Ακολουθεί η πρόταση που υποβάλαμε στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης για τις αλλαγές στο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας,
Αιτιολογικό:
-Το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας είναι αριθμητικά μη επαρκές ακόμα και ως προς την κύρια αποστολή του, που είναι η Αστυνόμευση. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια καταργήθηκαν χιλιάδες οργανικές θέσεις Αστυνομικών και οι προσλήψεις Αστυνομικών έχουν ουσιαστικά σταματήσει!
-Καθόσον η κύρια αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας είναι η Αστυνόμευση, επακόλουθο είναι καθημερινά το προσωπικό της να επιδίδεται σε εκατοντάδες συλλήψεις παραβατών του Νόμου. Με το ισχύον νομικό πλαίσιο για κάθε σύλληψη πολίτη, είναι υποχρεωτική και η αντίστοιχη μαρτυρία του Αστυνομικού υπαλλήλου που τον έχει συλλάβει. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται η μαρτυρία πολλών Αστυνομικών.
-Αποτέλεσμα είναι σε καθημερινή βάση να απασχολούνται εκτός των καθηκόντων του εκατοντάδες Αστυνομικοί σε μαρτυρικές καταθέσεις σε δίκες. Οι Αστυνομικοί αυτοί, προέρχονται από Υπηρεσίες που ασχολούνται κατ’ εξοχήν με το έργο της Αστυνόμευσης και με αυτόν τον τρόπο τους στερείται ο Έλληνας πολίτης!
[custom:google-ads]
-Υπολογίζεται ότι για μαρτυρίες σε δικαστήρια απασχολείται κατά μέσο όρο το 3% του Αστυνομικού προσωπικού των μάχιμων Αστυνομικών. Αν υπολογίσουμε το Αστυνομικό προσωπικό που καλείται να καλύψει την υπηρεσία που θα εκτελούσαν οι Αστυνομικοί που είναι μάρτυρες σε δίκες, αλλά και τις κατά περίπτωση αποζημιώσεις που λαμβάνουν αυτοί όταν οι εν λόγω δίκες είναι εκτός της έδρας των Υπηρεσιών τους, το χρηματικό κόστος για την Ελληνική Αστυνομία είναι τεράστιο.
-Το χρηματικό κόστος αυτό καλύπτεται από το Υπουργείο μας και στερεί από τον Έλληνα πολίτη, κονδύλια που θα χρησιμοποιούντο για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας.
Πρόταση:
Προτείνουμε όπως τα άρθρα 215 & 230 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιηθούν ως ακολούθως,
Άρθρο 215.- Εξέταση υπουργών, αρχιερέων και όσων δεν μπορούν να εμφανιστούν.
Ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι της Βουλής, ο πρωθυπουργός, οι αρχηγοί των αναγνωρισμένων κομμάτων της Βουλής, οι υπουργοί και οι αρχιερείς εξετάζονται κατά την προδικασία στην κατοικία τους. Το εδάφιο β του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως.
2. Στην κατοικία τους εξετάζονται οι μάρτυρες που λόγω ασθένειας ή γήρατος δεν μπορούν να εμφανιστούν, οπότε η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο, εφόσον η εμφάνισή τους στο ακροατήριο είναι ανέφικτη.
3. Αν η κατηγορία αφορά πλημμέλημα, δημόσιοι γενικά υπάλληλοι, Αστυνομικοί υπάλληλοι και υπάλληλοι σιδηροδρομικών, ατμοπλοϊκών και αεροπορικών επιχειρήσεων, οι οποίοι δεν κατοικούν στην έδρα του δικαστηρίου ή δεν είναι απαραίτητη η μαρτυρία τους, καθώς και ναυτικοί ναυτολογημένοι σε εμπορικά πλοία, δεν καλούνται να εμφανιστούν στο ακροατήριο. Ο εισαγγελέας και το δικαστήριο μπορούν να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν και μόνο η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας.
4. Μάρτυρες κρατούμενοι σε φυλακές και σε άλλα σωφρονιστικά καταστήματα τα οποία βρίσκονται έξω από την έδρα του δικαστηρίου δεν κλητεύονται στο ακροατήριο. Ο εισαγγελέας και το δικαστήριο μπορούν να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας, στην οποία θα αναφέρεται το είδος του επιδιδομένου εγγράφου και ο λόγος για τον οποίο αυτό επιδίδεται.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ: Έκλεψαν από τον Αλβανό πρόξενο 100 διαβατήρια στο κέντρο της Αθήνας
Άρθρο 230.- Αποζημίωση των μαρτύρων.
Οι μάρτυρες αποζημιώνονται για τα έξοδα της πορείας και της διαμονής τους, εκτός αν κατοικούν στον τόπο όπου βρίσκεται η αρχή ενώπιον της οποίας καλούνται να εμφανιστούν ή σε απόσταση έως πενήντα (50) χιλιομέτρων από αυτόν. Η αποζημίωση προσδιορίζεται από την αρχή που τους καλεί όταν εκδίδει την κλήση. Κάτω από την κλήση σημειώνονται με αριθμούς και ολογράφως τα χιλιόμετρα για την μετάβαση του μάρτυρα και τα δικαιώματα που πρέπει να του καταβληθούν για την πορεία και την αποζημίωση ημεραργιών σύμφωνα με τις διατάξεις της ποινικής διατίμησης. Ύστερα από την εξέταση του μάρτυρα, ή αν αυτή θεωρήθηκε περιττή και μετά τη διαπίστωση του γεγονότος, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή διευθύνει τη συζήτηση και που ενώπιων του κλήθηκε και εμφανίσθηκε ο μάρτυρας, αναγράφει κάτω από την πράξη προσδιορισμού των δικαιωμάτων τις λέξεις «θεωρήθηκε – εκτελεστή» και υπογράφει. Υπογράφει επίσης ο γραμματέας που ήταν παρών όταν εμφανίσθηκε ο μάρτυρας· στη συνέχεια η κλήση καταχωρίζεται από το γραμματέα στο βιβλίο που τηρεί γι` αυτό το σκοπό και παραδίδεται στο δικαιούχο, στον οποίο καταβάλλεται αμέσως το προσδιορισμένο ποσό από τον αρμόδιο για την πληρωμή υπάλληλο.
Η ανωτέρω αναφερόμενη διαδικασία εφαρμόζεται και για τους Αστυνομικούς Υπαλλήλους που καλούνται ως μάρτυρες για περιπτώσεις που έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Πηγή:enathess.gr