1. Ο θεσμός της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και η κατοχύρωσή της όχι μόνο ως ηθικού, αλλά και ως περιουσιακού δικαιώματος, παρουσιάζει ιδιαίτερο δικαιοπολιτικό ενδιαφέρον. Κυριότερη ιδιομορφία του περιουσιακού δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας είναι το γεγονός, ότι εμφανίζεται ως δικαίωμα απόλυτο μεν στις εξουσίες που περιέχει, περιορισμένο δε στη χρονική του διάρκεια. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έχει κατ΄επανάληψη αποφανθεί, ότι τελικά ο κυριότερος στόχος της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ουσιαστικά η διάδοση των ιδεών.
2. Στην Ελλάδα ο ν. 2121/1993 ήλθε να αντικαταστήσει το ν.2387/1920 και προβλέπει με το άρθρο 66 ποινικές κυρώσεις για το έγκλημα της κλοπής της πνευματικής ιδιοκτησίας, περιέχοντας εκτενή περιπτωσιολογία. Ο νόμος υπαγάγει για πρώτη φορά δύο νέες περιπτώσεις πέραν των κλασσικών και γνωστών από το καθεστώς του προϊσχύσαντος δικαίου, στα εγκλήματα της κλοπής της πνευματικής ιδιοκτησίας. Πρόκειται για τα συγγενικά δικαιώματα (άδεια από ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, από παραγωγούς υλικών φορέων και από ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, βλ. άρθρα 46-48) και τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Με αυτό τον τρόπο εναρμονίζεται η νομοθεσία μας με την Οδηγία 91/250 ΕΟΚ της 14-5-1991 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών.
3. Με τη διάταξη του άρθρου 66 του ν. 2121/1993 προβλέπονται οι ποινικές κυρώσεις για το έγκλημα της κλοπής της πνευματικής ιδιοκτησίας και περιγράφονται τα στοιχεία αυτού. ΄Ετσι τιμωρείται ποινικώς, όποιος χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή των αντίστοιχων διεθνών συμβάσεων (Διεθνής Σύμβαση της Βέρνης, Παγκόσμιος Διεθνής Σύμβαση περί πνευματικής ιδιοκτησίας, που έχουν κυρωθεί με το νόμο 100/1975) εγγράφει σε υλικό φορέα ήχου ή εικόνας, αναπαράγει στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή διασκευή, θέτει σε κυκλοφορία ( αρκεί να καθίσταται προσιτό στο κοινό), χρησιμοποιεί κατά παράβαση περιοριστικών όρων, παρουσιάζει στο κοινό (π.χ. παράσταση θεατρικού έργου, συναυλία κ.λ.π.), εκτελεί δημόσια (χωρίς όμως η παρουσίαση να είναι ζωντανή, αλλά προέρχεται από δίσκο, κασέτα, CD, βιντεοκασέτα κ.λ.π.), μεταδίδει ραδιοτηλεοπτικά κατά οποιονδήποτε τρόπο (εδώ νοείται η μετάδοση ή αναμετάδοση από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό) και γενικά εκμεταλλεύεται έργο που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (π.χ χρησιμοποίηση σε διαφημιστικά spots), ή εισάγει αντίτυπα ή οργανώνει δημόσια εκτέλεση τέτοιου έργου στο κοινό και να το παρουσιάζει αναλλοίωτο χωρίς προσθήκες ή περικοπές.
4. Σύμφωνα με το άρθρο 2 ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή (στην έννοια της πρωτοτυπίας αναφέρονται οι ΑΠ 1118/2006, 2330/2007, 513/2008). Αναφέρεται ενδεικτικά εκτενής σειρά έργων, όπως γραπτά ή προφορικά κείμενα, μουσικές συνθέσεις, θεατρικά και χορογραφικά έργα, ζωγραφικά, γλυπτά, αρχιτεκτονικά, φωτογραφικά κ.λ.π. Δημιουργός του έργου τεκμαίρεται (μαχητό τεκμήριο) το πρόσωπο του οποίου το όνομα εμφανίζεται πάνω στον υλικό φορέα (άρθρο 10 παρ.1 και 2). Οι τίτλοι των μουσικών έργων και τα ονόματα των δημιουργών πρέπει να αναφέρονται οπωσδήποτε, καθόσον αυτά αποτελούν το αντικείμενο του εγκλήματος (ΑΠ 2054/2007,1731/2008). Η προστασία του νόμου δεν εκτείνεται σε επίσημα κείμενα, με τα οποία εκφράζεται η άσκηση πολιτειακής αρμοδιότητας και ιδίως σε νομοθετικά, διοικητικά ή δικαστικά κείμενα, καθώς και στις εκφράσεις της λαϊκής παράδοσης, στις ειδήσεις και στα απλά γεγονότα ή στοιχεία ( παρ.5 ιδίου άρθρου).
5.Υπαίτιος εκ του νόμου (άρθρο 66 παρ,1) θεωρείται όποιος έχει δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου ή των διεθνών συμβάσεων εγγράφει, αναπαράγει, κυκλοφορεί, εκτελεί, μεταδίδει, εκμεταλλεύεται κ.λ.π. Βεβαίως στην πράξη δημιουργούνται αμφιβολίες σε περίπτωση που υπαίτιος τυγχάνει επιχειρηματίας και η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας προϋποθέτει ενέργειες εργαζομένων ή άλλων προστηθέντων. Τέτοια περίπτωση αποτελεί αυτή των ιδιοκτητών κέντρων διασκεδάσεως, οι οποίοι ισχυρίζονται, ότι ο υπαίτιος πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ο διευθυντής της ορχήστρας ή ο τραγουδιστής κ.λ.π. Το θέμα όμως αυτό έχει επιλυθεί κυρίως από τις διατάξεις του Εργατικού Δικαίου, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν αναγνωρίζουν ποινική ευθύνη των εργαζομένων σε θέματα αναγόμενα στην επιχειρηματική δραστηριότητα του υπαιτίου, ιδίως στις ομαδικές σχέσεις εργασίας, όπως είναι π.χ. οι σχέσεις ιδιοκτητών κέντρων διασκεδάσεως (ή διοργανωτών συναυλιών κ.λ.π.) με την ορχήστρα ή άλλο μουσικό συγκρότημα, όπως επίσης και οι σχέσεις μεταξύ θεατρικού επιχειρηματία και θιάσου κ.λ.π.. Τέλος δεν μπορεί να εξαιρεθεί κανείς υπαίτιος, όποια ιδιότητα και αν έχει π.χ Δήμαρχος διοργανώνει συναυλία. ΄Ένα άλλο πρόβλημα δημιουργείται στην περίπτωση που οι πράξεις διαπράχθηκαν από νομικά πρόσωπα, αφού αποκλείεται η ποινική ευθύνη αυτών. Την ποινική ευθύνη φέρουν τα φυσικά πρόσωπα, που ενήργησαν ως εκπρόσωποι του νομικού προσώπου (ΑΠ 260/61).
6. Το παρόν έγκλημα είναι τυπικό (και όχι εκ του αποτελέσματος), σωρευτικώς μικτό και διώκεται αυτεπαγγέλτως, σε αντίθεση με το προϊσχύον δίκαιο που εδιώκετο κατ΄έγκληση. Επίσης διώκεται εκ δόλου (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος). Η απόφαση (ΑΠ 307/2008) αναφέρει: «Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει, ότι το άρ. 66 παρ. 1 καθιερώνει έγκλημα αυτεπαγγέλτως διωκόμενο και σωρευτικώς μικτό για την προστασία του εννόμου αγαθού της πνευματικής ιδιοκτησίας από διάφορους τρόπους προσβολής της, καθένας από τους οποίους συνιστά αυτοτελές έγκλημα προσβολής του αυτού εννόμου αγαθού». Η απόφαση λοιπόν αναγνωρίζει ότι το έννομο αγαθό είναι ένα, αλλά πολλοί οι τρόποι προσβολής του, καθένας από τους οποίους αποτελεί αυτοτελώς πραγμάτωση μιας εγκληματικής μονάδας. Περιπτώσεις πλάνης, πραγματικής (δηλ. άγνοιας ή εσφαλμένης εκτίμησης συστατικών όρων της αντικειμενικής υπόστασης) ή νομικής (δηλ. άγνοιας ή εσφαλμένης αντίληψης του αξιοποίνου) είναι πολύ δύσκολο να εμφανιστούν. Η περίπτωση να επικαλεστεί κανείς ότι, με την αγορά της κασέτας μουσικής, πίστεψε ότι απέκτησε και το εγγεγραμμένο έργο και επομένως μπορούσε να το μεταδώσει στο κοινό, αντιμετωπίζεται στο νόμο με το άρθρο 17, το οποίο ορίζει ρητά, ότι η μεταβίβαση της κυριότητας του υλικού φορέα, στον οποίο είναι εγγεγραμμένο το έργο, δεν επιφέρει μεταβίβαση και του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και δεν παρέχει στον αποκτώντα το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου. Τέλος το εν λόγω έγκλημα μπορεί να συρρεύσει με αυτό της πλαστογραφίας και απάτης, όπως έγινε δεκτό από τη νομολογία, η οποία επιπλέον έκρινε και την αγορά «πειρατικών» κασετών ως αποδοχή προϊόντος εγκλήματος.
7. Για τη διερεύνηση της υπόθεσης και βεβαίωσης του εγκλήματος της κλοπής της πνευματικής ιδιοκτησίας ο ανακριτικός υπάλληλος είναι από το νόμο ελεύθερος να χρησιμοποιήσει όποιο αποδεικτικό μέσο νομίζει, κατά την ανέλεγκτη κρίση του (ΑΠ 187/1986) τηρώντας βέβαια τους κανόνες των επιμέρους αποδεικτικών μέσων, ότι θα είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεσματικό, όπως και κάθε συνδυασμό των μέσων αυτών. Μπορεί λ.χ. να κάνει αυτοψία, να εξετάσει μάρτυρες με ειδικές γνώσεις, να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, να κάνει έρευνες κ.ο.κ. Ο συνδυασμός δύο ή περισσοτέρων αποδεικτικών μέσων δεν αποκλείεται. ΄Ετσι στην περίπτωση διενέργειας αυτοψίας προβλέπεται (άρθρο 182 ΚΠΔ) η δυνατότητα πρόσληψης μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων, «που ορκίζονται νομότυπα», για να γίνει ο καθορισμός πραγμάτων ή τόπων ή της ταυτότητας των προσώπων ή για να δοθούν άλλα χρήσιμα στοιχεία.
8. Στο άρθρο 63 του ν.2121/1993 προβλέπεται η αστυνομική παρεμπόδιση πράξεων που επίκεινται και που θα αποτελούσαν προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας. Με αυτό τον τρόπο θα μπορεί να ελέγχεται προληπτικά η τήρηση του νόμου. Ειδικότερα σύμφωνα με (827/1994) γνωμοδότηση του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, η υποχρέωση της αστυνομικής αρχής (άρθρο 63 παρ.1) για απαγόρευση της δημόσιας εκτέλεσης έργου αναφέρεται σε κάθε περίπτωση επικείμενης πράξης προσβολής και όχι μόνο στις ενδεικτικά μνημονευόμενες στις ως άνω διατάξεις (δημόσια εκτέλεση θεατρικού ή κινηματογραφικού ή μουσικού έργου) ως τις πλέον συνήθεις περιπτώσεις της, χωρίς άδεια του δημιουργού, δημόσιας εκτέλεσης έργου.