Η Ελλάδα, εξαίρεση στον ανεπτυγμένο κόσμο, έχει συστηματικό πρόβλημα δημόσιας τάξης.
Επί των κυβερνητικών ημερών της παιδαριώδους αριστεράς το πρόβλημα οξύνθηκε, αλλά δεν είναι καινούργιο. Αν μέχρι το 1974 είχαμε μία συστηματικά εκφοβιστική, αυθαίρετη, και ενίοτε παρακρατική αστυνομία, μετά το 1974 έχουμε μια αστυνομία φοβική, υποχείριο των πολιτικάντηδων, ανίκανη να εγγυηθεί την ευταξία. Το φαινόμενο δεν παρήχθη τυχαία.
[custom:google-ads]
Η αστυνόμευση μιας δημοκρατικής κοινωνίας είναι πάντοτε ένα δύσκολο επίτευγμα. Ενώ η δημοκρατία είναι το κατ’ εξοχήν πολίτευμα του λόγου και της πειθούς, η δημόσια τάξη στηρίζεται στην απειλή κυρώσεων και, σε τελική ανάλυση, την απειλή νόμιμης βίας. Οπως συμβαίνει στο κράτος δικαίου, έχουμε μονοπωλιακά αναθέσει τη νόμιμη βία, με αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις λογοδοσίας, στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους. Ο τρόπος που ασκείται αποτυπώνει την κουλτούρα αστυνόμευσης σε μια χώρα.
Αποθράσυνση
Στην Ελλάδα, μετά την πτώση της δικτατορίας, ιδιαίτερα δε μετά το 1981, επήλθε βαθμιαία μια ανασημασιοδότηση κρίσιμων εννοιών. Στην προσπάθεια να ξορκισθεί η (προ)δικτατορική βία του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού, αφενός αμφισβητήθηκε de facto η αναγκαιότητα της νόμιμης βίας του κράτους, αφετέρου επικράτησε η αντίληψη ότι η βίαιη δράση «συλλογικοτήτων» συνιστά «πολιτικό ακτιβισμό», η κατάληψη υπουργείου «ανυπακοή», και οι νομικοί περιορισμοί «αυθαιρεσία». Το πρόβλημα της δημόσιας τάξης είναι τόσο βαθύ, όσο στέρεη είναι η ηγεμονία αυτών των αντιλήψεων στη λειτουργία των θεσμών. Πρόκειται, ίσως, για τη σημαντικότερη επιτυχία της ευρείας αριστεράς μεταπολιτευτικά. Σε τι συνοψίζεται το κυρίαρχο δόγμα δημόσιας τάξης; Κατευνασμός. Οι κυβερνήσεις επιδιώκουν να αποφεύγουν με κάθε κόστος τις πολιτικές ταραχές. Τι κάνουν συνήθως; Καλοπιάνουν τους ταραξίες, διαπραγματεύονται μαζί τους, κάνουν εκκλήσεις καλής συμπεριφοράς και ελπίζουν, αφελώς, ότι θα εισακουσθούν. Διαχρονικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, υπουργοί Δημόσιας Τάξης διετέλεσαν φαιδρά ή/και ανεπαρκή άτομα, των οποίων η κύρια μέριμνα δεν ήταν τόσο η προστασία της δημόσιας τάξης, όσο η προσωπική πολιτική προβολή. Εξέλαβαν τον ρόλο τους κυρίως ως σχολιαστή, σχεδόν ποτέ ως κυβερνήτη. Τα παραδείγματα είναι πολλά, διακομματικά, και διαχρονικά.
Ο κ. Πολύδωρας, υπουργός Δημόσιας Τάξης το 2007, είχε πει για τη βία των αντιεξουσιαστών στα Εξάρχεια: «Παιδιά μας είναι και αυτοί. […] Στρέφεται και σε αυτούς η σκέψη και η προσοχή μας». Ο κ. Παπουτσής, υπουργός Δημόσιας Τάξης το 2011, δικαιολογώντας την παθητικότητα της αστυνομίας έναντι νεαρών ταραξιών, δήλωσε συμπονετικά: «Προτιμώ σπασμένο μάρμαρο παρά σπασμένο κεφάλι, είτε παιδιού 13 χρονών είτε αστυνομικού». Ο κ. Πανούσης, αναπληρωτής υπουργός Δημόσιας Τάξης το 2015, σχολιάζοντας (φυσικά!) τις καταστροφές στη Νομική Αθηνών, παρατήρησε έμπλεος ανθρωπισμού: «Προφανώς [πρέπει να υπάρχει αστυνόμευση] και υπεράσπιση της περιουσίας. Το σέβομαι, αλλά εφόσον γίνεται η στάθμιση ανάμεσα σε αυτό, στα δύο ανοιχτά κεφάλια ή σε έναν νεκρό, με συγχωρείτε, αλλά εγώ πρέπει να φροντίσω να μη σκοτωθεί κανένας». Κάτι παρόμοιο έγραψε πρόσφατα στο κενολογικό πόρισμά της και η Επιτροπή Παρασκευόπουλου. Η «κατευναστική» πολυφωνία ενισχύθηκε με την αρμόδια υπουργό κ. Παπακώστα να δικαιολογεί την εξακρίβωση στοιχείων αστυνομικών από μέλη του «Ρουβίκωνα»! Αν δεν σέβεσαι τον ρόλο σου, όλα επιτρέπονται.
Διαβάστε την συνέχεια του άρθρου στο kathimerini.gr
[custom:google-ads]