Απαισιόδοξη σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού εμφανίζεται, μιλώντας στο LawandOrder, η αντιστράτηγος εν αποστρατεία της Ελληνικής Αστυνομίας, Ζαχαρούλα Τσιριγώτη.
Κατέχοντας μέχρι πολύ πρόσφατα τη θέση της γενικής επιθεωρήτριας αστυνομίας Αλλοδαπών και Συνόρων, η κ. Τσιριγώτη αναμετρήθηκε με το μείζον θέμα του προσφυγικού-μεταναστευτικού από το 2015, όταν τότε καθημερινά έφταναν στα νησιά σχεδόν 10.000 άνθρωποι.
Σήμερα και με δεδομένες τις αποφάσεις της κυβέρνησης για επιτάξεις στα νησιά και δημιουργία κλειστών δομών, αποφάσεις που έχουν ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών στο βόρειο Αιγαίο και όχι μόνο, η εκτίμηση και η έμπειρη ματιά της στις εξελίξεις έχει εξαιρετική σημασία, αφού με ψυχραιμία και νηφαλιότητα βάζει πολλά ζητήματα στις πραγματικές τους διαστάσεις, κόντρα σε ένθεν κακείθεν φωνές και προσεγγίσεις που δεν ακουμπούν σχεδόν ποτέ την ουσία του ζητήματος.
Για την κ. Τσιριγώτη, «η διαχείριση του μεταναστευτικού-προσφυγικού στη χώρα μας είναι καθαρά εθνικό θέμα. Θα είμαι αισιόδοξη για τη διαχείρισή του» επισημαίνει, «εφόσον ενισχυθεί ο κρατικός μηχανισμός και καταρτιστεί το επιχειρησιακό σχέδιο εκείνο που θα μπορέσει να αποδείξει και στις τοπικές κοινωνίες ότι οι στόχοι και οι εξαγγελίες επιτυγχάνονται».
«Οι εξελίξεις στο προσφυγικό-μεταναστευτικό είναι ραγδαίες και απρόβλεπτες», σημειώνει η κ. Τσιριγώτη και υπογραμμίζει ότι «γι’ αυτό πάντα η εκάστοτε κυβέρνηση και ο κρατικός μηχανισμός τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις. Πάντα υπάρχουν στρατηγικοί σχεδιασμοί, όμως δεν ξέρουμε κατά πόσο θα πετύχουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα».
Αναφερόμενη στις κυβερνητικές εξαγγελίες σημειώνει ότι «προβληματίζουν πολύ κόσμο και ιδιαίτερα τις τοπικές κοινωνίες, γιατί οι νησιώτες τα τελευταία 15 χρόνια αντιμετωπίζουν το πρόβλημα. Έχει χαθεί η εμπιστοσύνη και αντιμετωπίζουν με δυσπιστία οτιδήποτε τους ανακοινώνεται. Οι σχεδιασμοί κάθε κυβέρνησης, όχι μόνο της τωρινής, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί γιατί δεν έχουν μέχρι τώρα δείξει δείγματα γραφής. Όταν έχεις περίπου 5.500 πρόσφυγες-μετανάστες στη Μόρια -εντός και εκτός ΚΥΤ- και μέσα σε επτά μήνες αντί να μειωθούν πολλαπλασιάζονται γιατί δεν υπάρχει αποσυμφόρηση, είτε με μεταφορά στην ενδοχώρα για όσους έχουν άρση γεωγραφικού περιορισμού από την υπηρεσία ασύλου, είτε με επιστροφές που έχουν εξαγγελθεί, σημαίνει ότι ο κρατικός μηχανισμός είναι τόσο αδύναμος όσο ήταν και πιο πριν, λόγω μνημονίων, περιορισμού προσλήψεων κ.λπ. Όταν ο κρατικός μηχανισμός είναι αδύναμος, δεν μπορείς να εφαρμόσεις την πολιτική σου».
Το θεσμικό πλαίσιο από μόνο του δεν αρκεί...
Για την κ. Τσιριγώτη, «το πρώτο πράγμα που έπρεπε να γίνει είναι η αποσυμφόρηση των νησιών από τους πρόσφυγες που έχουν άρση γεωγραφικού περιορισμού. Για παράδειγμα στη Μυτιλήνη ξέρουμε ότι είναι περίπου 4.000, οι οποίοι έχουν δικαίωμα μεταφοράς στην ενδοχώρα. Ταυτόχρονα, να σχεδιαστεί υπηρεσιακά η ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού, ούτως ώστε να πολλαπλασιαστεί η έκδοση αποφάσεων για το άσυλο. Για όσους δεν δικαιούνται άσυλο να βγουν αρνητικές αποφάσεις, όσοι δικαιούνται άσυλο να μεταφερθούν στην ενδοχώρα. Πρέπει οπωσδήποτε να ενισχυθεί ο κρατικός μηχανισμός και να επιταχυνθεί η διαδικασία του ασύλου, όπως και οι επιτροπές προσφυγών».
Απαντώντας στην ερώτηση αν η πρόσφατη αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για το άσυλο θα επιταχύνει τις διαδικασίες, η κ. Τσιριγώτη είναι αποστομωτική: «Οποιαδήποτε νομική αλλαγή δεν έχει νόημα αν δεν υπάρχει εφαρμογή της. Και στον προηγούμενο νόμο υπήρχε η διαδικασία συνόρων, που προέβλεπε ότι μέσα σε 15 μέρες θα έπρεπε το άσυλο να εξετάζεται σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό, ωστόσο, δεν υπήρχε ο μηχανισμός που θα μπορούσε να εφαρμόσει τη συγκεκριμένη διάταξη. Άρα, ο οποιοσδήποτε νόμος που περιλαμβάνει σύντμηση προθεσμιών και διαδικασιών είναι κενό γράμμα αν δεν υπάρχει ο μηχανισμός να τον εφαρμόσει».
Στην εύλογη ερώτηση πώς αντιμετωπίζονταν στο παρελθόν οι αυξήσεις στις ροές, η κ. Τσιριγώτη, αφού πρώτα σημειώνει ότι «θα ήμουν αισιόδοξη αν έβλεπε κινήσεις ενίσχυσης του κρατικού μηχανισμού», αναφέρει ότι «στο παρελθόν είχαμε αντιμετωπίσει διάφορες τέτοιες καταστάσεις -όχι σ’ αυτό τον υπερβολικό βαθμό. Η Μόρια θα έφτανε τις 6.000 ή 7.000 και όλοι ανησυχούσαμε. Στα άλλα νησιά προσπαθούσαμε να υπάρχουν τα νούμερα που ήταν ανεκτά για να φιλοξενηθούν. Στις περιπτώσεις που είχαμε μεγάλες αυξήσεις στις ροές γινόντουσαν δύο πράγματα: Το ένα ήταν το πολιτικό, δηλαδή, ξεκινούσε ο μηχανισμός απ’ το ανώτατο επίπεδο τις επικοινωνίες τόσο με την Ε.Ε. όσο και με την τουρκική πλευρά. Το ίδιο γινόταν και σε υπηρεσιακό επίπεδο. Δηλαδή, εγώ να μιλήσω με τον ομόλογό μου, να γίνουν επαφές σε πρεσβείες κ.λπ. Και ταυτόχρονα εφαρμόζαμε πιλοτικά προγράμματα, ενισχύοντας τον κρατικό μηχανισμό με αποσπάσεις υπαλλήλων, ούτως ώστε εκεί που υπήρχε ένας ρυθμός 10 αποφάσεων την ημέρα να γίνονται 70. Υπήρξαν στο παρελθόν τέτοια επιχειρησιακά σχέδια. Απ ό,τι καταλαβαίνω τώρα αυτό δεν γίνεται».
Οι κλειστές δομές και το... οξύμωρο
Σε ό,τι αφορά το κυβερνητικό σχέδιο για τις κλειστές δομές, η κ. Τσιριγώτη σημειώνει ότι «οι προδιαγραφές των κέντρων, έτσι όπως παρουσιάστηκαν επίσημα, δεν συνάδουν με αυτό που θέλει να κάνει ο κρατικός μηχανισμός. Όταν έχεις δομές για 5.000 άτομα, που θα φτάνουν μέχρι και τις 7.000 σ’ ένα χώρο ανοιχτό, που μόνο η περίφραξη είναι κλειστή, αυτομάτως οι διαφορετικές υπηκοότητες, οι διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι διαφορετικές οικογενειακές καταστάσεις θα οδηγήσουν σε μια όχι και τόσο... αρμονική συμβίωση. Εκτιμώ ότι θα υπάρχουν θέματα τάξης και ασφάλειας».
Επιπρόσθετα, η κ. Τσιριγώτη ξεκαθαρίζει το πλαίσιο που διέπει την κράτηση των προσφύγων-μεταναστών, επισημαίνοντας ότι «ο νόμος της πρώτης υποδοχής προβλέπει ότι οι νεοεισερχόμενοι μπορεί να είναι υπό διοικητική κράτηση μέχρι 25 μέρες με αιτιολογία. Δηλαδή, η καταγραφή, η ταυτοποίηση, η εξέταση από γιατρούς και όλες οι διοικητικές διαδικασίες μπορούν να λάβουν χώρα το πολύ σε 25 μέρες και να είναι κατά κάποιο τρόπο κρατούμενοι γι’ αυτό το διάστημα. Από εκεί και μετά, όσοι είναι χαμηλού προσφυγικού προφίλ με πρόταση της υπηρεσίας ασύλου και έγκριση του διοικητικού πρωτοδίκη, η πολιτεία έχει δικαίωμα να τους κρατήσει σε κέντρο κράτησης μέχρι 100 ημέρες με βάση τον καινούργιο νόμο -με τον προηγούμενο ήταν 90. Σε αυτούς, λοιπόν, τους τρεις μήνες και 10 μέρες, θα πρέπει να εξεταστεί το αίτημα ασύλου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αν η πολιτεία δεν το κάνει αυτό, τότε δεν μπορεί να συνεχιστεί η κράτησή τους. Υπάρχει, δηλαδή, ένα οξύμωρο», τονίζει η κ, Τσιριγώτη χαρακτηριστικά: «Δεν μπορείς να έχεις κέντρα κράτησης για τόσο μεγάλους πληθυσμούς και ταυτόχρονα οι νομικές διαδικασίες να προβλέπουν διαφορετικά πράγματα. Κι όταν περάσουν οι 100 μέρες τι θα κάνεις; Δεν θα τους αφήσεις ελεύθερους, όταν ο νόμος δεν σου επιτρέπει να συνεχίσεις την κράτησή τους»;
Το... φράγμα στο Αιγαίο δεν θα λειτουργήσει
Μιλώντας για το «φράγμα» που ετοιμάζεται να τοποθετήσει η κυβέρνηση στο βορειοανατολικό Αιγαίο η κ. Τσιριγώτη είναι ξεκάθαρη: «Νομικά αντίκειται στις διεθνείς συμβάσεις. Αν βάλει ένα φράγμα που εμποδίζει κάποιον να ζητήσει διεθνή προστασία, αυτομάτως η χώρα μας περνάει σε άλλη κατάσταση. Κατά την εκτίμησή μου είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί. Επιχειρηματολογούν ότι θα καθυστερήσει αυτούς που έρχονται από τις απέναντι ακτές και ότι θα φωνάξουμε τους Τούρκους να τους πάρουν πίσω κ.λπ. Το να φωνάξουμε τους Τούρκους να τους πάρουν πίσω, σημαίνει ότι έχουμε συνεργασία μαζί τους κι απ’ ό,τι έχει φανεί μέχρι σήμερα η συνεργασία των λιμενικών με τους συναδέλφους τους από την Τουρκία δεν είναι... ιδανική κι ούτε η Frontex μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω. Οι βάρκες είναι συνήθως λαστιχένιες που σημαίνει ότι πολύ εύκολα καταστρέφονται και οι επιβαίνοντες πέφτουν στη θάλασσα. Ποιος θα κάνει την έρευνα και διάσωση; Είναι πολλά τα ερωτηματικά και νομίζω ότι είναι δύσκολο να έχει τα αποτελέσματα που θέλει η κυβέρνηση».
Μύθοι και αλήθειες για τις ΜΚΟ
Σε μια συζήτηση με την Ζαχαρούλα Τσιριγώτη για το προσφυγικό-μεταναστευτικό δεν θα μπορούσε να μην τεθεί το ζήτημα των περίφημων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ). «Αρχικά, οφείλουμε να πούμε όλοι», σημειώνει, «ότι το 2015, όταν ως χώρα ήμασταν σε μια εξαιρετικά δύσκολη οικονομική κατάσταση, χωρίς υποδομές, αυτοί που στήριξαν τον κρατικό μηχανισμό ήταν οι ΜΚΟ, μ’ εμάς να έχουμε τον έλεγχο. Το 2016, ο τότε υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γ. Μουζάλας, έκανε τοπικές επιτροπές στα νησιά υπό την αιγίδα της Γενικής Γραμματείας Αιγαίου, με εκπροσώπηση από την περιφέρεια, το δήμο, την αστυνομία, το λιμενικό, τους συλλόγους γιατρών και δικηγόρων κι έδινε διαπιστεύσεις στις ΜΚΟ, κάνοντας έλεγχο και στις ίδιες και στα μέλη τους. Όσες ΜΚΟ είχαν διαπίστευση και είχαν υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας με το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής μπορούσαν να επιχειρούν εντός των Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ). Δεν μπορούσε κανείς να μπει στο ΚΥΤ χωρίς διαπίστευση».
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, η κ. Τσιριγώτη επισημαίνει ότι «οι ΜΚΟ που είναι λίγο... “παράξενες” πάντα δραστηριοποιούνται σε άτυπους καταυλισμούς. Αυτή τη στιγμή, δηλαδή, στη Μόρια, η χωρητικότητα του ΚΥΤ είναι στις 3.500 – 4.000 άτομα. Στον γύρω-γύρω άτυπο και άναρχα δομημένο καταυλισμό, εκεί ενδεχομένως κάποιες ΜΚΟ, που δεν είναι διαπιστευμένες, να δημιουργούν και θέματα. Αυτή τη στιγμή πέριξ του ΚΥΤ της Μόριας, εκεί που τον Ιούλιο του 2019 υπήρχαν 1.500 άτομα και μπορούσε να γίνει έλεγχος, υπάρχουν 17.000 άνθρωποι. Όπως είναι τώρα η κατάσταση έλεγχος δεν μπορεί να γίνει. Γι’ αυτό και βρίσκουν έδαφος κάποιες “ΜΚΟ” που ενδεχομένως δημιουργούν και προβλήματα. Κι αυτό δεν είναι αποδεδειγμένο», προσθέτει: «Υπάρχουν εικασίες και η αστυνομία, ξέρετε, μιλά πάντα με αποδεικτικά στοιχεία. Διερευνά επίσημες καταγγελίες και γι αυτό στο παρελθόν μπορούμε να πούμε ότι υπήρχαν έρευνες κάτω από την ομπρέλα του εισαγγελέα, υπήρχε έκδοση ενταλμάτων σύλληψης, υπήρχαν προφυλακίσεις, υπήρχαν μέσω των διαύλων διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας και μέσω της δικαστικής οδού περαιτέρω έρευνες και σε άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Υπήρχαν συλλήψεις διακινητών τόσο από το λιμενικό όσο και από την αστυνομία. Μην ξεχνάμε την υπόθεση του ισπανικού πλοιαρίου που πήγαν να κάνουν έρευνα και διάσωση και συνελήφθησαν από το λιμενικό. Η δίκη τους έγινε πέρσι στα δικαστήρια της Μυτιλήνης. Υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις...».
«Ό,τι και να γίνει, πάντως, πρέπει να ξέρουμε ότι το κλειδί βρίσκεται στην τουρκική πλευρά. Από κει οργανώνεται και υλοποιείται η διακίνηση και μεταφορά. Υπήρχαν άπειρα αιτήματα προς την τουρκική πλευρά στο πλαίσιο της αστυνομικής συνεργασίας και υπήρχαν έρευνες, οι οποίες δεν είχαν την απόδοση που θα θέλαμε. Δεν είχαμε την αντίδραση που θα θέλαμε από τη γειτονική χώρα. Γι’ αυτό πάντα κάναμε κοινωνούς και ανταλλάσσαμε πληροφορίες και με τη Europol και με την Interpol. Μην ξεχνάμε ότι πάντα η Τουρκία εργαλειοποιεί το μεταναστευτικό», καταλήγει με νόημα η κ. Τσιριγώτη.