Το τελευταίο χρονικό διάστημα γινόμαστε μάρτυρες παραβατικών συμπεριφορών ανά την Επικράτεια που στοχοποιούν είτε αμιγώς τις Δημόσιες υπηρεσίες αποσκοπώντας στη διακοπή της εύρυθμης λειτουργίας τους, είτε ειδικότερα υπαλλήλους αυτών εκ της ιδιότητάς τους και μόνο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ως προς την δεύτερη περίπτωση αποτελούν οι δεκάδες, δολοφονικές επιθέσεις σε βάρος αστυνομικών που διατίθενται στη λήψη πάσης φύσεως μέτρων (π.χ. γήπεδα, φύλαξη στόχων, σκοποί αστυνομικών υπηρεσιών, κλπ.), αναίτια και απρόκλητα, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Οι προβληματισμοί που γεννώνται εύλογα αφορούν την παρέμβαση και συμμετοχή με ιδιότητα διαδίκου του Δημοσίου ως άμεσα ή έμμεσα θιγόμενου από τέτοιες συμπεριφορές στην ποινική δίκη, το αποτέλεσμα της οποίας άλλωστε αποτελεί πρόκριμα και για την αντίστοιχη πολιτική.
Από καθαρά νομικής άποψης, ως γίνεται πλέον παγίως θεωρητικά και νομολογιακά δεκτό, η έννοια της πολιτικής αγωγής έχει διφυή χαρακτήρα, αφορώντας κατά το ένα μέρος την επιδίωξη αποκατάστασης από το έγκλημα και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (αστικός χαρακτήρας), κατά το δεύτερο μέρος την ενεργή συμμετοχή του στην ποινική δίκη επηρεάζοντας την εξέλιξη και το αποτέλεσμα αυτής, ήτοι για την υποστήριξη της κατηγορίας και μόνον (ποινικός χαρακτήρας).
[custom:google-ads]
Ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της ενεργητικής συμμετοχής διαδίκων στην ποινική δίκη, έχει με σειρά νομοθετημάτων αναγνωρίσει τέτοιο δικαίωμα σε πλείονα φυσικά ή νομικά πρόσωπα,. Ως πρόσφατα παραδείγματα, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, παρατίθενται τα κάτωθι:
Α) Άρθρο 20§7 του Ν.4039/2012 (προστασία ζώων συντροφιάς), ως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 29 του Ν.4509/2017: «7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων του παρόντος νόμου, ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να παρίσταται αυτοτελώς και κάθε φιλοζωικό σωματείο που δραστηριοποιείται σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, ανεξάρτητα αν έχει υποστεί περιουσιακή ζημία, προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο (…)».
Β) Άρθρο 9 του Ν.4194/2014 «Κώδικας Δικηγόρων», όπου κατά τη ρητή διατύπωση του 2ου εδαφίου της παρ. 1 προβλέπεται ότι: «Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος δικαιούται να παρίσταται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ως πολιτικώς ενάγων για την υποστήριξη της κατηγορίας (σ.σ. επί περιπτώσει αντιποίησης της δικηγορίας)». Μάλιστα ειδικά ως προς αυτήν την διάταξη, στον προϊσχύοντα Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954) τέτοια πρόβλεψη δεν υφίστατο, γεγονός που καταδεικνύει την de jure αποδοχή από πλευράς νομοθέτη των σύγχρονων αναγκών της ποινικής δίκης που επιτάσσουν «δυναμική» παρέμβαση του θιγόμενου, ανεξαρτήτου νομικής υπόστασης.
Αναφορικά με το δικαίωμα παράστασης του Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος σε ποινικές δίκες, με ρητή νομοθετική πρόβλεψη έχει εκχωρηθεί τέτοιο δικαίωμα π.χ. για την περίπτωση παραβάσεων του Δασικού Κώδικα (βλ. άρθρο 294 του ΝΔ 86/1969 Δασικός Κώδικας), για παραβάσεις της νομοθεσίας σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 28 Ν.1650/1986), κ.ά.
Το γεγονός αυτό, ήτοι της αναγόρευσης του ιδίου του Δημοσίου σε διάδικο της ποινική δίκης αποκτώντας όλα τα σχετικά δικαιώματα που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (από την απλή πρόσβαση στο σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας έως τη δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων σε μάρτυρες και κατηγορουμένους), καταφάσκει υπέρ της αναγκαιότητας προστασίας σειράς εννόμων αγαθών με έντονη την κρατική παρέμβαση, αφού το Δημόσιο εμφανίζεται άμεσα θιγόμενο. Βέβαια, αβίαστα εγείρεται αντίλογος ως προς τέτοια αναγκαιότητα, κατά το μέρος που αφορά την παράσταση και εκπροσώπηση του Εισαγγελέα σε όλα τα στάδια της ποινικής δίκης (προδικασία, διαδικασία στο ακροατήριο κ.λπ.) ως κατηγορούσας αρχής η οποία στο όνομα της Πολιτείας ασκεί την ποινική δίωξη, αλλά δεν πρέπει επ’ ουδενί να παραβλέπεται το γεγονός ότι ο εισαγγελέας αφενός μεν δεν καθίσταται εκ του γεγονότος αυτού «διάδικος», αφετέρου δε, δεν είναι «αντίδικος» του κατηγορουμένου (άρα δεν έχει μονόπλευρο ρόλο ως κατήγορος, τουτέστιν στην πορεία μπορεί να διαφοροποιηθεί κατά την εκφορά γνώμης), κάτι που απορρέει από τη γενικότερη αρχή της ουσιαστικής αναζήτησης της αλήθειας που διατρέχει το ισχύον ποινικό δικονομικό μας σύστημα.
Πιο συγκεκριμένα στο πλαίσιο της παρούσας, σε αδικήματα π.χ. αντίστασης, απείθειας, στάσης, κ.λπ. (βλ. 5ο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, άρθρα 167 επ.), προσβάλλεται ευθέως ως έννομο αγαθό η ίδια η πολιτειακή εξουσία, πλην όμως στο ακροατήριο καταλήγουν να την «υπερασπίζονται» ένας-δύο αστυνομικοί, χωρίς την υποβοήθηση του έργου τους από δικηγόρο (όταν ο κατηγορούμενος δικαιούται να παρίσταται με έως και τρεις συνηγόρους). Επιπροσθέτως, ανεξαρτήτου της έλλειψης ανάλογης νομικής κατάρτισης από πλευράς μαρτύρων-αστυνομικών (επί παραδείγματι, γνωστή τυγχάνει η αναγκαιότητα ακριβολογίας στην παράθεση των γεγονότων, αφού μια κοινή λέξη της καθομιλουμένης υποστασιοποιείται διαφορετικά στο πλαίσιο της νομικής ορολογίας και δη διακριτά κατά κλάδο δικαίου, π.χ. άλλη η έννοια της «αμέλειας» κατά τον Ποινικό Κώδικα ως στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης και άλλη κατά τον Αστικό Κώδικα, ενίοτε αποβαίνοντας ακόμα και σε βάρος του κατηγορουμένου. Τέλος, σε αντίστοιχες διοικητικές δίκες, παρίσταται από πλευράς Δημοσίου ο κατά περίπτωση Νομικός Σύμβουλος, και όχι τυχαία βέβαια, βλ. π.χ. αγωγές αποζημίωσης κ.λπ. (σ.σ. δυστυχώς τα τελευταία χρόνια και αυτό έχει καταλήξει αστυνομικό πάρεργο, με κλασσικό πλέον παράδειγμα τις υποθέσεις αλλοδαπών).
Αντίστοιχα, ακόμη και εάν ο αστυνομικός είναι ο ίδιος παθών, για παράδειγμα αδίκημα απλής ή βαριάς σωματικής βλάβης, εξύβρισης, απειλής, κ.ά., στην ποινική δίκη καταλήγει απελπιστικά μόνος, πληρώνοντας με ίδια έξοδα ή στην καλύτερη περίπτωση μέσω κάποιας συνδικαλιστικής ένωσης τον δικηγόρο για την έγερση της πολιτικής αγωγής. Το γεγονός αυτό, αν και εκ πρώτης όψεως απλώς καταδεικνύει την αδιαφορία της Πολιτείας προς τους υπαλλήλους της, έχει βαθύτερες προεκτάσεις. Και τούτο διότι, παθών εμμέσως είναι και το Δημόσιο, το οποίο θα κληθεί να πληρώσει νοσήλια για έναν τραυματία αστυνομικό, να στερηθεί τις υπηρεσίες του ενίοτε για μακρό χρονικό διάστημα αποζημιώνοντάς τον όμως με την καταβολή του μισθού του, και - αποφευκτέο μεν - κάποιες φορές να στερηθεί παντελώς τις υπηρεσίες τους. Όμως, η εκπαίδευση ενός αστυνομικού κοστίζει δεκάδες χιλιάδες ευρώ (γερμανοί συνάδελφοι μου ανέφεραν αντίστοιχα ότι η τριετής εκπαίδευση γερμανού Αξιωματικού κοστολογείται περίπου 130.000 ευρώ, για την Ελλάδα δεν διαθέτω στοιχεία πλην όμως αν υπολογιστούν μόνο σίτιση-διατροφή-χορήγηση συγγραμμάτων κ.λπ. εύκολα προσδιορίζεται ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό). Και φυσικά η αντικατάσταση ενός αστυνομικού δεν γίνεται με το αριθμητικό σχήμα 1-1, τουτέστιν υφίσταται η εμπειρία, κατάρτιση, ατομικές δεξιότητες και λοιπά ατομικά στοιχεία του αστυνομικού που αποχωρεί (που πολλές φορές είναι προϊόν και απότοκος προσωπικής προσπάθειας και διάθεσης ιδιωτικού χρόνου και πόρων), τα οποία δεν αποτιμώνται σε οικονομικούς όρους και ούτε μπορεί ένας νεοπροσληφθείς άμεσα να ανέλθει σε τέτοιο επίπεδο. Εξ ου και κατά την προσωπική μου άποψη η αποθετική ζημία του Κράτους, την οποία δυστυχώς σήμερα ουδείς υπολογίζει.
Συμπερασματικά, φρονώ ότι είναι ώριμες οι συνθήκες να προταχθεί η προάσπιση του Δημοσίου συμφέροντος σε σειρά αδικημάτων στρεφόμενων κατά του ιδίου ή υπαλλήλων του (όχι μόνο αστυνομικών), αφενός μεν με τη θεσμοθέτηση της ιδιότητας του διαδίκου στην ποινική δίκη ως πολιτικώς ενάγοντος, αφετέρου δε, με την έγερση αγωγών αποζημίωσης ανάλογου μεγέθους με την προκληθείσα βλάβη και την υποστήριξή τους με τον πλέον δυναμικό τρόπο στις δικαστικές αίθουσες. Τα ανωτέρω δύνανται να αποτελέσουν αφορμή για προβληματισμό και εκδήλωση ανάλογων ενεργειών από πλευράς συνδικαλιστικών οργανώσεων, στο πλαίσιο του ρόλου και της αποστολής τους.
(Άρθρο αναγνώστη του Policenet)