Οι Έκτακτες κρίσεις, αλλα και οι Τακτικές που γίνονται κάθε Ιανουάριο βέβαια, των αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα, βάσει των διατάξεων του νέου ανεξάρτητου νομοθετήματος του π.δ. 98/2018, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του π.δ. 24/1997 που τροποποιήθηκε με το π.δ. 81/2016 (το καλοκαίρι του 2016 και επέφερε αύξηση ετών παραμονής σε καθε βαθμό λόγω ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος), σε συνδυασμό και με τον ν. 1481/1984, δυστυχώς, γίνονται με τον ιδιο τρόπο και ακριβώς με όμοιο σύστημα αξιολόγησης, όπως ακριβώς και τη δεκαετία του 1980 και του 1990, ακόμα και στο έτος 1985 που ήταν το πρώτο έτος λειτουργίας της Αστυνομίας μετά τη σημερινή της μορφή, αμέσως έπειτα δηλαδή από την ενοποίηση των πρώην Σωμάτων Ασφαλείας της Ελληνικής Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων.
[custom:google-ads]
Αυτό, δυστυχώς, είναι κάτι που συνεπάγεται και εξάγεται το λογικό συμπέρασμα ότι οι κρίσεις αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας στην πραγματικότητα διεξάγονται με περίεργους και μη επιστημονικά κατοχυρωμένους τρόπους και συστήματα, κάτι που αποτελεί κοινή διαπίστωση σε όλους τους εργαζομένους της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά και στην Ελληνική Κοινωνία ευρύτερα.
Ενώ βεβαία φέτος εκδόθηκε και το
το π.δ. 6/2018 που άλλαξε το σύστημα αξιολόγησης αξιωματικών, με διαφορετική κλίμακα και με κάποια επιμέρους πρόσθετα χαρακτηριστικά, που όμως και πάλι στην ουσία η κρίση και η βαθμολόγηση πραγματοποιούνται με το ίδιο σύστημα, δηλαδή με μη αντικειμενικά κριτήρια.
Συμπερασματικα όμως στην ουσία το μόνο που άλλαξε, όλα αυτά τα 33 χρόνια λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας με την τωρινή μορφή της, δηλαδή από το έτος 1985 που ενοποιήθηκαν τα πρώην Σώματα της Ελληνικής Χωροφυλακής με την Αστυνομία Πόλεων με το ν. 1481/1984, είναι η αύξηση των ορίων ηλικίας και των ετών παραμονής σε κάθε βαθμό των αξιωματικών και βέβαια ο διπλασιασμός στις οργανικές θέσεις των ανώτατων και ανώτερων αξιωματικών (π.χ. από 3 Αντιστράτηγους αυξήθηκαν σε 6 οι θέσεις, από 10 Υποστράτηγους σε 20, από 30 Ταξίαρχους σε 65, ύπαρξη 230 Αστυνομικών Διευθυντών από 140 κλπ), παρόλο που το συνολικό οργανόγραμμα του Σώματος της Ελληνικής Αστυνομίας συρρικνώθηκε λόγω μείωσης των οργανικών θέσεων Αστυφυλάκων κατά 6.700 το 2014 (άρθρο 41 του ν. 4249/2014), ενώ οι Διοικητικές Μονάδες του Σώματος είναι πιο λίγες σε αριθμό αναλογικά για τόσους πολλους -91- ανώτατους αξιωματικούς, καθώς και για 230 Αστυνομικούς Διευθυντές γενικών καθηκόντων.
Ενώ βέβαια ο τρόπος των κρίσεων δεν πραγματοποιήθηκε ουδέποτε με έναν ξεκάθαρο αξιοκρατικό και επιστημονικά αποδεκτό τρόπο, έτσι ώστε να μην δημιουργεί ερωτήματα και απορίες για εξωθεσμικές παρεμβάσεις και «άνωθεν» πιέσεις από διάφορους παράγοντες…
Τώρα όμως, ένα έτει 2018, θα πρέπει και μετά και τις Έκτακτες κρίσεις, επιτέλους, η Συντεταγμένη Οργανωμένη Πολιτεία να εφαρμόζει απαρέγκλιτα και υποχρεωτικά, αξιολογικά κριτήρια και να θεσμοθετήσει επιτέλους, αυστηρά αδιάβλητες και ανεξάρτητες Επιτροπές Κρίσεων, οι οποίες να κρίνουν με δικαιοσύνη και αξιοκρατικά τους αξιωματικούς του Σώματος της Ελληνικής Αστυνομίας και ιδιαίτερα τους υψηλόβαθμους. Κάθε χρόνο βλέπουμε τα ίδια και γινόμαστε θεατές των κρίσεων, για τις οποίες όλοι βέβαια γνωρίζουμε τον μη αποδεκτό και αντιεπιστημονικό τρόπο με τον οποίο γίνονται και αποτελεί και μία από τις χιλιάδες αιτίες για τις οποίες η χώρα μας μπήκε στα Μνημόνια και για ορισμένα εσωτερικά προβλήματα γενικότερα του Οργανισμού της Ελληνικής Αστυνομίας.
Γιατί άραγε στα Συμβούλια κρίσεων δεν συμμετέχουν οι αιρετοί συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των εργαζομένων Αστυνομικών, όπως συμβαίνει αντιστοίχως στα Πειθαρχικά Συμβούλια και στα Συμβούλια Μεταθέσεων (σύμφωνα με τις διατάξεις των π.δ. 120/2008 και π.δ.100/2003 αντίστοιχα);
Γιατί οι κρίσεις αξιωματικών δεν πραγματοποιούνται από ανεξάρτητες Επιστημονικές Επιτροπές είτε του ΑΣΕΠ από το Υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης ή και ακόμα από Κοινοβουλευτικές Επιτροπές με συγκρότηση και διάρθρωση από ειδικούς επιστήμονες; Μήπως πρέπει κάποια στιγμή θεσμοθετηθεί επιτέλους ένα νέο σύστημα κρίσεων αξιωματικών, αντίστοιχο με αυτο που εφαρμόζεται σε Σώματα Ασφαλείας άλλων Ευρωπαϊκών χωρών και όχι μόνο, έτσι ώστε να μπορούμε να λέμε ότι πράγματι η αξιοκρατία, η πλήρης διαφάνεια και η δικαιοσύνη είναι τα συστατικά στοιχεία και οι αρχές βάσει των οποίων κρίνονται οι ηγεσίες του Οργανισμού της Ελληνικής Αστυνομίας;
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις διαπιστώθηκε πως δεν τηρήθηκε το υπηρεσιακό μέτρο, η υπηρεσιακή ισορροπία και η ακολουθούμενη συνέχεια στη Διοίκηση των διαφόρων Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας στα υψηλά επίπεδα (5 Κλαδοι Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, 14 Γενικές Διευθύνσεις, 58 Διευθύνσεις Αστυνομίας Νομών), αφού παρατηρήθηκε Υπηρεσίες με πιο μικρό αριθμό προσωπικού να διοικούνται π.χ. από Ταξίαρχο ενώ άλλες με πολύ μεγαλύτερο με Αστυνομικό Διευθυντή ή να τοποθετούνται ακόμα και δύο (2) ανώτατοι αξιωματικοί σε Υπηρεσίες επιπέδου Διεύθυνσης ή να υπάρχουν και περιφερειακές Υπηρεσίες επιπέδου Γενικής ακόμα και με τρεις (3) ανώτατους αξιωματικούς.
Θα πρέπει το νεοσύστατο, πλέον, Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη να επανεξετάσει γενικότερα το Οργανόγραμμα των υψηλόβαθμων αξιωματικών αλλά και του συστήματος και του τρόπου κρίσεων των αξιωματικών. Σίγουρα το οικονομικό όφελος, η μείωση της γραφειοκρατίας, αλλά και η εξοικονόμηση προσωπικού από τη μείωση των Επιτελείων θα αποτελέσει κάτι πολυ σημαντικό για την καλύτερη λειτουργία και την αύξηση της αστυνόμευσης γενικότερα.
ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ
Αντιπρόεδρος ΔΣ ΠΟΑΣΥ
Μέλος ΕΚΑ