Είκοσι περίπου χρόνια μετά την ανακήρυξη του αυτονόητου Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΔΕΑΧ) Ελλάδος-Κύπρου από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, η τουρκική επιθετικότητα με τον κλιμακούμενο και απροκάληπτο τρόπο δια του οποίου εφαρμόζεται εναντίον της Λευκωσίας, φαίνεται να αφυπνίζει αντανακλαστικά εθνικής συσπείρωσης που βρίσκονταν εν υπνώσει για πολλά χρόνια και που ομολογουμένως πληγώθηκαν από τον τρόπο διαχείρισης της οικονομικής κρίσης του Κυπριακού «κουρέματος» τον Μάρτιο του 2013.
του Θεόδωρου Τσακίρη
Παρά τον σταδιακό ευτελισμό της αποτρεπτικής αξιοπιστίας του ΔΕΑΧ μετά τη γνωστή κατάληξη του ζητήματος των S-300 και την ακύρωση των κοινών ασκήσεων Νικηφόρος-Τοξότης, η γεωστρατηγική πραγματικότητα που δημιούργησε την αναγκαιότητα κήρυξης του ΔΕΑΧ εξακολουθούσε και εξακολουθεί να ισχύει. Η πραγματικότητα αυτή είναι απλούστατη. Για την Τουρκία διαχωρισμός του Αιγαίου από την Κύπρο δεν υφίσταται. Οι δύο χώροι, συμπεριλαμβανομένης της Θράκης και του ελληνικού τμήματος του Λυκικού Πελάγους με επίκεντρο το νησιωτικό σύμπλεγμα της Μεγίστης, αντιμετωπίζονται από την Άγκυρα ως ενιαίο γεωστρατηγικό σύνολο/σύστημα. Αν και ορισμένοι πολιτικοί στην Ελλάδα και την Κύπρο κώφευαν και επέλεγαν να αγνοήσουν αυτήν την πραγματικότητα, η παρουσία του Barbaros και του τουρκικού συνοδευτικού στολίσκου θα πρέπει να αποδομήσει και τις έσχατες ψευδαισθήσεις μας αναφορικά με τον τρόπο που η Άγκυρα αντιλαμβάνεται το χώρο και τις επιδιώξεις της. Η καταναγκαστική διπλωματία των κανονιοφόρων που εφαρμόζει κατά της Κύπρου επιδιώκει -κατ’ελάχιστον- να επιτύχει ότι η ανικανότητα της διπλωματικής διαχείρισης της κρίσης του 1987 προκάλεσε στο Αιγαίο δια της συνόδου Davos Ι το 1988.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου κέρδισε την κρίση του Seismik που δημιούργησε η κυβέρνηση Ozal το 1987, συναίνεσε ένα χρόνο μετά σε αυτό που η Άγκυρα αξιώνει τώρα από τη Λευκωσία: την παύση των ενεργειών εξερεύνησης & παραγωγής υδρογονανθράκων σε μια θαλάσσια ζώνη που η Τουρκία αυθαίρετα αξιώνει ότι της ανήκει ή (στην περίπτωση των ανατολικών θαλασσοτεμαχίων της κυπριακής ΑΟΖ) σε μια περιοχή όπου η Άγκυρα αξιώνει ότι ανήκει στο κατοχικό Ψευδοκράτος που μόνη εκείνη αναγνωρίζει και προστατεύει. Τα αποτελέσματα του Davos Ι είναι γνωστά. Οι διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα που υποτίθεται ότι θα επιταχύνονταν από την πλευρά της Άγκυρας έναντι του προσωρινού moratorium στη διεξαγωγή των ελληνικών πετρελαϊκών ερευνών παραπέμφθησαν στις καλένδες. Η ελληνική βούληση για διαπραγμάτευση στη βάση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας ερμηνεύθηκε από την τουρκική πλευρά ως ένδειξη αδυναμίας μια στιγμή κατά την οποία ήταν σαφής η ναυτική υπεροπλία της Ελλάδος στο Αιγαίο.
Αντι της επίλυσης του ζητήματος -παρά τη διαλλακτικότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο Davos ΙΙ (1992)- η Τουρκία κλιμάκωνε την επιθετικότητά της την ώρα που η Αθήνα μετέτρεπε το προσωρινό moratorium σε οριστικό. Ακολούθησε το casus belli του 1994 και η κρίση των Ιμίων το 1996. Στο πλαίσιο αυτό το 1994 η κυβέρνηση Παπανδρέου επιχείρησε να εφαρμόσσει ένα δόγμα εκτεταμένης αποτροπής ενισχύοντας την αεροναυτική της παρουσία στην Ν.Α. Μεσόγειο. Παράλληλα η Ελλάδα υποστήριξε την ενίσχυση της κυπριακής αεράμυνας σε μια προσπάθεια άρσης του στρατηγικού αποκλεισμού της Μεγαλονήσου από την Τουρκία, την ώρα που η Λευκωσία έκανε τότε τα πρώτα δειλά βήματα της που θα οδηγούσαν στην επίτευξη της πρώτης συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο το 2003. Εσφαλμένα, το σύνολο της πολιτικής του ΔΕΑΧ ταυτίστηκε με το ζήτημα των S-300, που αποτελούσε το λάθος αμυντικό σύστημα, στη λάθος ώρα και στο λάθος γεωστρατηγικό περιβάλλον τόσο περιφερειακά όσο και διεθνώς.
Την περίοδο 1994-2004 η Ρωσία του κ. Γέλτσιν ήταν στα γόνατα, δεν διέθετε κανένα περιφερειακό εταίρο και η βασική της αγωνία ήταν να κρατήσει το μεγαλύτερο μέρος του στόλου της Μαύρης Θάλασσας και τις βάσεις του στην Κριμαϊκή από το ανεξάρτητο ουκρανικό κράτος. Δεν είχε κανένα ουσιαστικό έρεισμα και καμία ουσιαστική στρατιωτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι S-300 χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο ως προειδοποίηση προς στην Άγκυρα για να μη υπερ-επεκταθεί σε βάρος της ρωσικής σφαίρας επιρροής στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Την περίοδο 1994-2004 οι ΗΠΑ προσέβλεπαν από την Τουρκία ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης και θεωρούσαν δεδομένη την υποστήριξη της Άγκυρας σε όλες τις βασικές στρατηγικές τους επιλογές. Σε περιφερειακό επίπεδο αυτό εκφράστηκε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο από την οικοδόμηση του στρατηγικού άξονα Τουρκίας-Ισραήλ με τον οποίο η Αίγυπτος του κ. Μουμπάρακ δεν είχε ούτε διάθεση ούτε ιδιαίτερο λόγο να αντιπαρατεθεί.
Η Τουρκία δεν είχε ακόμη ηγεμονικές φιλοδοξίες στη Μέση Ανατολή, δεν συμμαχούσε με εκείνες τις δυνάμεις (Μουσουλμανική Αδελφότητα) που απειλούσαν την πολιτική τάξη πραγμάτων στην Αίγυπτο και η Συρία αποτελούσε σημαντικό περιφερειακό παίκτη που θα εξισορροπούσε αυτές τις ηγεμονικές φιλοδοξίες ακόμη και εάν υπήρχε. Την περίοδο 1994-2004 η Κύπρος δεν ήταν μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης ούτε βρισκόταν πολύ κοντά στην πιστοποίηση και περαιτέρω ανακάλυψη δυνητικών ενεργειακών πόρρων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Το 2014 η Κύπρος βρίσκεται στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης πλήρες μέλος της Ένωσης και της Ευρωζώνης στο δρόμο σταδιακής εξόδου από τους περιορισμούς του Μνημονίου. Είναι το μόνο κράτος της Ανατολικής Μεσογείου που έχει συμφωνίες ΑΟΖ με τα γειτονικά του κράτη (πλήν Τουρκίας και Ελλάδος) την ώρα που τα κράτη αυτά (Λίβανος, Ισραήλ, Αίγυπτος) δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν ανάλογες συμφωνίες μεταξύ τους.
Το 2014 η Τουρκία έχει αποκλεισθεί από το περιφερειακό υποσύστημα ασφάλειας της Ανατολικής Μεσογείου έχοντας ψυχροπολεμικές σχέσεις με το Ισραήλ από το 2010, με την Αίγυπτο από το 2013 και ανοικτά εχθρικές σχέσεις με τον άξονα Hezbollah-Assad-Σιιτικό Ιράκ-Ιράν. Το 2014 η Τουρκική πολιτική εκλαμβάνεται ως αναθεωρητική και ηγεμονική από τους βασικούς περιφερειακούς εταίρους των ΗΠΑ προεξαρχούντος του Ισράηλ και της ηγέτιδας δύναμης του αραβικού κόσμου. Το 2014 η Τουρκία αρνείται συστηματικά να συνδράμει τις ΗΠΑ σε όλες τις θεμελιώδεις πολιτικές επιλογές της στη Μέση Ανατολή ήδη από το 2003 και αντιμετωπίζει το πλήρες αδιέξοδο στις ενταξιακές της διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. που ξεκινούσαν πρίν από δέκα περίπου χρόνια μεταξύ «βαΐων και κλάδων». Η τριμερής διακήρυξη του Καΐρου και η επερχόμενη τριμερής Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ σηματοδοτούν την απαρχή οικοδόμησης ενός τετραμερούς περιφερειακού υποσυστήματος ασφαλείας που αποκλείει την τουρκική αναθεωρητικότητα και επιθετικότητα. Το υποσύστημα αυτό δεν έχει ακόμη την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ που εξακολουθούν να αυτοβαυκαλίζονται με την ψευαίσθηση ότι ο κ.Ερντογάν αποτελεί τον «τρίτο» πολιτικό δρόμο μεταξύ Ισλαμισμού και Δικτατορίας για τον αραβικό/ισλαμικό κόσμο, παρά το γεγονός ότι στο εσωτερικό της Τουρκίας συμπεριφέρεται ήδη με έναν αυξανόμενο αυταρχισμό.
Η ενέργεια δεν αποτελεί το αίτιο συγκρότησης αυτού του συνασπισμού. Η αντισυσπείρωση των 4 κρατών έναντι του τουρκικού ηγεμονισμού τείνει να γίνει δομική και εδώ ακριβώς κατατείνουν οι συντονισμένες διπλωματικές ενέργειες του υπο διαμόρφωση στρατηγικού τετραγώνου. Αυτό που θα θα παγιοποιήσει την αντισυσπείρωση είναι αφενός η εντατικοποίηση της στρατιωτικής συνεργασίας σε δύο παράλληλα τριμερή πλαίσια με σημείο τομής τους την κυπριακή ΑΟΖ και αφετέρου η αμοιβαίως επικερδής συνεργασία για την εξαγωγή κυπριακού & ισραηλινού αερίου στην Αίγυπτο μέσω αγωγών και στην Ελλάδα/Ε.Ε. μέσω Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου.
* Ο Δρ.Θεόδωρος Τσακίρης είναι Επίκουρος Καθηγητής Γεωπολιτικής & Υδρογονανθράκων, Παν. Λευκωσίας & Μέλος Συμβουλίου Γεωστρατηγικών Μελετών Κυπριακής Δημοκρατίας
ΠΗΓΗ: defencenews.gr