Το «Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών Κοργιαλένειο-Μπενάκειο» δεν διέγνωσε εγκαίρως τον εγκεφαλικό τραυματισμό ασθενούς από τροχαίο ατύχημα, αλλά ούτε έλαβε όλα τα ενδεδειγμένα αναγκαία μέτρα για τον «βαρύ πολυτραυματία» κατά την μεταφορά από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, με συνέπεια να επέλθει ο θάνατος του.
Έτσι, το Συμβούλιο της Επικρατείας υποχρέωσε το επίμαχο νοσοκομείο να καταβάλλει το ποσό των 165.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχής οδύνης στους γονείς και τον αδελφό του άτυχου Β.Σ. ο οποίος τον Αύγουστο του 1997 τραυματίστηκε σε τροχαίο.
Στην διασταύρωση των οδών Γ’ Σεπτεμβρίου και Μάρνης ο Β.Σ. οδηγώντας την μοτοσικλέτα του συγκρούστηκε πλευρικά με διερχόμενο ταξί.
Αμέσως μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Κοργιαλένειο νοσοκομείο όπου οι αξονικές τομογραφίες δεν έδειξαν την ύπαρξη προβλήματος στον εγκέφαλο.
Αντίθετα, οι εξετάσεις έδειξαν την ύπαρξη κατάγματος σε έναν σπόνδυλο που δημιουργούσε παραπληγία, θλαστικό τραύμα στην μύτη, κ.λπ.
Επίσης, διαπιστώθηκε κρανιοεγκεφαλική κάκωση ελαφριάς μορφής, ενώ ο ασθενής δεν είχε απώλεια συνειδήσεως και δεν βρέθηκε αιμάτωμα στον εγκέφαλο.
Ο τραυματίας χωρίς την συνοδεία γιατρού μεταφέρθηκε στο κέντρο αξονικής τομογραφίας «΄Εγκέφαλος» στο Χαλάνδρι και υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου.
Στην συνέχεια και πάλι χωρίς συνοδεία γιατρού επέστρεψε στο Κοργιαλένειο νοσοκομείο, όπου αποφασίστηκε η μεταφορά του στο ΚΑΤ προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κάταγμα στην σπονδυλική στήλη.
Πράγματι με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ χωρίς την συνοδεία γιατρού αναισθησιολόγου μεταφέρθηκε στο ΚΑΤ.
Όμως, στην γνωμάτευσή του ΚΑΤ η οποία υπογράφεται από τον καθηγητή της ορθοπεδικής του Πανεπιστημίου Αθηνών αναγράφεται χαρακτηριστικά:
«Ο τραυματίας προσκομίσθηκε σε κωματώδη κατάσταση με άμφω μυδριάση χωρίς συνοδεία γιατρού και χωρίς διασωλήνωση και ευρίσκετο σε κωματώδη κατάσταση εμφανίζων εργώδη αναπνοή και μυδρίαση άμφω.
Εκ του υπάρχοντος ακτινολογικού ελέγχου διεπιστώθη εκρηκτικό κάταγμα Θ4, εξάρθρημα Θ5. Διασωληνώθηκε αμέσως από τον αναισθησιολόγο και παρά τις προσπάθειες του καρδιολόγου και των ορθοπεδικών ο ασθενής κατέληξε παρά τις προσπάθειες».
Στην συνέχεια η ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομίας αναφέρει: «Ο εγκέφαλος εμφανίζει διάχυτη υπαραχνοειδή αιμορραγία» και ως αιτία θανάτου αναφέρεται: «Κακώσεις σπονδυλικής στήλης, θώρακος συνεπεία τροχαίου ατυχήματος».
Οι συγγενείς προσέφυγαν στην Δικαιοσύνη υποστηρίζοντας ότι ο θάνατος του παιδιού και αδελφού τους δεν οφείλεται στις κακώσεις της σπονδυλικής στήλης, αλλά στην διάχυτη υπαραχνοειδή αιμορραγία για την οποία ευθύνονται οι γιατροί του Κοργιαλένειου νοσοκομείου.
Και αυτό γιατί δεν έλαβαν μέτρα έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης, ενώ πραγματοποίησαν συνεχόμενες διακομιδές του ασθενούς χωρίς την λήψη των κατάλληλων μέτρων ιατρικής φροντίδας και υποστήριξης του ασθενούς, όπως είναι η πρόσδεση του στο φορείο, η τοποθέτηση κολάρου, συνοδεία γιατρού αναισθησιολόγου, κ.λπ.
Μάλιστα, προσκόμισαν γνωμάτευση Πανεπιστημιακού γιατρού που ανέφερε ως πιθανή αιτία θανάτου «την εγκεφαλική κάκωση, παρά τα κατάγματα του σπονδύλου».
Με προδικαστική απόφαση ορίστηκαν δύο πραγματογνώμονες προκειμένου ξεκαθαρίσουν αν η αιτία θανάτου ήταν τα κατάγματα στην σπονδυλική στήλη ή διάχυτη υπαραχνοειδής εγκεφαλική αιμορραγία και αν επιτρεπόταν η μετακίνηση του τραυματία και κάτω από ποιες συνθήκες.
Σύμφωνα με τους πραγματογνώμονες η μεταφορά σε άλλα νοσοκομεία έπρεπε να είχε γίνει με την λήψη των αναγκαίων μέτρων (τοποθέτηση ιμάντων, κ.λπ.) και με την συνοδεία γιατρού αναισθησιολόγου.
Επίσης, συγκλίνουν ότι αιτία θανάτου ήταν ή διάχυτη υπαραχνοειδής εγκεφαλική αιμορραγία και όχι τα κατάγματα στην σπονδυλική στήλη.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι αιτία θανάτου ήταν η διάχυτη υπαραχνοειδής αιμορραγία, την οποία «οι γιατροί του επίμαχου νοσοκομείου δεν κατάφεραν να διαγνώσουν και αξιολογήσουν ως ουσιώδη την εγκεφαλική βλάβη που ο ασθενής είχε υποστεί και αποδεικνύεται και από την ιατροδικαστική έκθεση, έκριναν δε τη δεύτερη κατά σειρά μεταφορά του στο ΚΑΤ, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κάκωση της σπονδυλικής στήλες παραβλέποντας με αυτό τον τρόπο τη διερεύνηση και αντιμετώπιση της πιο επικίνδυνης για τη ζωή του ασθενούς θανατηφόρου αιτίας (διάχυτη υπαραχνοειδής αιμορραγία).
Ακόμη, κρίθηκε από τους δικαστές ότι οι υπεύθυνοι του επίμαχου νοσοκομείου «έλαβαν πλημμελή μέτρα κατά την μεταφορά του ασθενούς, δηλαδή φρόντισαν για την ακινητοποίηση του μέσα στο ασθενοφόρο», και ενώ «ο ασθενής παρουσίαζε συμπτώματα σύγχυσης επέτρεψαν την μετακίνησή του χωρίς την παρουσία γιατρού-αναισθησιολόγου, ο οποίος είχε την δυνατότητα να αποτρέψει τον θάνατο του με διασωλήν
Το επίμαχο νοσοκομείο άσκησε αναίρεση στο Εφετείο. Το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο συνταυτίστηκε με το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι την διάχυτη υπαραχνοειδής αιμορραγία έπρεπε να την είχαν διαγνώσει οι γιατροί του εν λόγω νοσοκομείου «καταβάλλοντας την αρμόζουσα επιμέλεια σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και να είχαν προσπαθήσει να την αντιμετωπίσουν πριν αποφασίσουν για την μεταφορά του ασθενούς στο ΚΑΤ».
Επαναλαμβάνει επίσης το Εφετείο την παράλειψη του νοσοκομείου να συνοδεύει στο ασθενοφόρο τον ασθενή γιατρός.
Έτσι κρίθηκε ότι οι γιατροί του επίμαχου νοσοκομείου «δεν ενήργησαν όπως επιβαλλόταν από τους θεμελιώσεις κανόνες της ιατρικής επιστήμης και το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλεια και συνετέλεσαν στον θάνατο του τραυματία».
Το νοσοκομείο έφτασε και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς του, επικυρώνοντας την Εφετειακή απόφαση.
protothema.gr