Παρατείνεται η αγωνία για την τύχη του 61χρονου Αρχαγγελίτη Κωνσταντίνου Οίκουτα του Ευριπίδη, ψαροντουφεκά, που αγνοείται από την 28η Αυγούστου 2012 και που φέρεται, σύμφωνα με οικείους του αλλά και με πρόταση που εισήγαγε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου η Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου κ. Μαρία Σοφία Βαΐτση, να δολοφονήθηκε από έναν 42χρονο Αλβανό.
Το Δικαστικό Συμβούλιο, που μελέτησε την δικογραφία που σχηματίστηκε, αποφάσισε να παύσει προσωρινά την ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, καθώς έκρινε ότι υφίστανται μεν ενδείξεις, αλλά αυτές δεν είναι ικανές να τον οδηγήσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Θυμίζουμε ότι η χήρα και ο γιός του 61χρονου Αρχαγγελίτη έχουν ήδη δηλώσει, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους κ. Στέλιου Αλεξανδρή, παράσταση πολιτικής αγωγής με υπόμνημά τους.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου, περιγράφει το ιστορικό της υπόθεσης ως εξής:
Ο κατηγορούμενος, το μεσημέρι της 28ης Αυγούστου 2012, μετέβη μαζί με τον Κωνσταντίνο Οίκουτα στη θαλάσσια περιοχή του Πρασονησίου για υποβρύχια αλιεία, δραστηριότητα που συνήθιζαν ν’ ασκούν παρέα, καθώς συνδέονταν μεταξύ τους (πέραν των επαγγελματικών) με στενές φιλικές σχέσεις.
Η σύζυγος του Κωνσταντίνου Οίκουτα κατέθεσε προανακριτικά ότι, όταν ο σύζυγος της έφυγε από την οικία τους για να μεταβεί στο Πρασονήσι, της εκμυστηρεύτηκε ότι μαζί τους θα πήγαιναν για ψάρεμα και δύο φίλοι του κατηγορουμένου, υπήκοοι Αλβανίας.
Μάλιστα, επειδή, όπως της δήλωσε, δεν τους εμπιστευόταν, της άφησε μία επαγγελματική κάρτα του και κάποια χρήματα που έφερε επάνω του.
Ο κατηγορούμενος, πάντως, ενώ αρχικά παραδέχτηκε ότι θα τους συνόδευαν για ψάρεμα και δύο φίλοι του, απολογούμενος, ενώπιον του Ανακριτή, το αρνήθηκε.
Φτάνοντας στο Πρασονήσι, οι δύο φίλοι ξεκίνησαν το ψάρεμα και υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο Κωνσταντίνος Οίκουτας εξαφανίστηκε, έκτοτε δε η τύχη του αγνοείται, καθώς ουδέποτε επέστρεψε στο σπίτι του ούτε τον είδε ή επικοινώνησε οποιοσδήποτε μαζί του.
Ο κατηγορούμενος φέρεται να είναι ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε πριν την εξαφάνισή του. Περιγράφοντας (εκουσίως) στους συγγενείς του αγνοούμενου τα περιστατικά που έλαβαν χώρα εκείνο το απόγευμα, ισχυρίστηκε ότι, κατά τη διάρκεια του ψαρέματος, κι ενώ αμφότεροι περπατούσαν αντικριστά μέσα στη θάλασσα, με τη στάθμη του νερού ν’ ανέρχεται στα γόνατα του Κωνσταντίνου Οίκουτα και στο στήθος του ίδιου (κατά τις διηγήσεις του κατηγορουμένου, ο Κωνσταντίνος Οίκουτας, όντας περισσότερο έμπειρος, προπορευόταν αυτού, ευρισκόμενος σε απόσταση περίπου πενήντα μέτρων μακριά του), ο ίδιος (κατηγορούμενος) κτυπήθηκε από υποθαλάσσιο ρεύμα, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του, να πέσει στη θάλασσα, να παρασυρθεί αρκετά μέτρα στο εσωτερικό της και ν’ απομακρυνθεί έτσι από το φίλο του, χάνοντας έκτοτε και τα ίχνη του.
Ισχυρίστηκε παραπέρα ότι κάλεσε σε βοήθεια, ώσπου άκουσε τις εκκλήσεις του μια κοπέλα (σέρφερ), που ειδοποίησε Πολωνό ναυαγοσώστη, ο οποίος τελικά τον περισυνέλεξε.
Ωστόσο, ο ως άνω ναυαγοσώστης, εξεταζόμενος προανακριτικά, διέψευσε ότι ο κατηγορούμενος καλούσε για βοήθεια, κατέθεσε δε ότι ο ίδιος, έχοντας προστρέξει να βοηθήσει με τη λέμβο του μια οικογένεια Ρώσων κολυμβητών, εντόπισε τον κατηγορούμενο να κολυμπάει, χωρίς βατραχοπέδιλα, κι επειδή αφενός φαινόταν κουρασμένος κι αφετέρου στην περιοχή έπνεαν ισχυροί άνεμοι εντάσεως περίπου 9 μποφόρ, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει κι αυτός δέχθηκε.
Επίσης, κατέθεσε κατηγορηματικά ότι ο Αλβανός ουδέποτε τον ενημέρωσε ότι υπήρχε κι άλλο άτομο μαζί του, ώστε να το αναζητήσει (ο κατηγορούμενος, πάντως, ισχυρίστηκε ότι όντως δεν ανέφερε την ύπαρξη του Κωνσταντίνου Οίκουτα, καθώς θεωρούσε ότι αυτός θα είχε ήδη βγει στη στεριά) ούτε, πάντως, και ο ίδιος αντιλήφθηκε κάποιο άλλο άτομο με καταδυτική στολή στην περιοχή.
Εξάλλου, σ’ επικοινωνία που είχε με την αδελφή του αγνοούμενου, λίγες ημέρες μετά το περιστατικό, ο ίδιος ως άνω μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε καλή κατάσταση και δεν φαινόταν αναστατωμένος, αντίθετα με όσα ισχυρίστηκε ο ίδιος, ήτοι ότι, κατά τη στιγμή της διάσωσής του, ήταν αδύναμος και πανικοβλημένος.
Περαιτέρω, προέκυψε ότι, όταν ο κατηγορούμενος βγήκε στη στεριά, αφού άλλαξε τα ρούχα του, κατευθύνθηκε σε παρακείμενο εστιατόριο.
Σ’ ερώτηση της ιδιοκτήτριας του εστιατορίου σχετικά με τον Κωνσταντίνο Οίκουτα, ο κατηγορούμενος της απάντησε ότι δεν γνώριζε πού βρισκόταν, καθώς τον είχε χάσει από το οπτικό του πεδίο κατά τη διάρκεια του ψαρέματος και δεν τον είχε δει έκτοτε. Τότε αυτή τον προέτρεψε να επικοινωνήσει με το γαμπρό της, που είχε σχολή σέρφινγκ στην παραλία, προκειμένου ν’ αναζητήσει με φουσκωτό σκάφος τον αγνοούμενο φίλο του, όπως κι έγινε.
Ο κατηγορούμενος, ωστόσο, δεν συμμετείχε και ο ίδιος στη σχετική έρευνα ούτε παρέμεινε στην παραλία για να παρακολουθήσει την πορεία της, αλλά επέστρεψε στο εστιατόριο, από όπου επικοινώνησε με την οικογένειά του, προκειμένου να τους ενημερώσει για το τι είχε συμβεί. Παράλληλα, ο σύζυγος της ιδιοκτήτριας του εστιατορίου επικοινώνησε με τον υιό του Κωνσταντίνου Οίκουτα, ο οποίος έσπευσε στην περιοχή μαζί τη μητέρα του-σύζυγο του αγνοούμενου.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ειδοποίησε το κεντρικό Λιμεναρχείο Ρόδου για την εξαφάνιση του φίλου του περί ώρα 21.40 και, μάλιστα, μετά από προτροπές και παραινέσεις της ιδιοκτήτριας του εστιατορίου (να σημειωθεί, εν προκειμένω, ότι τόσο ο Πολωνός ναυαγοσώστης όσο και η ως ιδιοκτήτρια του εστιατορίου ισχυρίστηκαν ότι ο κατηγορούμενος είχε βγει από τη θάλασσα περί ώρα 17.30-18.00 και όχι αργότερα, όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος), ήτοι ώρες μετά τη δική του διάσωση κι ενώ, αφενός μεν ο ίδιος είχε κινδυνεύσει, όπως ισχυρίστηκε, να πνιγεί, αφετέρου δε στην περιοχή έπνεαν ισχυροί άνεμοι, γεγονός που καθιστούσε επισφαλή τη σωματική ακεραιότητα του φίλου του, εφόσον αυτός βρισκόταν ακόμη στη θάλασσα.
Τελικώς, παρά τις προσπάθειες των αρμόδιων αρχών, αλλά και ιδιωτών που συνέδραμαν στην ανεύρεση του αγνοούμενου, δεν κατέστη,-έως σήμερα, εφικτός ο εντοπισμός του.
Περαιτέρω, προέκυψε ότι την 29η Αυγούστου 2012, ήτοι την επομένη της εξαφάνισης του Κωνσταντίνου Οίκουτα, επαγγελματίας δύτης, κάνοντας κατάδυση στην ανωτέρω θαλάσσια περιοχή, εντόπισε στη θάλασσα και ανέσυρε από βάθος 4 περίπου μέτρων ένα υποβρύχιο τυφέκιο (ψαροντούφεκο), το οποίο είχε ένα άγκιστρο, το λεγόμενο «κλέφτη», σπασμένο.
Το εξάρτημα αυτό εντοπίστηκε μέσα στην τσάντα του κατηγορουμένου. Ο τελευταίος αρχικά είχε ισχυριστεί ότι το ψαροντούφεκο που βρέθηκε μέσα στη θάλασσα ήταν του Κωνσταντίνου Οίκουτα, αργότερα, ωστόσο, υποστήριξε ότι το ψαροντούφεκο ήταν δικό του, αλλά εκείνη την ημέρα το είχε δανείσει στο φίλο του.
Να σημειωθεί, πάντως, ότι η σύζυγος του Κωνσταντίνου Οίκουτα κατέθεσε προανακριτικά ότι ο τελευταίος, φεύγοντας από την οικία του, είχε πάρει μαζί του το δικό του εξοπλισμό για το ψάρεμα.
Οι συγγενείς του αγνοούμενου εντοπίζουν το κίνητρο του κατηγορουμένου για τη δολοφονία του Κωνσταντίνου Οίκουτα αφενός μεν στις φήμες που υπήρχαν ότι ο τελευταίος διατηρούσε ερωτική σχέση με τη σύζυγο του κατηγορουμένου, αφετέρου δε (και κυρίως) στο γεγονός ότι ο αγνοούμενος γνώριζε για τη συμμετοχή του κατηγορουμένου (και άλλων συγγενών του) σε κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, κάτι που ίσως προκαλούσε σ’ αυτούς ανασφάλεια για το ενδεχόμενο αποκάλυψης τους.
Το Δικαστικό Συμβούλιο είναι πάντως κατηγορηματικό ότι, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψαν ως αληθή τα γεγονότα αυτά.
Καθιστά επιπλέον σαφές ότι από τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν και, κυρίως, από τις αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε ο κατηγορούμενος, τη μερική διάψευση των ισχυρισμών του από τους μάρτυρες και την καθυστέρηση ενημέρωσης των αρμόδιων αρχών για την ανεύρεση του αγνοούμενου φίλου του, δεδομένων και των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή, συνάγεται ότι προέκυψαν ορισμένες ενδείξεις ενοχής για την αποδιδόμενη σε βάρος του πράξη.
Ωστόσο, όπως τονίζεται στο βούλευμα, οι ενδείξεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου, πολλώ μάλλον εφόσον μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί το πτώμα του αγνοούμενου Κωνσταντίνου Οίκουτα, ώστε, από το σημείο εντοπισμού του, την εξέταση του και τα τυχόν λοιπά ευρήματα να μπορεί να διακριβωθεί ότι πρόκειται πράγματι για εγκληματική ενέργεια και να μπορεί να συναχθεί ο τρόπος με τον οποίο αυτή τελέστηκε. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, όπως επισημαίνεται, η πιθανότητα οι ανωτέρω ασθενείς ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου να ενισχυθούν στο μέλλον με νέα στοιχεία και να μετατραπούν, έτσι, σε σοβαρές και επαρκείς, που να δικαιολογούν και να επιβάλλουν την παραπομπή του στο ακροατήριο.
Πηγή: