Η Ελλάδα έχει τα δικά της ξεχωριστά έθιμα τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.
Σε όλη τη χώρα τα παιδιά τριγυρνούν από σπίτι σε σπίτι για να πουν τα κάλαντα τις παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων, ενώ στις δώδεκα τα μεσάνυχτα ανάβουν φωτιές για να διώξουν τους καλικάντζαρους, έθιμο κυρίως της υπαίθρου.
[custom:google-ads]
Στην Ελλάδα απαντάται και το έθιμο με το χριστουγεννιάτικο καραβάκι που στη Χίο αποτελεί τοπικό έθιμο της Πρωτοχρονιάς με ομοιώματα πλοίων.
Σε μερικές περιοχές όπως στην Κορινθία στην περιοχή της Νεμέας υπήρχε το έθιμο της ψυχοκόρης, δηλαδή το πρωί των Χριστουγέννων όταν γύριζαν από την εκκλησιά η έφηβη κόρη του σπιτιού τους περίμενε έχοντας βάλει πάνω στην πιατέλα όλα τα παραδοσιακά εδέσματα της Νεμέας: κουραμπιέδες, δίπλες, μελομακάρονα, τηγανόψωμα, ξεροτήγανα και γλυκά του κουταλιού. Εκτός από αυτά προσέφεραν και στον άντρα της οικογένειας λικέρ.
Επίσης το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έβαζαν ακόμα και πλαστικά κλαδιά(παλιότερα από αμπέλια) πάνω από τα τζάκια, πλένονταν καλά για να μην τους κατουρήσουν όπως έλεγαν οι καλικάντζαροι και σκέπαζαν καλά τα γλυκά.
Στη νησιωτική χώρα, κυρίως στη Σάμο τα Χριστούγεννα τα ζώα μέχρι να μεσημεριάσει δεν τα έβγαζαν έξω, διότι πίστευαν ότι αν τα δει η Πούλια θα τους αφήσει ένα σημαδιακό αστέρι που αν έχει 6 γωνίες θα πεθάνουν και αν έχει 4 θα αρρωστήσουν.
Ακόμη και σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας διατηρείται το έθιμο του Χριστόψωμου, όπου κάθε Χριστούγεννα οι νοικοκυρές φτιάχνουν ένα ψωμί που είναι σταυρωτά κεντημένο και την ημέρα των Χριστουγέννων το κυλούν πάνω στο τραπέζι. Αν πέσει από την ανάποδη μεριά του, η χρονιά θα πάει άσχημα ενώ αν πέσει από την καλή, θα πάει καλά και η χρονιά.
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα) στο τζάκι του σπιτιού.
Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο , για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια.
Έτσι, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην πυροστιά το Χριστόξυλο. Ο λαός λέει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός, εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα.
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδος και της Θεσσαλίας είναι η γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά. Λέγεται πως, οι οικογένειες αγόραζαν το γουρούνι, από το μήνα Μάιο και το συντηρούσαν με κολοκύθια και πίτυρα, σε νερό, είτε στο ποτάμι. Το γουρούνι ήταν απαραίτητο για ένα αγροτικό σπίτι, καθώς από το γουρούνι έπαιρναν τη λίπα, το κρέας, τα λουκάνικα κι έφτιαχναν τα γουρνοτσάρουχα. Αποτελούσε ντροπή για το σπίτι εκείνο, που δεν είχε γουρούνι, καθώς θεωρούνταν παρακατιανό, φτωχό κι ανοικοκύρευτο.
Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Οικογένειες, συνήθως συγγενικές, καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της.
Με παραδοσιακές φουφούδες και την επίσκεψη του Καππαδόκη Αι Βασίλη γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στην πόλη της Καβάλας. Το εμπορικό κέντρο της πόλης την παραμονή των Χριστουγέννων θυμίζει μια μεγάλη ψησταριά.
Στους περισσότερους πεζόδρομους, αλλά και στα πεζοδρόμια, οι έμποροι στήνουν υπαίθριες ψησταριές, τις λεγόμενες φουφούδες και προσφέρουν σε όλους τους περαστικούς ψητά κρέατα και ντόπιο κόκκινο κρασί.
Από τότε, στην Ήπειρο έχουν τη συνήθεια στα χωριά της Αρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει. Σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήτανε νύχτα σκοτεινή. Τότε, βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους.