O αυτόπτης μάρτυρας (eyewitness) παίζει ένα κρίσιμο ρόλο σε ένα μεγάλο αριθμό ποινικών υποθέσεων ιδιαίτερα στις ληστείες και τους βιασμούς. Σε αυτές τις περιπτώσεις , η αναγνώριση ενός υπόπτου από έναν αυτόπτη μάρτυρα ή από μια ατομική κατάθεση σχετικά με το συμβάν ,συχνά αποτελούν το μοναδικό στοιχείο στο οποίο στηρίζονται οι αρχές για να ασκήσουν διώξεις. Μετά από έναν αιώνα ερευνών στο σχετικό πεδίο γνωρίζουμε πλέον ότι υπάρχουν αρκετά λάθη στις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων. Τρεις είναι οι κύριοι παράγοντες που ενοχοποιούνται για την προβληματική φύση αυτών των καταθέσεων.
1. Η εγγενής αναξιοπιστία που συχνά συνοδεύει την ανθρώπινη αντίληψη και μνήμη .Σύμφωνα με τα πορίσματα της Πειραματικής Ψυχολογίας η αντίληψη και η μνήμη δεν αποτελούν παθητικά συστήματα πρόσληψης, αποθήκευσης και επανάκτησης πληροφοριών, αλλά αντίθετα αποτελούν ενεργητικές διαδικασίες κατασκευής (construct) της πραγματικότητας. Οι άνθρωποι επιλεκτικά προσέχουν ορισμένα στοιχεία του περιβάλλοντος και κατόπιν αναπαριστούν τα συγκεκριμένα στοιχεία που έχουν αποθηκεύσει στην μνήμη τους. Αυτό σημαίνει ότι οι μνήμες που διατηρεί ένας μάρτυρας ενός συμβάντος μπορεί να επηρεαστούν από παράγοντες που εμφανίζονται όταν ένα έγκλημα διαπράττεται και καθίσταται αντικείμενο παρατήρησης.
2. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η ανθρώπινη “ευπάθεια” στις υποδείξεις. Αυτό σημαίνει ότι η έλλειψη αξιοπιστίας της αντίληψης και της μνήμης οφείλεται και στις οποίες εκτίθενται οι μάρτυρες στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του γεγονότος και της κατάθεσης στο δικαστήριο. (Π.χ οι πιέσεις από τις αστυνομικές και τις δικαστικές αρχές ,από τα ΜΜΕ ,από τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση ,από την “κοινή γνώμη” κλπ)
3. Ο τρίτος παράγοντας δεν έχει να κάνει με την αξιοπιστία του μάρτυρα αλλά με το ότι οι ένορκοι ,αλλά μερικές φορές ακόμη και οι δικαστές, δεν είναι ευαισθητοποιημένοι σε σχέση με την προβληματική γύρω από τις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δίνουν δυσανάλογο βάρος στα συγκεκριμένα στοιχεία που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των καταθέσεων. (Green & Loftus ,1984)
Όταν αναφερόμαστε σε εγκληματικές πράξεις στις οποίες ο θύτης και το θύμα είναι άγνωστοι μεταξύ τους , η διαδικασία της αναγνώρισης είναι επί της ουσίας μία δοκιμασία για την μνημονική ικανότητα του μάρτυρα. Η δοκιμασία αυτή μπορεί να βοηθήσει τις αρχές να ταυτοποιήσουν ένα ύποπτο ως δράστη του συγκεκριμένου εγκλήματος. (Steblay et al ,2003)
Οι ίδιοι ερευνητές τονίζουν ιδιαίτερα ορισμένους δύο παράγοντες που επιδρούν στις διαδικασίες αναγνώρισης:
1. H παρεμβολή του ντυσίματος (clothing bias). Oι προσαγωγές υπόπτων εκ μέρους της αστυνομίας στηρίζονται κατά βάση στα ρούχα που φορούσαν και τα οποία έμοιαζαν με αυτά του δράστη, όπως αυτό προκύπτει από τις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων.
2. Η εγγύτητα του υπόπτου στον τόπο του εγκλήματος . Ως αποτέλεσμα οι ύποπτοι θα φορούν παρόμοια ρούχα με αυτά που φορούσε εκείνος που διέπραξε το έγκλημα, ενώ θα κινούνται εγγύς του σημείου που διαπράχτηκε το έγκλημα. Το γεγονός ότι η αναγνώριση (show up) γίνεται συνήθως σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το έγκλημα ,πιθανά θα βοηθήσει τον μάρτυρα να πεισθεί ότι είναι μάλλον είναι απίθανο ο ύποπτος να είναι αθώος. ”Πόσοι άνθρωποι θα βρίσκονται στην περιοχή ,θα μοιάζουν με τον εγκληματία και θα φορούν ρούχα που μοιάζουν με τα δικά του ;” (Stebley etal ,2003)
Τα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την διαδικασία της αναγνώρισης
Ένα μεγάλο πλήθος μεταβλητών έχουν μελετηθεί σε σχέση με τις παραμέτρους που επηρεάζουν τις αποφάνσεις των αυτόπτων μαρτύρων. Οι Wells & Olson (2003) στην ανασκόπηση τους κατατάσσουν αυτές τις μεταβλητές σε τέσσερις κατηγορίες που σχετίζονται με:
1. Τα χαρακτηριστικά του δράστη.
2. Τα χαρακτηριστικά του συμβάντος.
3. Τα χαρακτηριστικά της κατάθεσης.
4. Τα χαρακτηριστικά αυτών που παίρνουν την κατάθεση.
Για τις ανάγκες της δική μας εργασία θα περιοριστούμε στα χαρακτηριστικά του μάρτυρα ,όπως αυτά προκύπτουν από την εργασία των Wells & Olson ,και συνοπτικά θα αναφέρουμε ότι:
1. To φύλο του μάρτυρα, παρ όλες τις σχετικές διαφοροποιήσεις , δεν φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στη συνολική ικανότητα αναγνώρισης.
2. Η ηλικία αντίθετα παίζει σημαντικό ρόλο στην ικανότητα αναγνώρισης. Τα μικρά παιδιά και οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας αναγνωρίζουν σημαντικά χειρότερα σε σχέση με τους νεαρούς ενήλικες. Τα παιδιά είναι πιθανότερο να υποπέσουν στο σφάλμα της λανθασμένης αναγνώρισης γιατί είναι πολύ πιο ευάλωτα στις κοινωνικές πιέσεις σε σχέση με τους ενήλικες. (Lindsay & Pozzulo, 1999)
3. Λίγα πράγματα έχουν μελετηθεί για τη συσχέτιση μεταξύ ευφυΐας και ικανότητας αναγνώρισης ,ενώ συχνά οι ερευνητές καταλήξανε σε αντιφατικά συμπεράσματα.
4. Σχετικά με την ικανότητα αναγνώρισης και την εθνοτική υπαγωγή ή την φυλή (race) ισχύει ότι τα άτομα γενικά αναγνωρίζουν καλύτερα υπόπτους που ανήκουν στην ίδια φυλή ή εθνοτική ομάδα.
Την στιγμή που ένας αυτόπτης μάρτυρας κοιτάει προς μια σειρά υπόπτων και αναγνωρίζει κάποιον ως δράστη ,επί της ουσίας αποφασίζει για την άσκηση ποινικής δίωξης για τον συγκεκριμένο ύποπτο. Η επιστημονική μελέτη αυτών των μαρτυρικών αποφάνσεων υπήρξε κατά γενική ομολογία ένας από τους πιο επιτυχημένους τομείς της εφαρμοσμένης Ψυχολογίας. Παρότι όμως η μελέτη των διαδικασιών αναγνώρισης υπήρξε εκτενής ,υπάρχει αναντίρρητη ανάγκη για περαιτέρω έρευνα ,στο βαθμό που κάθε λαθεμένη αναγνώριση ενός υπόπτου ως δράστη ενός εγκλήματος δύναται να είναι καταδικαστική για κάποιον αθώο.
Η κατάθεση ενός μάρτυρα που λέει : “Αυτός είναι ο άνθρωπος που τράβηξε το όπλο και πυροβόλησε”, προσφέρει ένα καθοριστικό στοιχείο (direct evidence) που συνδέει απευθείας τον ύποπτο με το δράστη του εγκλήματος. Αντίθετα τα φυσικά στοιχεία (physical evidence) όπως είναι τα δακτυλικά αποτυπώματα υποδεικνύουν ότι ο δράστης ήρθε σε επαφή με το συγκεκριμένο όπλο σε άγνωστο χρόνο , ο οποίος πιθανά καμία σχέση δεν έχει με την τέλεση του εγκλήματος. Oι Wells et al (1998), παρουσιάζουν σαράντα περιπτώσεις αθώων οι οποίοι έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα που ποτέ δεν διέπραξαν. Πέρασαν αρκετά χρόνια ώσπου να δικαιωθούν μέσω της χρησιμοποίησης των DNA test στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα. Το εντυπωσιακό είναι ότι από τις σαράντα αυτές υποθέσεις στις τριάντα έξι (90%) υπάρχει εμπλοκή λαθεμένης αναγνώρισης από αυτόπτη μάρτυρα ,ενώ σε μία περίπτωση οι μάρτυρες που λαθεμένα αναγνώρισαν τον δράστη ήταν πέντε.
(Wells et al ,1998)
Αναδημοσίευση αποσπάσματος από εργασία με τίτλο: Οι αποφάνσεις των αυτοπτών μαρτύρων σε πειραματικά υποδείγματα ταυτόχρονης ή σε αλληλουχία παρουσίασης σειράς ερεθισμάτων
Επιμέλεια Εργασίας / Παρουσίασης
Μπλέτσος Κωνσταντίνος
ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ