Γράφει ο Λάμπρος Δημητρέλος
Ο πρώτος από τους επτά βασικούς τακτικούς κανόνες για την εμπλοκή αστυνομικών σε ελέγχους και περιστατικά, σύμφωνα με τη διεθνή κι εγχώρια βιβλιογραφία, η οποία οριοθετεί την αστυνομική αυτοπροστασία, είναι η αθέατη ανάπτυξη. Η αθέατη ανάπτυξη επιτυγχάνεται με το να καταφέρουν να φτάσουν οι αστυνομικοί στο πλεονεκτικότερο δυνατόν σημείο για τους ιδίους, χωρίς προηγουμένως να γίνει αισθητή η παρουσία τους απ’ τους υπόπτους, τους δράστες ή τους συνεργούς αυτών (+1). Έτσι, αυτοί δε μπορούν να ξεκινήσουν τη διανοητική προετοιμασία τους εναντίον των αστυνομικών, αφού αδυνατούν να εισέλθουν στο πρώτο βήμα του κύκλου O.O.D.A., δηλαδή να τους παρατηρήσουν - να τους εντοπίσουν. Καθίσταται απολύτως σαφές πως κανένας ύποπτος ή δράστης δε μπορεί να απειλήσει ή να κατευθύνει μια επίθεση σε κάποιον που προηγουμένως δεν έχει δει. Κατά την ευαίσθητη φάση της προσέγγισης λοιπόν, οι αστυνομικοί επιδιώκουν να αναπτυχθούν αθέατα, λαμβάνοντας τη θέση που έχουν επιλέξει, χωρίς ο ύποπτος να είναι ακόμη διανοητικά παρών απέναντί τους, κάτι που θα τον οδηγήσει στο να αιφνιδιαστεί. Καταφέρνοντας οι αστυνομικοί να αιφνιδιάσουν τον ύποπτο/δράστη τον οδηγούν:
[i] Στο να μη μπορεί να εφαρμόσει το σχέδιο δράσης του (ή να αργήσει δραματικά να το εφαρμόσει, δίνοντας χρόνο στους αστυνομικούς να αναπτύξουν το δικό τους),
[ii] Στο να αγνοεί κάποια από τα πραγματικά περιστατικά της τακτικής κατάστασης, όπως λ.χ. τον αριθμό των αστυνομικών ή την ακριβή θέση τους,
[iii] Στο να μη μπορεί να προβλέψει τις εξελίξεις και τις επόμενες κινήσεις των αστυνομικών, δίνοντας σε αυτούς τον χρόνο να ολοκληρώσουν πρώτοι τον κύκλο O.O.D.A. τους και νομοτελειακά να επικρατήσουν στην αντιπαράθεση.
Ένας ύποπτος/δράστης που αιφνιδιάζεται λοιπόν, δεν είναι διανοητικά προετοιμασμένος και η ετοιμότητά του βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο (αδράνεια, άγνοια των πραγματικών περιστατικών, στρες για αποφυγή της σύλληψης κ.α.), ενώ οι αστυνομικοί που προηγούνται σε ετοιμότητα τίθενται σε πλεονεκτικότερη θέση απ’ αυτόν.
Η κατασκευάστρια εταιρεία επέλεξε τα φώτα θέσεως να ενεργοποιούνται με το που γυρίσει το κλειδί στη μίζα και να παραμένουν ενεργοποιημένα μόνιμα, μόνα τους ή ταυτόχρονα μαζί με τα φώτα διασταυρώσεως ή πορείας. Η λειτουργία τους αυτή, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερο σχήμα τους, καθιστά πολύ αναγνωρίσιμη την εμπρόσθια όψη των οχημάτων αυτών, κάτι που οδηγεί στην ακύρωση της αθέατης ανάπτυξης των αστυνομικών περιπολίας και στην κατά συνέπεια απώλεια κάθε στοιχείου αιφνιδιασμού. Το ζήτημα με τα φώτα θέσεως ωστόσο, δύναται να επιλυθεί μέσω μιας μικρής τεχνικής παρέμβασης από την εταιρεία, προσφέροντας τη δυνατότητα της κατά βούλησιν απενεργοποίησής τους από το πλήρωμα των αστυνομικών.
Τα νέα περιπολικά της αστυνομίας, φέρουν φωτιστικά σώματα ιδιαιτέρου σχήματος, με κύριο χαρακτηριστικό δύο φωτεινές γραμμές στη σκάλα θέσεως, οι οποίες ομοιάζουν με φρύδια προσώπου. Μια ακόμη ιδιαιτερότητα είναι πως αυτά τα «φωτεινά φρύδια» είναι μονίμως αναμμένα εκ κατασκευής, από τη στιγμή που τίθεται σε λειτουργία ο κινητήρας του αυτοκινήτου και δεν υπάρχει τρόπος απενεργοποίησής τους –προφανώς για λόγους οδικής ασφάλειας-. Ωστόσο, δεν απενεργοποιούνται ούτε όταν ο οδηγός ενεργοποιήσει χειροκίνητα τη σκάλα διασταυρώσεως (για οδήγηση τη νύχτα) ή τη σκάλα πορείας (για οδήγηση σε πολύ σκοτεινό περιβάλλον). Σε οποιαδήποτε συνθήκη λειτουργίας του οχήματος λοιπόν, τα φωτεινά αυτά «φρύδια» είναι πολύ χαρακτηριστικά και κυριαρχούν στην εμπρόσθια εικόνα του αυτοκινήτου.
Η αστυνομική εμπειρία κατέδειξε αυτό το χρονικό διάστημα σε όσους αστυνομικούς περιπολίας επιχειρούμε με αυτόν τον τύπο περιπολικού, πως λόγω της μαζικής προμήθειας αυτού του τύπου οχημάτων σε όλη την Ελλάδα, στα μυαλά των υπόπτων και των δραστών, υπάρχει πλέον ταύτιση των «φωτεινών φρυδιών» με την έλευση περιπολικού. Έτσι, παρά την επιδίωξη των αστυνομικών περιπολίας να αναπτυσσόμαστε αθέατα, δηλαδή «να μας αντιλαμβάνονται όσο γίνεται πιο αργά», οι ύποπτοι/δράστες αναγνωρίζουν τη σιλουέτα αυτών των περιπολικών από απόσταση, κατά την ευαίσθητη φάση της προσέγγισής μας. Το φαινόμενο αυτό, αυτονόητα παρατηρείται εντονότερα τις νυχτερινές ώρες οπότε τα φώτα του περιπολικού είναι εμφανώς πιο ορατά, ωστόσο τις ίδιες ώρες τα αδικήματα και τα περιστατικά στα οποία επιλαμβάνονται οι αστυνομικοί περιπολίας τείνουν να είναι σοβαρότερα και οι συνθήκες αιφνιδιασμού των υπόπτων/δραστών από την πλευρά των αστυνομικών ευνοϊκότερες, λόγω σκότους. Κάτι το οποίο τελικά δεν επιτυγχάνεται λόγω των φωτεινών αυτών φρυδιών... Είναι πλέον σύνηθες να στρίβει το περιπολικό σε έναν κακοφωτισμένο στενό δρόμο και στο βάθος του οι αστυνομικοί να διακρίνουν φιγούρες να τρέπονται σε φυγή, καθώς από μακριά έχουν αντιληφθεί την ύπαρξη του περιπολικού λόγω των χαρακτηριστικών «φωτεινών φρυδιών». Αυτό ωστόσο είναι το καλύτερο σενάριο, καθώς δεν πρέπει να υποτιμούμε τον αυξημένο κίνδυνο ενέδρας (είτε προσχεδιασμένης, είτε ευκαιριακής) κατά των διερχόμενων αστυνομικών, καθώς και τον κίνδυνο επίθεσης από +1 συνεργό κατά την προσέγγιση σε σήματα.
Τα χαρακτηριστικά «φωτεινά φρύδια», έχουν πλέον ταυτιστεί από τους υπόπτους/δράστες, αλλά και από το ευρύ κοινό, με την έλευση περιπολικού. Σε αυτό μεταξύ άλλων, συνετέλεσε και η δημιουργία, κατά τη διάρκεια των περιόδων καραντίνας, ειδικών ομάδων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -σε όλη τη χώρα- εντός των οποίων, οι χρήστες ενημερώνονταν για σημεία διενέργειας αστυνομικών ελέγχων και τρόπους αναγνώρισης διερχομένων περιπολικών.
Οι Έλληνες αστυνομικοί είχαν βιώσει και παλαιότερα την εκ του μακρώθεν αναγνώριση της σιλουέτας των περιπολικών τους, με τους ογκώδεις περιστρεφόμενους φάρους που προεξείχαν πολύ δημιουργώντας χαρακτηριστικό ψηλό όγκο πάνω από την οροφή του αυτοκινήτου. Ωστόσο αυτό το εξισορροπούσαν με τεχνικές αντιπερισπασμού, λ.χ. τη χρήση μεγάλης σκάλας (φώτα πορείας) κατά την περιπολία σε σκοτεινά δρομάκια γειτονιών των μεγαλουπόλεων, κάτι το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δε μπορεί να επιτευχθεί, καθώς όπως προαναφέρθηκε τα «φωτεινά φρύδια» που σχηματίζουν τα φώτα θέσεως του συγκεκριμένου τύπου περιπολικού παραμένουν ενεργοποιημένα, τόσο στα φώτα διασταυρώσεως, όσο και στα φώτα πορείας.
Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο όχημα είναι ακατάλληλο για αστυνομική χρήση; Κάθε άλλο! Ενδεικτικά, η αστυνομία θα μπορούσε συνολικά ως Σώμα να έρθει σε συνεννόηση με την κατασκευάστρια εταιρεία, ώστε με μια μικρή τεχνική παρέμβαση να υπάρξει η δυνατότητα απομόνωσης της σκάλας θέσεως με διακόπτη, κατά τη βούληση του πληρώματος του περιπολικού σύμφωνα με τις τακτικές συνθήκες. Ακόμη κι αν αυτό φαντάζει δύσκολα υλοποιήσιμο, λόγω του μεγάλου πλήθους των περιπολικών, θα μπορούσε να υλοποιηθεί μεμονωμένα από υπηρεσίες αιχμής στην εποχούμενη αστυνόμευση, όπως λ.χ. η Άμεση Δράση και τα αστυνομικά τμήματα που έχουν στον στόλο τους αυτόν τον τύπο περιπολικού.
Σε κάθε περίπτωση, οι αστυνομικοί που περιπολούμε με τα συγκεκριμένα οχήματα, πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν στον σχεδιασμό δρομολογίου κατά την προσέγγιση σε συμβάντα και κατά τη διάρκεια της περιπολίας, ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων μας έχουν αναγνωρίσει κι έχουν προσανατολιστεί σ’ εμάς προτού καν τους παρατηρήσουμε εμείς. Τούτων δοθέντων, ερχόμαστε στη δυσχερή κατάσταση όπου ο ύποπτός μας βρίσκεται ήδη στο 2ο βήμα του κύκλου O.O.D.A., ενώ εμείς δεν έχουμε καν ξεκινήσει τον δικό μας κύκλο… Κι αυτό αποτελεί ένα σοβαρό τακτικό μειονέκτημα για εμάς, τους αστυνομικούς περιπολίας, καθώς η αθέατη ανάπτυξη και ο αιφνιδιασμός που αυτή προσφέρει, είναι δύο αλληλένδετοι παράγοντες που καθορίζουν αποφασιστικά την έκβαση μιας αντιπαράθεσης.
Βιβλιογραφία– Πηγές:
- Street survival, τουCharles Remsberg
- The tactical edge, τουCharles Remsberg
- Αστυνομική αυτοπροστασία, των Αθ. Περδίκη & Αλ. Μπιτζή
- Τακτικές επιβίωσης, του Παν. Πλέσια
- Wikipedia, the free encyclopedia