Η πρώτη γυναίκα στρατηγός της Ελληνικής Αστυνομίας Ζαχαρούλα Τσιριγώτη μιλά στο Crime Τimes για την Ελληνική Αστυνομία, τη θέση των γυναικών σε αυτήν, την πανεπιστημιακή αστυνομία, την εκπαίδευση των αστυνομικών και το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα. Είναι η γυναίκα που η Ελληνική Πολιτεία τίμησε για την απόδοση και τη δραστηριότητά της, κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής και επαγγελματικής της καριέρας, με την απονομή επαίνων και με τα Παράσημα των Ταγμάτων Αριστείας του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής και του Φοίνικα, του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα, οι Χρυσοί Σταυροί του Τάγματος της Τιμής και του Φοίνικα, τα Μετάλλια Αστυνομικής Αξίας Α’, Β΄ & Γ΄ Τάξεως, καθώς και οι Διαμνημονεύσεις Αξίας και Τιμής Α’ μετά του αντιστοίχου Αστέρα, Β’ και Γ’ Τάξεως, Ευδοκίμου Διοικήσεως Α’ και Γ’ Τάξεως, και Ευδοκίμου Επιτελικής Υπηρεσίας Α’ Τάξεως. Τιμήθηκε, επίσης, με το Χρυσό Μετάλλιο Εσωτερικής Ασφάλειας (Médaille de la sécurité intérieure) της Γαλλικής Δημοκρατίας σε ειδική εκδήλωση που διοργανώθηκε στη Γαλλική Πρεσβεία στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 2017. Αποστρατεύτηκε την 22 Ιουλίου 2019 με τον βαθμό που κατείχε (Αντιστράτηγος) και της απονεμήθηκε ο τίτλος του Επίτιμου Γενικού Επιθεωρητή Αστυνομίας Αλλοδαπών και Προστασίας Συνόρων.
Η Ζαχαρούλα Τσιριγώτη διετέλεσε Αντιστράτηγος -Γενική Επιθεωρήτρια Αστυνομίας Αλλοδαπών και Προστασίας Συνόρων, Προϊσταμένη Επιτελείου ΕΛ.ΑΣ., Υποστράτηγος, Προϊσταμένη Κλάδου Αλλοδαπών και Προστασίας Συνόρων, Ταξίαρχος, Διευθύντρια Διεύθυνσης Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας και Αστυνομική Διευθύντρια σε επιμέρους Τμήματα της ΕΛ.ΑΣ. Συμμετείχε ως ομιλήτρια σε πολυάριθμα συνέδρια που διοργάνωσαν ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης, η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες, η Unisef, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet, η Exposec, η Ελληνική Διπλωματική Ακαδημία, η Αστυνομική Ακαδημία, ο Δήμος Αθηναίων, η Ένωση Δικαίου Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, κ.ά.
Συμμετείχε ως εθνική εκπρόσωπος ή επικεφαλής ελληνικής αντιπροσωπείας σε πλειάδα συναντήσεων τόσο σε επίπεδο ΕΕ, όσο σε διμερές πολυμερές, διεθνές αντίστοιχα, για θέματα αστυνομικού ενδιαφέροντος. Επίσης συμμετείχε ως μέλος της αντιπροσωπείας του Πρωθυπουργού και Υπουργών Κυβερνήσεων από το 2012 έως 2019.
Για το CrimeTimes είναι ξεχωριστή η τιμή και η χαρά να φιλοξενεί συνέντευξή της στη στήλη «Πρόσωπα». Η Ζαχαρούλα Τσιριγώτη αναφέρεται στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην ΕΛ.ΑΣ κατά το διάστημα της μακρόχρονης θητείας της, στη θέση των γυναικών στο σώμα, στην πανεπιστημιακή αστυνομία και στη διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος, ενός από τα πιο κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν την Ελλάδα και την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Ειδικά για το τελευταίο είχε πολλά να μας πει καθώς ήταν εκείνη που κλήθηκε να διαχειρισθεί από την πλευρά της Ελληνικής Αστυνομίας την προσφυγική ‘κρίση’ του 2015.
Η συνέντευξη δόθηκε στην διδακτόρισσα Αναστασία Χαλκιά, Γενική Γραμματέα ΚΕΜΕ.
Η θητεία σας, σύμφωνα με το βιογραφικό σας, ξεκίνησε το 1982, άρα έχετε διανύσει τριάντα πέντε και πλέον έτη στην Αστυνομία, υπηρετώντας σε πολλές και διαφορετικές θέσεις ευθύνης. Ξεκινώντας, λοιπόν, τη συνέντευξή μας, θα θέλαμε να μας πείτε ποιες από τις μεταρρυθμίσεις/αλλαγές που έγιναν στο Σώμα ξεχωρίζετε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που πέρασαν.
Κατά αρχήν μέχρι το 1984, υπήρχαν η Αστυνομία Πόλεων και η Ελληνική Χωροφυλακή, δύο ξεχωριστά σώματα με το καθένα να διέπεται με τους δικούς του κανόνες και λειτουργίες. Η Ελληνική Αστυνομία με τη σημερινή της μορφή δημιουργήθηκε το 1984, με απόφαση του τότε Υπουργού Δημόσιας Τάξης και με τη συγχώνευση της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων, σε ένα ενιαίο Σώμα. Έχει δε τοπική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια και υπάγεται στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Όπως η κοινωνία εξελίσσεται και μεταβάλλεται έτσι και η Ελληνική Αστυνομία, ως ένας ζωντανός οργανισμός προσαρμόζεται στις αναγκαίες αλλαγές προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι και ο ρόλος της που είναι η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, η εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας στους πολίτες της Χώρας μας καθώς και η διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Επίσης είναι ο έλεγχος της νόμιμης ή παράνομης εισόδου, εξόδου, παραμονής και εργασία αλλοδαπών στη χώρα και η προστασία συνόρων.
Σε αυτό το πλαίσιο, δρομολογήθηκαν σημαντικές εξελίξεις όπως:
- Νομοθετική ρύθμιση για την εισαγωγή των υποψηφίων στις αστυνομικές σχολές μέσω των γενικών πανελληνίων εξετάσεων, θεωρήθηκε και δικαίως άλλωστε, ως η σημαντικότερη καινοτομία στο εκπαιδευτικό σύστημα του θεσμού της Αστυνομίας στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελληνικής Αστυνομίας εισάγεται ένα αξιοκρατικό και αδιάβλητο σύστημα εξετάσεων, που επιτρέπει στους Έλληνες πολίτες να διεκδικήσουν την είσοδο τους στις αστυνομικές σχολές χωρίς την επιρροή εξωγενών παραγόντων.
- Σύσταση της Σχολής Εθνικής Ασφάλειας η οποία έχει ως σκοπό την μετεκπαίδευση και επιμόρφωση των ανώτερων στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας σε θέματα που σχετίζονται με τη στρατηγική και την πολιτική εθνικής ασφάλειας. Στην εν λόγω Σχολή, φοιτούν όχι μόνο ανώτερα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας αλλά και των Ενόπλων Δυνάμεων, του Λιμενικού και του Πυροσβεστικού Σώματος.
- Θεσμοθέτηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος στις τάξεις της Ελληνικής Αστυνομίας.
- Νομοθετική ρύθμιση για πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, για το αστυνομικό προσωπικό. Πάρα ταύτα, πρέπει να σημειώσουμε ότι το αστυνομικό προσωπικό δεν απολαμβάνει ουσιαστικά πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, όπως όλοι οι λοιποί εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα, και αυτό γιατί η Υπηρεσία μπορεί να επιβάλλει υποχρεωτική εκτέλεση υπηρεσίας και πέραν του πενθημέρου, ακόμη δε και την έβδομη ημέρα (Κυριακή), εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το απαιτούν.
- Νομοθετική ρύθμιση καταβολής νυχτερινής εργασίας, με πλαφόν ωρών.
- Νομοθετική ρύθμιση απονομής σύνταξης και παροχής βοήθειας σε θύματα τρομοκρατίας, για πρώτη φορά, το 1990.
- Το 1983 καθιερώνεται η είσοδος των γυναικών στη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, με ποσόστωση 10% επί του συνόλου των προκηρυσσομένων θέσεων, ενώ το 2003 καταργείται η ποσόστωση και πλέον οι γυναίκες εισάγονται στο αστυνομικό σώμα με τα ίδια κριτήρια, με αυτά των αντρών.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι έχουν γίνει βήματα προόδου όμως χρειάζεται να γίνουν πολλά περισσότερα, ώστε να υπάρξει μια νέα μορφή αστυνομίας, που θα έχει ρόλο συμφιλιωτικό, συμβιβαστικό, διαιτητικό, διαμεσολαβητικό έναν άλλο ρόλο, με άλλους όρους και, κυρίως, κοντά στον πολίτη
Ήσασταν η πρώτη γυναίκα στρατηγός στην Ελληνική Αστυνομία. Ποια ήταν τα πιο σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίσατε καθόλη τη διάρκεια της σημαντικής καριέρας σας ως γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, όπως είναι η ΕΛ.ΑΣ.;
Το 2019, που αποστρατεύτηκα, οι γυναίκες αποτελούσαν το 12%-13% του συνολικού αστυνομικού προσωπικού δηλαδή ήταν περίπου 7.000 γυναίκες στο Σώμα και από αυτές 1.100 ήταν αξιωματικοί. Μία γυναίκα αστυνομικός θα συναντήσει δυσκολίες, ακόμη και σήμερα, διότι από μία γυναίκα απαιτείται κάθε φορά, να αποδεικνύει τις γνώσεις της και τις ικανότητες της. Συνεπώς όταν εισέρχεται στην αστυνομική ομάδα, είναι πιθανό οι άντρες συνάδελφοί της αρχικά να την αμφισβητήσουν, καθώς είναι ένας χώρος που για πολλά χρόνια και παραδοσιακά ανήκε στους άντρες. Όταν έγινα αξιωματικός, στα 22 μου, δεν ήταν απλά τα πράγματα και δεν ήταν εύκολο να με αποδεχτούν. Όμως όλα αλλάζουν μόλις αποδείξεις την αξία σου. Οι γυναίκες πάλεψαν και συνεχίζουν να παλεύουν, για να κερδίσουν τη θέση τους στην ΕΛ.ΑΣ. – μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν βήματα. Σκεφτείτε ότι οι πρώτες γυναίκες εμφανίστηκαν το 1958 δεν έφεραν όπλο και τις χρησιμοποιούσαν για σωματική έρευνα, συνοδεία κρατούμενων γυναικών κ.λπ.. Το 1969 ορκίστηκαν οι πρώτες γυναίκες αστυνομικοί (45 στην πρώην Αστυνομία Πόλεων) και το 1971 στη Χωροφυλακή (άλλες 25). Χρειάστηκε να περάσουν άλλα 12 χρόνια για να μπουν (με ποσόστωση 10%!) οι γυναίκες στη Σχολή Αξιωματικών -το 1983- και άλλα 20 για να καταργηθεί, το 2003, η ποσόστωση, ουσιαστικά η με διαφορετική βάση εισαγωγή των γυναικών στη σχολή. Υπήρχαν διακρίσεις σε βάρος των υποψήφιων γυναικών, διότι η βάση για τις γυναίκες ήταν ανέκαθεν υψηλότερη, με αποτέλεσμα να μένουν έξω υποψήφιες που είχαν γράψει καλύτερα στις εξετάσεις από τους άνδρες συναδέλφους. Αυτές οι γυναίκες ήταν που διεκδίκησαν με ενστάσεις τη θέση τους στη σχολή και κέρδισαν την ισότητα και την ενιαία βάση για όλους τους υποψήφιους αξιωματικούς της Αστυνομίας. Πλέον, άντρες και γυναίκες αστυνομικοί έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Τα τελευταία χρόνια άλλωστε έχουν γίνει βήματα προόδου αναφορικά με την ισότητα των φύλων, όμως ακόμη και σήμερα μια γυναίκα πρέπει να εργαστεί πολύ περισσότερο από έναν άνδρα για να καθιερωθεί και αναγνωριστεί στον χώρο της αστυνομίας.
Αρκετά ακούμε για την εκπαίδευση στην Αστυνομία. Με βάση τη γνώση και την εμπειρία σας τι είδους εκπαίδευση χρειάζονται σήμερα οι αστυνομικοί;
Η εκπαίδευση του αστυνομικού προσωπικού απασχολεί τόσο το Σώμα όσο και την κοινή γνώμη, συνήθως όμως μετά από κάποιο ατυχές γεγονός, όταν η συμπεριφορά ενός αστυνομικού γίνεται αυθαίρετη και καταχρηστική ή όταν ένας αστυνομικός τραυματίζεται σοβαρά την ώρα του καθήκοντος.
Από την στιγμή όμως που η κρίση περάσει, τo ενδιαφέρον για την αστυνομική εκπαίδευση περιορίζεται αισθητά και μετά από λίγο τα πράγματα επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση, δηλαδή δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον. Τα προηγούμενα χρόνια έγιναν κάποιες οργανωμένες βελτιώσεις στην αστυνομική εκπαίδευση. Σε κάθε περίπτωση, για να έχουμε μια αστυνομία αποτελεσματική με προσωπικό υψηλού επιπέδου που να μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις του ιδιαίτερα ρευστού περιβάλλοντος ασφάλειας της εποχής μας, μια αστυνομία με διεθνές κύρος και αναγνώριση που να συμμετέχει ενεργά σε δράσεις διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας, εκτιμώ ότι πρωτίστως θα πρέπει να γίνει αναβάθμιση του διδακτικού προσωπικού σε συνδυασμό με τη σύναψη σχέσεων εργασίας σε πιο μόνιμη βάση. Επίσης θα μπορούσε να εξεταστεί η οργάνωση Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών από την Αστυνομική Ακαδημία σε συνεργασία με άλλα ΑΕΙ, σε γνωστικά αντικείμενα σχετικά με τις εκπαιδευτικές, ερευνητικές και λειτουργικές ανάγκες της Ελληνικής Αστυνομίας. Τέτοια μεταπτυχιακά προγράμματα λειτουργούν εδώ και χρόνια σε πολλές αστυνομικές ακαδημίες του εξωτερικού. Η συνεργασία με θεσμούς και επιστημονικές οργανώσεις υποστήριξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως, ο Συνήγορος του Πολίτη, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κλπ.), είναι αναγκαία και χρήσιμη.
Επίσης εκτιμώ ότι θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου και στοχευμένου προγράμματος συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης και διά βίου, το οποίο θα αναθεωρείται σε τακτική βάση με βάση τις αναδυόμενες ανάγκες και θα εξασφαλίζει, αφενός, τη διατήρηση και βελτίωση της σωματικής και επιχειρησιακής ικανότητας του αστυνομικού προσωπικού και, αφετέρου, τη συνεχή ενημέρωση, επανακατάρτιση και προσαρμογή του έμψυχου δυναμικού του Σώματος στις νέες απαιτήσεις. Παράλληλα, χρειάζεται να ενισχυθούν οι συνεργασίες με αστυνομικές ακαδημίες του εξωτερικού. Μια άλλη σκέψη είναι η διαχρονική και συνεχής εκπαίδευση στο αστυνομικό προσωπικό όταν αλλάζει γνωστικό αντικείμενο, δηλαδή Υπηρεσία π.χ από το τμήμα τάξης στην ασφάλεια ή στην τροχαία, θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει επαρκής χρόνος σε ανάλογα σχολεία, ώστε να γίνεται σεμιναριακή εκπαίδευση του αντικειμένου με το οποίο θα ασχοληθεί ο αστυνομικός, σε συνδυασμό με τις ετήσιες μεταθέσεις.
Αυτές είναι μερικές μόνο από τις προτάσεις που θα μπορούσαν να εξετασθούν και να αξιολογηθούν από τους αρμόδιους που ασχολούνται με την αστυνομική εκπαίδευση. Η υψηλού επιπέδου εκπαίδευση μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην ενίσχυση του επαγγελματισμού του αστυνομικού προσωπικού, τόσο στο επίπεδο της επιχειρησιακής λειτουργίας και αποτελεσματικότητας όσο και στο επίπεδο του σεβασμού των δικαιωμάτων των πολιτών, με άμεση συνέπεια την βελτίωση της δημόσιας εικόνας της αστυνομίας και, τελικά, την βελτίωση των σχέσεων αστυνομίας – κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά όμως και για να υπάρξει η ανάλογη αναβάθμιση στην επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα των αστυνομικών θα πρέπει να υπάρξει μια συνολική προσέγγιση στο θέμα, καθόσον η εκπαίδευση δεν είναι το μοναδικό θέμα για την απόδοση των αστυνομικών, θα πρέπει να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας, τα τεχνικά μέσα, να αξιολογηθεί το ανθρώπινο δυναμικό και να θωρακιστεί θεσμικά το Σώμα, από ένα δίκαιο σύστημα αξιολόγησης, κρίσεων και προαγωγών.
Πάμε σε ένα άλλο επίκαιρο αλλά και πολύ σημαντικό θέμα: Πόσο αναγκαία είναι η παρουσία των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Ο.Π.Π.Ι.) στα πανεπιστήμια και πώς βλέπετε να εξελίσσεται αυτή η πρωτόγνωρη εγγύς συνύπαρξη μεταξύ αστυνομίας και πανεπιστημίου;
Καταρχήν δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός της αναγκαιότητας, ιδιαίτερα σε ορισμένα πανεπιστημιακά ιδρύματα, για επαρκή και αποτελεσματική φύλαξη, ώστε ακαδημαϊκοί και φοιτητές να είναι και να νοιώθουν απόλυτα ασφαλείς. Υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο, με την εφαρμογή του οποίου η αστυνομία έχει την δυνατότητα να εισέλθει σε οποιοδήποτε ανοιχτό ή κλειστό χώρο, εφόσον διαπιστωθεί ότι διαπράττονται αξιόποινες πράξεις. Η ίδρυση ειδικού σώματος για τα πανεπιστήμια, προκαλεί πλείστα όσα ερωτηματικά. Ήδη οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών φορέων των αστυνομικών έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους και την δυσαρέσκεια τους για αυτό το θέμα. Εκτιμώ ότι είναι ευθύνη, δικαίωμα και υποχρέωση των πανεπιστημίων να προστατεύουν τη δημόσια περιουσία τους και είναι πάλι ευθύνη, δικαίωμα αλλά και υποχρέωση της πολιτείας να αναζητεί ευθύνες όταν τα πανεπιστήμια δεν το κάνουν ή το κάνουν πλημμελώς.
Η ακαδημαϊκή κοινότητα θα μπορούσε να εκπονήσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο με σενάρια αντιμετώπισης καταστάσεων κρίσης, λεπτομερή επιχειρησιακό σχεδιασμό και έτσι να φέρει τη λογοδοτούσα στον λαό πολιτεία προ των ευθυνών της. Τέλος εκτιμώ ότι αυτό το μέτρο είναι αναποτελεσματικό και θα επιφέρει πολλά προβλήματα κατά την εφαρμογή του, συνεπώς θα ήταν προτιμότερο με μέριμνα του ίδιου του πανεπιστημιακού ιδρύματος να υπάρχει έλεγχος της εισόδου (κάρτα, ταυτότητα κ.λπ.) και με συνεχή εποπτεία από υπαλλήλους των ΑΕΙ, να μειωθούν οι κίνδυνοι σε μεγάλο ποσοστό. Η πρόληψη ανήκει στις πανεπιστημιακές Αρχές, οι οποίες οφείλουν να αναλαμβάνουν και τις ευθύνες τους, όπως ομοίως οφείλουν οι εισαγγελικές αρχές και όταν συντρέχει λόγος και η αστυνομία. Η κάθε μία θεσμοθετημένη αρχή οφείλει να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί.
Είστε δημόσιο πρόσωπο αλλά στον περισσότερο κόσμο γίνατε γνωστή το 2015 με τη διαχείριση των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών. Ο τύπος εκείνης της περιόδου σάς χαρακτήριζε ως στρατηγό των προσφύγων. Ενδεικτικά αναφέρω, ότι καταφέρατε τότε με τα ελάχιστα μέσα να καταγράψετε και να ταυτοποιήσετε μέσα σε ένα γήπεδο στη Μυτιλήνη 20.000 πρόσφυγες και μετανάστες σε 48 ώρες. Τι έχετε να μας πείτε για αυτή την περίοδο της προσφυγικής/μεταναστευτικής ‘κρίσης’ όπως κληθήκατε να τη διαχειριστείτε από τη θέση που κατείχατε αλλά και όπως τη βιώσατε εσείς προσωπικά;
Το 2015 ήταν ένας πολύ δύσκολος χρόνος, κατά τη διάρκεια του οποίου κληθήκαμε ως χώρα και ως Ελληνική Αστυνομία, μόνοι μας και χωρίς βοήθεια, μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης και των capital controls, να αντιμετωπίσουμε το πρωτόγνωρο φαινόμενο, αυτό της εισροής μεγάλου αριθμού προσφύγων και μεταναστών. Ενδεικτικά, το 2015 είχαμε μία θεαματική ποσοστιαία αύξηση της τάξης των 997,82% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, αλλά και σε σχέση με τα παρελθόντα έτη, όπου η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει μόνο μετανάστες και όχι πρόσφυγες τόσο από τα χερσαία όσο και τα θαλάσσια σύνορά της. Κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε την έντονη προσφυγική πίεση στα νησιά του Αιγαίου με έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, μη ύπαρξη κατάλληλων υποδομών υποδοχής και κράτησης και με ελάχιστα τεχνικά μέσα. Ανύπαρκτο μηχανισμό και Υπηρεσία Υποδοχής, οι δε διαδικασίες βάσει της Εθνικής και Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας που η Ελληνική Αστυνομία έπρεπε να εφαρμόσει, ήταν πολύπλοκες και χρονοβόρες. Δεδομένων λοιπών των μεταναστευτικών ροών και της εκρηκτικής αύξησης του αριθμού των εισερχομένων, δόθηκε η δυνατότητα στην Ελληνική Αστυνομία, με τροποποίηση της Εθνικής Νομοθεσίας το Μάιο του 2015, να περιοριστεί κατά κάποιο τρόπο το γραφειοκρατικό – διοικητικό κομμάτι και να χρησιμοποιηθεί μία διαδικασία πιο ευέλικτη στους πρόσφυγες. Παρόλα αυτά η θεαματική αύξηση των ροών έκανε την όλη διαχείριση ακόμη δυσκολότερη. Φτάσαμε στο σημείο οι εισερχόμενοι σε καθημερινή βάση από 1.500 και 2.000 άτομα, να γίνουν 5.000, 7.000, ακόμα και 10.000 άτομα την ημέρα. Εν μέσω καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου, τα νησιά του Βορείου και Νοτίου Αιγαίου, των οποίων η οικονομία στηρίζεται στον τουρισμό, κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση αυτή. Επίσης να τονίσω ότι όχι μόνον η ΕΕ δεν υποστήριξε τη χώρα μας, αλλά τουναντίον τον Ιούνιο του 2015, σταμάτησε και την χρηματοδότηση της επιχείρησης «Ασπίδα», με αποτέλεσμα να λήξει η απόσπαση όλων των ενισχυτικών δυνάμεων στα νησιά και στον Έβρο.
Όπως αντιλαμβάνεστε η Ελληνική Αστυνομία, ως Υπηρεσία της πρώτης γραμμής, με έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, επαρκών τεχνικών μέσων και υποδομών, έπρεπε να διαχειριστεί την κρίση αυτή, δηλαδή να καταγράψει, να ταυτοποιήσει, να λάβει δακτυλικά αποτυπώματα και να ολοκληρώσει όλες τις διοικητικές διαδικασίες, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για να ολοκληρώσει το έργο της, ει δυνατόν αυθημερόν, ωστόσο ήταν πραγματικά αδύνατον να μπορέσει να διαχειριστεί τόσο μεγάλα νούμερα προσφύγων σε καθημερινή βάση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παραμένουν στα νησιά αταυτοποίητοι χιλιάδες πρόσφυγες.
Έτσι, φτάσαμε τον Αύγουστο, στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου, ακόμα και χωρίς διαθεσιμότητα στα πλοία της γραμμής, να αντιμετωπίσουμε την πρώτη κρίση στην Κω, όπου υπήρχε ένας αριθμός της τάξης των 7.000 προσφύγων, εγκλωβισμένων σε ένα μικρό νησί, χωρίς τις κατάλληλες υποδομές. Η Ελληνική Αστυνομία, αναζητώντας τρόπους απεγκλωβισμού του μεγάλου αριθμού των ατόμων αυτών, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ζητήσει την υποστήριξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τη στήριξη της τοπικής κοινωνίας και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και βέβαια της Ύπατης Αρμοστείας. Για πρώτη φορά, με την κατάλληλη υποστήριξη όλων των παραγόντων, με συντονισμό και οργάνωση όλων των εμπλεκόμενων φορέων, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα επιτεύχθηκε ο στόχος μας.
Ανάλογη προσπάθεια καταβλήθηκε και στη δεύτερη κρίση που είχαμε να αντιμετωπίσουμε στη Λέσβο, στις αρχές του Σεπτέμβρη, όπου εκεί είχαν εγκλωβιστεί περί τους 25.000 πρόσφυγες. Και στις δύο περιπτώσεις η Ελληνική Αστυνομία συνεργάστηκε και είχε την αμέριστη υποστήριξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, του Στρατού, του Λιμενικού της Ύπατης Αρμοστείας, των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και των κατοίκων των νησιών.
Η εμπειρία που απέκτησε η Ελληνική Αστυνομία κατά το 2015, με τη διαχείριση των 871.856 προσφύγων και μεταναστών, αξιοποιήθηκε τόσο στο εσωτερικό της Χώρας όσο και από την ΕΕ. Εκτιμώ ότι αν και είναι σε ύφεση αυτή την χρονική περίοδο, το μεταναστευτικό στη Χώρα μας, η διαχείριση του στο εσωτερικό, αποτελεί εθνικό θέμα και δεν πρέπει να είναι θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης.
Τέλος είναι αναγκαία η οργανωμένη συνεργασία και η κοινή προσπάθεια από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, προκειμένου να υπάρξει η αποτελεσματική αντιμετώπιση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ενδεχόμενων παρόμοιων καταστάσεων. Η συνεργασία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος, γενικά του κρατικού μηχανισμού, αλλά και της Ύπατης Αρμοστείας και των διαπιστευμένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων είναι αναμφίβολα αναγκαία και απαραίτητη.
Ως εμπειρογνώμων πλέον βάσει όχι μόνο της θητείας σας αλλά και των σπουδών σας με εξειδίκευση στις στο προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα και στις διεθνείς σχέσεις, θέλουμε να μας πείτε ποια είναι τα κομβικά στοιχεία στα οποία πρέπει να δοθεί προσοχή για τη διαχείρισή του;
Εστιάζοντας στους παράτυπους μετανάστες, εκείνους δηλαδή οι οποίοι εισέρχονται στην Ελλάδα χωρίς τα απαραίτητα δικαιολογητικά/ταξιδιωτικά έγγραφα, διακρίνονται τρεις κατηγορίες αυτή τη στιγμή: (1) εκείνοι οι οποίοι εισέρχονται παράνομα, δεν καταγράφονται από τις Αρχές όμως διαβιούν στη Χώρα μας, (2) οι αιτούντες άσυλο οι οποίοι φιλοξενούνται προσωρινά εν αναμονή απόφασης και (3) οι διαμένοντες εντός της χώρας (είτε σε Προ.Κε.Κ.Α, είτε άτυπα στα ΚΥΤ, είτε διασκορπισμένοι στη χώρα) έχοντες β΄ απορριπτική στην αίτηση ασύλου τους. Ακόμα, υπάρχουν και οι αναγνωρισμένοι με το προσφυγικό καθεστώς οι οποίοι παραμένουν στην Ελλάδα νόμιμα.
Συγκεκριμένα, η διαχείριση του ζητήματος θα πρέπει να κινηθεί σε τρεις βασικούς άξονες: (α) προστασία των εθνικών συνόρων και παροχή κινήτρων για εθελούσιες επιστροφές στις χώρες προέλευσης, (β) αύξηση των νόμιμων οδών μετανάστευσης, με αυστηρά κριτήρια, προκειμένου να μην επιβαρύνεται το εθνικό σύστημα υποδοχής με μεγάλο αριθμό παράτυπων μετακινούμενων ανθρώπων και για να σπάσουν τα δίκτυα διακίνησης με όλα τα ανθρώπινα δυστυχήματα που συνεπάγονται και (γ) ενίσχυση της ένταξης και της εκπαίδευσης για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες και τους διαμένοντες με β΄ απορριπτική, (εφόσον δεν πραγματοποιείται η επιστροφή τους), μέσω της ενίσχυσης της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Σε όλα αυτά καταλυτικό ρόλο θα παίξει γενικότερα η διεθνής κοινότητα και ειδικότερα η ΕΕ καθόσον το μεταναστευτικό/προσφυγικό είναι ένα φαινόμενο με διεθνείς διαστάσεις και από μόνη της η χώρα μας δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει.
Επίσης θα πρέπει να εμμένουμε στις πάγιες θέσεις της Χώρας μας, για ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική ως προς την παροχή ασύλου, την δίκαιη και ίση κατανομή των βαρών με μετεγκατάσταση των προσφύγων στα Κ-μ της ΕΕ, τον ενιαίο ευρωπαϊκό μηχανισμό υποδοχής, και τον ευρωπαϊκό μηχανισμό επιστροφών.
Το προσφυγικό είναι ζήτημα ευρωπαϊκό και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί, με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, καθώς και σε συνεργασία με τις χώρες προέλευσης και διέλευσης προσφύγων και μεταναστών.
Τέλος μη ξεχνάμε ότι όσο υπάρχουν τα αίτια που το προκαλούν τόσο θα υφίστανται προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές. Άλλωστε η εμπειρία μας έχει καταδείξει ότι είναι ένα φαινόμενο με απρόβλεπτες και ραγδαίες εξελίξεις και απαιτεί μια συλλογική, ολιστική προσέγγιση και ενιαία υλοποιήσιμη στρατηγική για μια αξιοπρεπή διαχείρηση.
Και πάντα να έχουμε κατά νου ότι η Τουρκία διαχρονικά, χρησιμοποιεί το μεταναστευτικό ως διαπραγματευτικό απειλητικό χαρτί σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εργαλειοποιεί το μεταναστευτικό στοχεύοντας σε οικονομικά και πολιτικά οφέλη.
Πηγή: crimetimes.gr