, ύστερα από δικαστική απόφαση. Προηγουμένως, είχε προβεί σε πολυήμερη απεργία πείνας, διαμαρτυρόμενος για τις άδικες όπως υποστήριζε κατηγορίες σε βάρος του. Στις 23 Ιουλίου επέστρεφε από την Σέριφο έχοντας παραβιάσει τον κατ’ οίκον περιορισμό του. Για τις ακριβείς συνθήκες θανάτου του, που δεν διαλευκάνθηκαν ποτέ, διενεργήθηκε προανάκριση από το Λιμεναρχείο Πειραιά.
Είχε συμμετοχή και στη «μάχη» της Καλογρέζας μαζί με τον νεκρό Μιχάλη Πρέκα, για την οποία αργότερα αθωώθηκε.
Σε τηλεοπτική του εμφάνιση και σε ερώτηση που του απεύθυνε η δημοσιογράφος Έλλη Στάη γιατί συνεχίζει ενώ άλλα μέλη του ίδιου ιδεολογικού χώρου έχουν αποσυρθεί, απάντησε ότι δεν αντέχουν όλοι να σηκώσουν το βάρος της κρατικής καταδίωξης. Τους τελευταίους μήνες πριν το θάνατό του υπέφερε από κάποια ψυχολογικά προβλήματα που είχαν προκληθεί λόγω των πολύχρονων περιπέτειών του και μια απογοήτευση που φαίνονταν ότι τον διακατείχε από τη συμπεριφορά μερικών παλαιών συναγωνιστών του. Ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
Η συμπλοκή του Γκύζη
Ο Χρήστος Τσουτσουβής γεννήθηκε το 1953. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Γκρατς της Αυστρίας έγινε μέλος του ΠΑΚ και εκπαιδεύθηκε στην χρήση όπλων. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ήταν εκλογικός αντιπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ στις πρώτες μεταδικτατορικές εκλογές τον Νοέμβριο του 1974.
Το εγκατέλειψε όμως και εντάχθηκε στον Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα (ΕΛΑ). Φέρεται να συμμετείχε στην ένοπλη συμπλοκή με αστυνομικούς έξω από την AEG στην οποία σκοτώθηκε ο Χρήστος Κασσίμης το 1977, και στη δολοφονία του βασανιστή της χούντας, απότακτου αξιωματικού της Ασφάλειας Πέτρου Μπάμπαλη το 1979. Την ευθύνη για την δολοφονία Μπάμπαλη αρχικά ανέλαβε η «Ομάδα Ιούνης '78», όμως αργότερα αποδείχτηκε ότι πίσω της κρυβόταν ο ΕΛΑ, κάτι που τελικά και ο ίδιος παραδέχθηκε.
Αποχωρώντας από τον ΕΛΑ το 1980, ίδρυσε την «Αντικρατική Πάλη», η οποία δολοφόνησε τον εισαγγελέα Θεοφανόπουλο, ενώ κατηγορήθηκε και για εμπρησμούς.
Σε ηλικία 32 χρονών, στις 15 Μαΐου 1985, πήγε να πάρει μία μοτοσυκλέτα στην οδό Αμφίκλειας στου Γκύζη. Το δίτροχο είχε κινήσει τις υποψίες των αστυνομικών που το επιτηρούσαν. Ο Χρήστος Τσουτσουβής αρνήθηκε να παραδοθεί στις εκκλήσεις των αστυνομικών και άνοιξε πυρ εναντίον τους. Από την ανταλλαγή πυροβολισμών σκοτώθηκε ο ίδιος και τρεις αστυνομικοί (Γιώργο Δουγένης, Bασίλης Μπούρας, Γιώργος Γεωργίου).
Η «μάχη» της Καλογρέζας
Ένα παρόμοιο πρόσωπο, που απέκτησε χαρακτηριστικά «ήρωα» στον αντιεξουσιαστικό χώρο ήταν ο Μιχάλης Πρέκας. Την 1η Οκτωβρίου 1987, σε ηλικία 32 χρονών, αρνείται να παραδοθεί στους αστυνομικούς, ανεβαίνει στην ταράτσα κτιρίου και σκοτώνεται από την ανταλλαγή πυροβολισμών. Καταγόταν από την Σαντορίνη και ήταν σεσημασμένος για κλοπές.
Είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί ο Χριστόφορος Μαρίνος και ο Κλέαρχος Σμυρναίος και εν συνεχεία ο Γεράσιμος Μπουκουβάλας και η Βαγγελιώ Βογιατζή (σύντροφος του Πρέκα και μητέρα του παιδιού τους).
Στην Καλογρέζα οι Μαρίνος, Σμυρναίος μαζί με τον Πρέκα προσπάθησαν να κλέψουν από περιπολικό μια μοτορόλα η οποία θα επέτρεπε στο φυγόδικο Πρέκα να γνωρίζει τις κινήσεις τις αστυνομίας. Ο Μιχάλης Πρέκας αφού καταδιώκτηκε εγκλωβίστηκε στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας και μετά από πολύωρη μάχη με τους αστυνομικούς πυροβολήθηκε και βρήκε τον θάνατο, αρνούμενος να παραδοθεί. Σύμφωνα με την Αστυνομια τα όπλα που κρατούσε στα χέρια του κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ήταν από εκείνα που είχαν κλαπεί από το λιμεναρχείο της Ραφήνας τον Αύγουστο του 1987. Συμφωνα με την αστυνομία ο Μιχάλης Πρέκας ήταν φερόμενος αρχηγός της οργάνωσης «Αντικρατική Πάλη», μαζί με τον Χρήστο Τσουτσουβή που είχε σκοτωθεί δύο χρόνια νωρίτερα.
Η Βαγγελιώ Βογιατζή, σύντροφος του Μιχάλη Πρέκα και μητέρα το παιδιού του, αρχικά κατηγορήθηκε και φυλακίστηκε περίπου ένα χρόνο μεγαλώνοντας το μωρό της μέσα στη φυλακή. Αποφυλακίστηκε όταν αθωώθηκε μαζί με τον Μπουκουβάλα και προσπάθησε την καταδίκη των δολοφόνων του Μ. Πρέκα. Προσέφυγε στο ανώτατο δικαστήριο ζητώντας να αναιρεθεί το βούλευμα του συμβουλίου εφετών με το οποίο απαλλάχτηκε ο αστυνομικός Ν. Κ, ο οποίος φέρεται πως σκότωσε τον σύντροφό της.
Μετά από χρόνια, και αναβολές το δικαστήριό έβγαλε το πόρισμα ότι ο Πρέκας δεν δολοφονήθηκε και απήλλαξε τους αστυνομικούς.
Ο Λάμπρος Φούντας
10 Μαρτίου 2010. Οδός Κουντουριώτου 33 Δάφνη. Ένοπλη συμπλοκή αστυνομικών με δύο αγνώστους που επιχειρούσαν να κλέψουν αυτοκίνητο. Από την ανταλλαγή πυρών πέφτει νεκρός ένας 35χρονος άνδρας. Ήταν ο βιολόγος Λάμπρος Φούντας. Ο θάνατός του ξετύλιξε ακόμη ένα κουβάρι της εγχώριας τρομοκρατίας. Ακολούθησαν συλλήψεις μελών του «Επαναστατικού Αγώνα», μεταξύ των οποίων του Νίκου Μαζιώτη και της συντρόφου του Παναγιώτας Ρούπα.
Ο νεκρός φόραγε διπλά γάντια, το παντελόνι και το μπουφάν του είχαν λάστιχα στις άκρες του, για να μην αφήσει αποτυπώματα και DNA. Τέτοια «στολή» για να κλέψει ένα παλαιό Ι.Χ. μάρκας SEAT χαμηλής αξίας. Είχε όπλο και χειροβομβίδα (επιθετική ρωσικής κατασκευής) ίδιου τύπου με αυτές που χρησιμοποιούσε ο «Επαναστατικός Αγώνας». Δεν είχε ταυτότητα και κινητό για να μην εντοπιστεί εύκολα αν έπεφτε σε μπλόκο όπως και έγινε και να δώσει χρόνο στους συντρόφους του να εξαφανιστούν. Ο 35χρονος είχε συλληφθεί το 1995 κατά τη διάρκεια της πρώτης αστυνομικής εισβολής στο Πολυτεχνείο, με περίπου 400 συλλήψεις. Ανάμεσά τους ήταν και οι περισσότεροι από τα μετέπειτα συλληφθέντα μέλη του «Επαναστατικού Αγώνα».
Έμενε στην οδό Αλδου Μανουτίου και Βουρνάζου στους Αμπελόκηπους, κοντά στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής. Στις 04:43, τα ξημερώματα της 10ης Μαρτίου 2010, στην οδό Κουντουριώτου 33 στη Δάφνη, περιπολικό της Άμεσης Δράσης, που πραγματοποιούσε περιπολία στην περιοχή, εντόπισε δύο άνδρες μέσα σε ένα αυτοκίνητο μάρκας «SEAT IBIZA», τους οποίους οι δυο αστυνομικοί θεώρησαν υπόπτους και αποφάσισαν να τους ελέγξουν.
Όταν οι αστυνομικοί άναψαν τον φάρο του περιπολικού, οι δύο άνδρες βγήκαν από το ΙΧ και άρχισαν να πυροβολούν εναντίον τους, με αποτέλεσμα οι σφαίρες να πλήξουν το υπηρεσιακό όχημα. Τότε οι αστυνομικοί καλύφθηκαν πίσω από το περιπολικό και ανταπέδωσαν τους πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα να πέσει νεκρός από σφαίρα στην αριστερή ωμοπλάτη ο ένας από τους δράστες, ενώ ο δεύτερος κατάφερε να διαφύγει τρέχοντας.
Δίπλα στον νεκρό, βρέθηκε περίστροφο τύπου ΖASTAVA μέ έξι σφαίρες εκ των οποίων είχαν ριχτεί τα δύο. Επίσης, στο σακίδιο που έφερε στην πλάτη του, βρέθηκε χειροβομβίδα, ενώ στο μπουφάν του εσωτερικά είχε συσκευή ασύρματης επικοινωνίας, με την οποία συνομιλούσε με τον συνεργό του.
Γιος στρατιωτικού γιατρού εν αποστρατεία, ο 35χρονος εργαζόταν τα τελευταία επτά χρόνια σε γνωστό διαγωνιστικό κέντρο, στη περιοχή του Γηροκομείου. Πλούσια συμμετοχή στον αναρχικό χώρο, χωρίς όμως να έχει συλληφθεί παρά μόνο στα επεισόδια τον Πολυτεχνείου το 1995. Πτυχιούχος του τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πάτρας. Το βιογραφικό του 35χρονου ήταν το στοιχείο που έκανε τους αστυνομικούς να καταλάβουν, μετά τη συμπλοκή, ότι δεν είχαν να κάνουν με έναν κοινό κλέφτη αυτοκινήτων, όπως αρχικά είχαν φανταστεί.
Ο Λάμπρος Φούντας είχε ζητήσει άδεια για την Πέμπτη, 11 Μαρτίου, με το αιτιολογικό ότι ήθελε να πάει τη μητέρα του στο Αγρίνιο, που είναι ο τόπος καταγωγής τους. Από κείμενο φίλων του στην ιστοσελίδα Athens Indymedia, προέκυπτε ότι ο 35χρονος βιολόγος συμμετείχε στην αναρχική ομάδα «Μαύρο Αγκάθι», που εξέδιδε το έντυπο «Δρόμοι της Οργής». Σύμφωνα με τον συντάκτη του κειμένου, είχε επίσης «δράση και συμμετοχή σε πορείες, συγκεντρώσεις, κοινωνικές συγκρούσεις διαδηλώσεις, αφισοκολλήσεις, συζητήσεις και εκδηλώσεις». Συμμετείχε επίσης στις μαθητικές καταλήψεις, διαδηλώσεις και συγκρούσεις πριν και μετά τη δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα στην Πάτρα.
Ο θάνατός του, μνημονεύτηκε σε πολλά μέρη της γης. Το όνομά του έγινε σύνθημα, γράφτηκε σε τοίχους και πανό, όσο κανενός άλλου. Πέντε χρόνια μετά, ο νεκρός «τέλειος» τρομοκράτης, συνεχίζει να απασχολεί...
thetoc.gr