Ο όρος φυσικά... "μιλά από μόνος του": στην αγορά home cinema προχωρά κανείς κυρίως για να μεταφέρει λίγη από τη μαγεία των κινηματογραφικών αιθουσών - όση μαγεία του επιτρέπουν οι οικονομικές του δυνατότητες πάντοτε - στο σαλόνι του. Το 100% της μαγείας αυτής δεν πρόκειται να το αγγίξει κανείς αν δεν επενδύσει στη δημιουργία ειδικού χώρου και πολλές, πάρα πολλές χιλιάδες ευρώ σε εξοπλισμό, είναι η αλήθεια. Μπορεί, όμως, να απολαύσει με παραπλήσιο τρόπο ταινίες της δικής του επιλογής, στον χρόνο που ο ίδιος μπορεί και θέλει, με τα χρήματα που μπορεί κατά περίπτωση να διαθέσει ώστε να βελτιώνει την οπτικοακουστική του εμπειρία σταδιακά. Ε, δεν είναι κι αμελητέα τα πλεονεκτήματα αυτά!
Για ένα "γήινων" προδιαγραφών και κόστους home cinema, τέτοιο όμως που δεν στερεί στο κάτοχό του επιλογές, οφείλει να συνυπολογίσει κανείς minimum το κόστος τεσσάρων προϊόντων: ενός μέσου προβολής, ενός σετ ηχείων, ενός ενισχυτή που θα τα οδηγήσει και ενός player που θα τροφοδοτήσει τα παραπάνω με ταινίες σε διάφορες μορφές. Για τη μεγάλη πλειοψηφία του καταναλωτικού κοινού το μέσο προβολής δεν μπορεί παρά να είναι μία τηλεόραση, η οποία θα αναλάβει και "γενικότερα καθήκοντα" με τηλεοπτικές σειρές, ειδήσεις, αθλητικές μεταδόσεις και video games - σε αντίθεση με έναν προβολέα που κατά βάση προορίζεται για χρήση σε ταινίες και όχι τόσο στα υπόλοιπα. Ο προβολέας απαιτεί, άλλωστε, και συγκεκριμένου τύπου διαρρύθμιση στο χώρο που θα τοποθετηθεί - ύψος, επιφάνεια για το πανί προβολής, απόσταση θέασης κλπ. - οπότε... "τον αφήνουμε στην άκρη". Για την ώρα.
Όσον αφορά στην τηλεόραση και την επιλογή της, θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει άνετα... ειδικό αφιέρωμα και μόνο γι' αυτό το θέμα - συνοπτικά, ωστόσο, αξίζει να συγκρατήσει κανείς τα εξής. Με τις τηλεοράσεις τεχνολογίας plasma να έχουν πλέον "συνταξιοδοτηθεί" κι επίσημα, δεν ενδείκνυται πλέον να αγοράσει κανείς μία τέτοια - παρά την τεχνική τους ανωτερότητα σε σχέση με πάρα πολλές LED LCD - για λόγους υποστήριξης στο μέλλον. Οι τηλεοράσεις τεχνολογίας OLED είναι εντυπωσιακές, αλλά ακόμη πάρα πολύ ακριβές για όσα προσφέρουν. Οι "κυρτές" τηλεοράσεις δεν προσφέρουν πρακτικά τίποτε στις μικρότερες διαγωνίους τους των 55 ή 65 ιντσών - και ό,τι ίσως προσφέρουν στις μεγαλύτερες, όπως π.χ. στις 75 ή 78, κρίνεται ξανά ως απαγορευτικά ακριβό. Οπότε...
...οπότε ο καταναλωτής που θα επιλέξει τηλεόραση - λογικού κόστους - για χρήση σε home cinema σήμερα, θα πρέπει να επενδύσει σε μία μη κυρτή, τεχνολογίας LED/LCD. Στις τηλεοράσεις έχει νόημα να αγοράσει κανείς όσες περισσότερες ίντσες μπορεί, αφενός γιατί η διαγώνιος (σε αντίθεση με άλλα τμήματα ενός home cinema) προφανώς δεν αναβαθμίζεται, αφετέρου γιατί όσες και να είναι οι ίντσες, σύντομα συνηθίζονται. Και επειδή οι συζητήσεις σχετικά με το αν οι τηλεοράσεις υπερυψηλής ευκρίνειας (εικόνα 4Κ ή UHD) αξίζουν αγοράς ή όχι, συνεχίζονται, αποσαφηνίζουμε τη θέση μας από την αρχή: αξίζουν, αλλά μόνο από τις 65 ίντσες "και πάνω" αν παρακολουθεί κανείς από την τυπική απόσταση των π.χ. δυόμισι ή τριών μέτρων. Σε λιγότερες ίντσες ή με θέαση από μεγαλύτερη απόσταση η λεπτομέρεια της εικόνας 4Κ απλώς "χάνεται", παραμένοντας ανεκμετάλλευτη στα μάτια των πιο πολλών θεατών.
Όσον αφορά στα υπόλοιπα; Για τους ανθρώπους που τα Χριστούγεννα του 2014 αναζητούν την καλύτερη δυνατή επιλογή τηλεόρασης για ένα home cinema σαλονιού, τα "extras" δεν θα πρέπει να λαμβάνονται στα υπ' όψιν - ακριβώς επειδή έχουν αποδειχθεί τελικά ανούσια ή ατελή. Την εικόνα 3D, για παράδειγμα, την έχει απορρίψει η αγορά εδώ και καιρό: είτε σε μορφή ενεργής, είτε σε μορφή παθητικής τεχνολογίας κι αν προσφέρεται, δεν είναι παράγοντας επιλογής. Το ίδιο ισχύει και για τις δυνατότητες "Smart TV" σχεδόν όλων των τηλεοράσεων: ο χειρισμός σχεδόν όλων αυτών των "apps" με το τηλεκοντρόλ - ή, ακόμη χειρότερα, με τη... φωνή - είναι τόσο προβληματικός, που σπανιότατα θ' ασχοληθεί κανείς μαζί τους. Περισσότερη σημασία αξίζει να δώσει κανείς στην ποιότητα εικόνας που χαρακτηρίζει μία τηλεόραση, καθώς και στις δυνατότητες διασύνδεσης - ενσύρματης ή ασύρματης - που αυτή μπορεί να προσφέρει με smartphones ή tablets, καθώς ενίοτε αποδεικνύονται χρήσιμες.
Όσον αφορά στον ήχο και τις πηγές αναπαραγωγής των ταινιών σε περιβάλλον οικιακού κινηματογράφου, οι καταναλωτές έχουν πρακτικά δύο οδούς ν' ακολουθήσουν: αυτήν των ολοκληρωμένων συστημάτων home cinema "όλα σε ένα" και αυτήν των επιμέρους τμημάτων που επιλέγονται και αγοράζονται ξεχωριστά. Είναι αλήθεια πως τα πρώτα είναι η "εύκολη λύση" που αναζητούν πολλοί καταναλωτές - ειδικά οι κάτοικοι αστικών κέντρων όπου τα σαλόνια αναγκαστικά δεν είναι μεγάλα. Τα συστήματα αυτά τυπικά προσφέρουν 6 ηχεία - δύο "κύρια" μπροστά, δύο "δορυφόρους" πίσω, ένα κεντρικό και ένα subwoofer, εξ ου και ο διάσημος όρος "5.1" - που "οδηγούνται" από μία κεντρική μονάδα. Αυτή ενσωματώνει τόσο το ενισχυτικό τμήμα που απαιτείται για τη λειτουργία των ηχείων, όσο και το player που αναπαράγει τις ταινίες από οπτικούς δίσκους (DVD ή Blu-ray) ή ψηφιακά αρχεία.
Τα συστήματα home cinema "όλα σε ένα" είναι όχι μόνο τα ευκολότερα να "στηθούν" (ειδικά αν τα πίσω ηχεία είναι ασύρματα) και να ρυθμιστούν, αλλά - το κυριότερο στα μάτια πολλών - και τα πλέον προσιτά σε κόστος απόκτησης. Με τα χρόνια, δε, έχουν αποκτήσει πολλές πρόσθετες δυνατότητες και λειτουργίες, συνδέονται στο Internet, επικοινωνούν με smartphones και tablets, δέχονται και το σήμα άλλων συσκευών για απόδοση ήχου από αυτές. Όμως - ενώ και η ποιότητα εικόνας και ήχου που προσφέρουν έχει βελτιωθεί θεαματικά - συνεχίζουν να εκπροσωπούν το "εισαγωγικό" επίπεδο του οικιακού κινηματογράφου: αρκετό για πολλούς, αλλά όχι για όλους και σίγουρα όχι για εκείνους που έχουν υψηλές απαιτήσεις.
Εκείνοι οι καταναλωτές που έχουν πιο πολλές απαιτήσεις, φυσικά, θα πρέπει να είναι... ψυχολογικά προετοιμασμένοι και για μεγαλύτερα έξοδα, καθώς η δεύτερη οδός - αυτή της αγοράς ηχείων, ενισχυτή και player ξεχωριστά - είναι νομοτελειακά και σταθερά ακριβότερη. Για να επιτύχει κανείς στον ήχο των ταινιών εμφανή ποιοτική διαφορά με ένα σετ ηχείων 5.1 και ενισχυτή που θα τα οδηγεί, σε σχέση με ένα καλό σύστημα home cinema "όλα σε ένα", θα πρέπει να καταβάλλει το λιγότερο... 2x το κόστος του δεύτερου. Συνήθως παραπάνω. Με αυτά τα χρήματα, ωστόσο, "αγοράζει" δύο πράγματα. Το ένα είναι η ευκολία στη διαχείριση πολλών πηγών στο ίδιο home cinema, αφού οι σύγχρονοι ενισχυτές ελέγχουν από 5 έως 9 συσκευές και μπορούν να διοχετεύσουν την εικόνα των συσκευών αυτών σε 2 ή και 3 μέσα προβολής.
Το άλλο είναι η ευελιξία στις αναβαθμίσεις: αν στο μέλλον ο κάτοχος ενός "χτισμένου" home cinema χρειαστεί καλύτερο ενισχυτή, αγοράζει αυτόν και κρατά τα ηχεία και το player. Αν θέλει να αλλάξει ηχεία, δεν είναι απαραίτητο πως θα χρειαστεί νέο ενισχυτή (προϋποθέτοντας ότι αυτός να είναι αρκετά ισχυρός ώστε να "οδηγήσει" χωρίς πρόβλημα τα νέα ηχεία). Και, φυσικά, αν θέλει να αποκτήσει ικανότερο player, μπορεί να το κάνει, κρατώντας απαράλλακτο το σύστημα απόδοσης του ήχου - σε αντίθεση με τα ολοκληρωμένα συστήματα home cinema, που από πλευράς δυνατοτήτων συνολικά "ό,τι πληρώσεις στην αρχή, αυτό είναι"... για πάντα.
Εννοείται ότι - ακριβώς όπως συμβαίνει και με τους "χτισμένους" προσωπικούς υπολογιστές - πρακτικά... δεν υπάρχει όριο στο πόσα χρήματα μπορεί να διαθέσει κανείς σε ένα σύστημα home cinema όταν αυτό απαρτίζεται από ξεχωριστά τμήματα. Όσο περισσότερα τα χρήματα, τόσο υψηλότερο το επίπεδο ποιότητας του ήχου και της εικόνας στις ταινίες που παρακολουθούμε, τόσο περισσότερες οι δυνατότητες και οι ευκολίες, τόσα βήματα πιο κοντά στην πολυπόθητη "κινηματογραφική αίσθηση" μέσα στο σαλόνι μας. Όπως πάντοτε, είναι θέμα χρημάτων - αλλά, με αρκετή αναζήτηση και προσεκτικές επιλογές, ίσως λιγότερων απ' όσων φαντάζεται κανείς!
http://www.athinorama.gr