Τις επιπτώσεις της υπογεννητικότητας και του αρνητικού ισοζυγίου μετανάστευσης στη χώρα μας αναδεικνύει έρευνα της Ελληνικής Γεροντολογικής και Γηριατρικής Εταιρείας με αφορμή την παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας "Καθημερινή" , για τα επόμενα 30 χρόνια προδιαγράφεται για τη χώρα μας ένα ζοφερό μέλλον, όπου τα παιδιά και οι έφηβοι δεν θα ξεπερνούν το 12% του πληθυσμού, η μέση ηλικία των κατοίκων θα αγγίζει τα 50 έτη και οι οικονομικά ενεργοί πολίτες θα είναι στην καλύτερη περίπτωση 3,7 εκατομμύρια.
Η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία καταγράφουν τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων στην Ευρώπη (9 τοις χιλίοις) μετά τη Γερμανία και την Πορτογαλία (8,4 και 8,5 τις χιλίοις αντίστοιχα). Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ο μέσος όρος ολικής γονιμότητας , δηλαδή παιδιών ανά ζεύγος, είναι σταθερά στο 1,26 όταν για να διατηρηθεί αμετάβλητος ο πληθυσμός θα πρέπει να είναι πάνω από 2,1.
[custom:google-ads]
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το 2050 ο πληθυσμός δεν θα ξεπερνάει - με τις αισιόδοξες προβλέψεις- τα 10 εκατομμύρια ή - με βάση το κακό σενάριο- τα 8,3 εκατομμύρια. Ο πληθυσμός των παιδιών ηλικίας 3 έως 17 ετών θα μειωθεί από 1,6 εκατομμύριο που είναι σήμερα, στο 1-1,4 εκατομμύριο το 2050. Το 2020 ένα στα επτά παιδιά που θα γεννηθούν στην Ελλάδα θα έχουν έναν τουλάχιστον αλλοδαπό γονιό.
Παράλληλα, ο εν δυνάμει οικονομικός ενεργός πληθυσμός στη χώρα θα μειωθεί από 7 εκατομμύρια που ήταν το 2015 σε 4,8 - 5,5 εκατομμύρια το 2050, ενώ ο πραγματικά ενεργός πληθυσμός δεν θα ξεπερνά τα 3,7 εκατομμύρια.
Επίσης, υπολογίζεται ότι το 2050 τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών θα αποτελούν το ένα τρίτο του πληθυσμού, ενώ, αντίθετα, τα άτομα ηλικίας έως 14 ετών θα είναι το 10-12% του πληθυσμού,