Γράφει η Ιωάννα Μάνδρου
Οι φετινές βιβλικές καταστροφές από τις πυρκαγιές που αφάνισαν δασικό πλούτο, περιουσίες και χιλιάδες ζωντανά, φέρνοντας στο τραπέζι της πολιτικής την ανάγκη νέων σχεδιασμών σε πολλά επίπεδα, σηματοδότησαν για πρώτη φορά και την αλλαγή πλεύσης των δικαστικών αρχών στην αντιμετώπιση των εμπρηστών.
Το μέγεθος των καταστροφών και το εύρος των πυρκαγιών που κινητοποίησαν κυβέρνηση, κρατικούς μηχανισμούς, αυτοδιοίκηση και πολίτες, δεν άφησαν εκτός τη Δικαιοσύνη, που προχώρησε αυτή τη φορά σε αυστηρή αντιμετώπιση όσων συνελήφθησαν για εμπρησμούς, στέλνοντας στη φυλακή, μόνο στην Αθήνα, τέσσερα άτομα, ενώ ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που οι κατηγορίες οι οποίες τους βάρυναν ήταν χαμηλής ποινικής αξιολόγησης –δηλαδή πλημμελήματα– οι καταδίκες από το Πρωτοδικείο Αθηνών (Αυτόφωρο) ήταν πέντε χρόνια φυλακή και «μέσα».
Η στροφή των δικαστικών αρχών, όπως εκφράστηκε φέτος το καλοκαίρι από την Εισαγγελία της Αθήνας, αλλά και από άλλες εισαγγελίες, στην αντιμετώπιση των συλληφθέντων για εμπρησμούς, χωρίς αμφιβολία υπήρξε απότοκο της ανάγκης να αντιμετωπιστούν διαφορετικά οι υπεύθυνοι, όποιοι κι αν είναι, και προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η νομοθετική πρωτοβουλία που έχει ήδη αναληφθεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης για αυστηροποίηση της νομοθεσίας, ώστε οι υπεύθυνοι για τις φωτιές να τιμωρούνται για κακούργημα σε κάθε περίπτωση.
Οι νέες ρυθμίσεις που ήδη έχουν παρουσιαστεί στο πλαίσιο των αλλαγών για τον νέο Ποινικό Κώδικα από τον υπουργό Κωνσταντίνο Τσιάρα βρίσκονται ένα βήμα πριν από τη Βουλή, όπου θα οδεύσουν το πιθανότερο μέσα στον Σεπτέμβριο.
Οι προφυλακίσεις όμως του φετινού καλοκαιριού που προσέδωσαν ονοματεπώνυμο στους φυσικούς αυτουργούς κάποιων καταστροφικών πυρκαγιών δεν υπήρξε, δυστυχώς, πρακτική τις τελευταίες δεκαετίες.
Από τα επίσημα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί από 50 εισαγγελίες και 45 πρωτοδικεία της χώρας –και τα οποία παρουσιάζει σήμερα η «Κ»– προκύπτουν συμπεράσματα που συγκλονίζουν για την ατιμωρησία, που χρόνια τώρα καθόρισε τη δικαστική αντιμετώπιση, όσων συνελήφθησαν για πρόκληση πυρκαγιών είτε από αμέλεια –που είναι οι περισσότεροι– είτε από πρόθεση. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι στο ερώτημα ποιοι βάζουν τις φωτιές αναπτύχθηκαν από συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις έως τοποθετήσεις που παγιώθηκαν ως γενικές παραδοχές –όπως για παράδειγμα για οικοπεδοφάγους, συμφέροντα κ.λπ.–, χωρίς να παραγνωρίζεται –το αντίθετο– ότι και τέτοιες περιπτώσεις και μάλιστα αρκετές υπήρξαν και έδρασαν για χρόνια.
Ελάχιστες οι καταδίκες
Ας πάμε στα δεδομένα της τελευταίας 20ετίας, έτσι όπως αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία που συγκέντρωσαν 50 εισαγγελίες και 45 πρωτοδικεία της χώρας για τις διώξεις που ασκήθηκαν και την ποινική μεταχείριση που είχαν στη συνέχεια κατηγορούμενοι για εμπρησμούς σε πολλά σημεία. Τα στοιχεία, τα οποία συγκλονίζουν για τον τρόπο που πρώτα ο νόμος –διότι τα δικαστήρια νόμους εφαρμόζουν–αλλά και η Δικαιοσύνη σε πολλές περιπτώσεις αντιμετώπισαν όσους διώχθηκαν κατά καιρούς για εμπρησμούς, δεν αφήνουν περιθώρια για το πώς η ελληνική πολιτεία αντιμετώπισε τους εμπρησμούς των δασών και στο πεδίο της νομοθετικής πολιτικής και της δικαστικής κρίσης.
Πρώτα να ξεκαθαρίσουμε πως η νομοθεσία μας έως πρόσφατα τιμωρούσε τους εμπρησμούς κατά βάση ως πλημμελήματα και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ως κακουργήματα, κάτι που αποτυπώνεται και στις μηδενικές καταδίκες των εμπρηστών. Ομως και η Δικαιοσύνη λίγες φορές εξάντλησε τα όρια των δυνατοτήτων που έχει –έστω κι αν ο νόμος δεν ήταν αυστηρός– να προχωρήσει σε προσωρινές κρατήσεις εμπρηστών ή να στείλει στη φυλακή καταδικασθέντες για εμπρησμούς.
Η υπόθεση «Μάτι»
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα, πως για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, όπου ασκήθηκαν διώξεις σε αξιωματούχους των κρατικών υπηρεσιών (Πυροσβεστική, Πολιτική Προστασία κ/λπ.), αλλά και σε αυτοδιοικητικούς παράγοντες, η τιμωρία του πολίτη που έβαλε τη φωτιά, πριν οι φλόγες γιγαντωθούν και αφήσουν πίσω τους 102 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, πέρασε κάτω από τον πήχυ της ποινικής τιμωρίας και η υπόθεσή του πέρασε στα «ψιλά» και από δικαστικής πλευράς και από τα Μέσα Ενημέρωσης.
Τι μας λένε όμως τα επίσημα στοιχεία για την τιμωρία των εμπρηστών; Κάτι που πραγματικά είναι συγκλονιστικό. Οτι από τους 19.712 που διώχθηκαν ποινικά από το 2000 και μετά για εμπρησμούς είτε από αμέλεια είτε από πρόθεση, μόνον 564 καταδικάστηκαν. Ποσοστό που σοκάρει· μόλις 2,8%.
Το ποσοστό της καταδίκης για εκείνους που διώχθηκαν για εμπρησμό από πρόθεση είναι ακόμα χαμηλότερο, ήτοι 2,6%! Από τους 2.796 που ασκήθηκε εις βάρος τους ποινική δίωξη για εμπρησμό από πρόθεση, μόλις 74 στα είκοσι χρόνια που πέρασαν καταδικάστηκαν με διάφορες ποινές, ενώ ελάχιστοι από αυτούς πήγαν στη φυλακή.
Η εικόνα δεν είναι καλύτερη ούτε και για τους εμπρησμούς από αμέλεια, που είναι και οι περισσότεροι. Και εδώ τα ποσοστά καταδίκης κινούνται χαμηλά, σε επίπεδα της τάξεως του 6,5%. Δηλαδή από 7.463 διώξεις, οι καταδίκες είναι μόλις 490.
Νομοθετικές επιλογές
Τα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά καταδίκης που αποτυπώνουν με συγκλονιστικό τρόπο τη νομική και δικαστική αντιμετώπιση των εμπρησμών για δεκαετίες, χωρίς αμφιβολία είναι πρώτα αποτέλεσμα των νομοθετικών επιλογών που ακολουθήθηκαν, καθώς η κατηγορία του εμπρησμού –έτσι όπως ήταν ο νόμος– δύσκολα μπορούσε να σταθεί ως κακούργημα και να οδηγήσει τον δράστη στη φυλακή.
Ομως, ο νόμος που τώρα αναθεωρείται επί το αυστηρότερον από την κυβέρνηση –ενώ είχε ήδη αυστηροποιηθεί και το 2019 έως ένα σημείο– αποτύπωσε και την πολιτική και κοινωνική αντίληψη για τους δράστες των εμπρησμών, που πολλές φορές χάθηκε στα σύννεφα των γενικεύσεων και των ασαφειών.