Ως γνωστόν στο Μέρος Β (άρθρα 23 – 32) του ν. 4530/30-3-2018 τροποποιούνται διατάξεις του Κ.Ο.Κ., µε σκοπό την πρόβλεψη σήµανσης-σηµατοδότησης για την κυκλοφορία των ποδηλάτων, καθώς και παρεµβάσεων για την τροποποίηση του πλαισίου επιβολής διοικητικών κυρώσεων- προστίµων για παραβάσεις.
Οι νέες ρυθμίσεις έχουν δημιουργήσει σύγχυση στους πολίτες και προβλήματα στις Υπηρεσίες Τροχαίας από την έλλειψη των σχετικών εντύπων και την μη έκδοση των κανονιστικών πράξεων (ιδίως άρθρου 28 παρ. 3 και 4), καίτοι παρήλθε τρίμηνο. Αυτές θα καθορίσουν τα πρόστιμα-κυρώσεις (αφού ο νόμος δεν καθορίζει την ακριβή ποινή για κάθε παράβαση και προβλέπει προσαύξηση με εισοδηματικά κριτήρια, τα οποία δεν μπορεί να είναι γνωστά στα αστυνομικά όργανα), τη διαδικασία βεβαίωσης και επιβολής αυτών, καθώς και τη διαδικασία είσπραξης.
[custom:google-ads]
Μέχρι την έκδοση αυτών εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του παλαιού K.O.K., καθώς και τα Π.Δ. και οι προηγούμενες αποφάσεις, που προβλέπουν μειωμένα πρόστιμα κατά 50% με εξαίρεση συγκεκριμένες παραβάσεις. Καταργείται η μειωμένη καταβολή του προστίμου εντός του 10ημέρου. Για ορισμένες παραβάσεις και μέχρι την έκδοση των αποφάσεων προβλέπεται μόνο η αφαίρεση των αδειών. Παρατηρούμαι δηλαδή ένα μωσαϊκό (κουρελού) ρυθμίσεων. Ο πολίτης βλέπει στην κλήση το κενό στο πρόστιμο και δεν γνωρίζει αν θα του επιβληθεί ή όχι πρόστιμο και ποιο θα είναι το ύψος αυτού.
Το ερώτημα που προκύπτει επίσης είναι ποιο θα είναι το όργανο που θα επιβάλλει το πρόστιμο; Άλλο όργανο θα βεβαιώνει την παράβαση (αστυνομικός) και άλλο όργανο θα επιβάλλει το πρόστιμο (π.χ. Α.Α.Δ.Ε.); Σε ποιο όργανο ο παραβάτης θα υποβάλλει τις ενστάσεις-προσφυγές και αντιρρήσεις του; Στις κλήσεις που επιδίδονται πλέον δεν αναφέρεται καθόλου το πρόστιμο που επιβάλλεται. Δεν προκύπτει, ότι αυτό γίνεται τώρα (μεταβατικό στάδιο), γιατί δεν προβλέπεται πρόστιμο στη συγκεκριμένη περίπτωση μέχρι την έκδοση των κανονιστικών αποφάσεων ή αυτή θα καταταγεί στις κατηγορίες της πολύ υψηλής συχνότητας πρόκλησης ατυχημάτων και αντικοινωνικής οδικής συμπεριφοράς (άρθρο 28 παρ. 2), για τις οποίες δεν προβλέπεται πρόστιμο, αλλά μόνο αφαίρεση αδειών και στοιχείων κυκλοφορίας. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των υστέρων, αφού ουδεμία ποινή μπορεί να επιβληθεί χωρίς νόμο, που να την προβλέπει πριν την τέλεση της πράξης. Απουσιάζει επομένως το πλέον καθοριστικό στοιχείο της πράξης, η οποία έτσι καθίσταται ελαττωματική και άκυρη. Σύγχυση επικρατεί τόσο στον παραβάτη, που δεν πληροφορείται για τις συνέπειες (τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του), όσο και στα αστυνομικά όργανα.
Εξάλλου, σύμφωνα με το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής, το ύψος των απειλούµενων διοικητικών ποινών (προστίµων) για παραβάσεις των κανόνων οδικής κυκλοφορίας, ως αναγκαίο συµπλήρωµα των κανόνων, που περιγράφουν τη διοικητική παράβαση, εκφράζουν αξιολογήσεις της έννοµης τάξης για την ύπαρξη διοικητικού αδίκου σε έναν εξαιρετικά σηµαντικό τοµέα ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως η οδική κυκλοφορία. Ως εκ τούτου, δεν µπορούν, κατά το Σύνταγµα, να αποτελέσουν αντικείµενο κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόµενης υπουργικής απόφασης, αλλά πρέπει να προβλέπονται ρητά στο νόμο. Σε κάθε δε περίπτωση, η θέσπιση διοικητικών ποινών βάσει εισοδηµατικών κριτηρίων (που κατά την άποψή μας αποτελεί ένα είδος «ταξικής ποινής» και εισπρακτικό μέτρο) δεν έχει εσωτερική συνάφεια µε την εκάστοτε τελεσθείσα παράβαση και, συνεπώς, τίθεται ζήτηµα τήρησης της αρχής της αναλογικότητας.
Επιπλέον στους Προϊστάμενους των Υπηρεσιών υπάρχει αβεβαιότητα για τη διαδικασία των ενστάσεων-προσφυγών. Οι διατάξεις του άρθρου 104 του Κ.Ο.Κ. δεν θίγονται όσον αφορά την προβλεπόμενη υποβολή αντιρρήσεων (ενδικοφανή προσφυγή). Για τις προϋποθέσεις ανάκλησης-ακύρωσης των κλήσεων γράψανε σε προηγούμενο άρθρο μας. Αρμόδιο όργανο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης, κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, είναι εκείνο που την εξέδωσε ή εκείνο που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της. Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της διάταξης, αρμόδιο για την ανάκληση είναι τόσο το όργανο που εξέδωσε την ανακαλούμενη πράξη όσο και, σε περίπτωση μεταβολής της αρμοδιότητας, το όργανο που έχει πλέον την αρμοδιότητα για να την εκδώσει (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 3582/2008).
Είχαμε επισημάνει ότι η εν λόγω νομοθετική παρέμβαση θα αποτελούσε μια ακόμη συνέχεια των νόμων-κουρελούδων (patchwork legislation), της κατ΄ εξακολούθηση παραβίασης του Συντάγματος και του νομοθετικού παραλογισμού-παρακμής του Κοινοβουλίου. Δυστυχώς δικαιωθήκαμε. Πρόκειται για άλλο ένα «κυβερνητικό ατύχημα»!!!
* Νικόλαος Μπλάνης Αντιστράτηγος της ΕΛ. ΑΣ. ε.α. Επίτιμος προϊστάμενος του Κλάδου Οργλανωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού/Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ. και Πτυχιούχος Νομικής Σχολής