Ταυτισμένος με το savoir vivre, τους καλούς τρόπους και την ευγένεια, αλλά και γιος κουμμουνιστή που μεγάλωσε στη Βέροια, ο Χρήστος Ζαμπούνης ανέτρεψε τα αναμενόμενα και πέρασε από την άλλη πλευρά.
«Οι τρόποι δεν είναι θέμα κοινωνίας είναι θέμα ηλικίας. Οι μητέρες, όπως και η δική μου, που αποτέλεσε πρότυπο για μένα, μαθαίνουν τους απλούς κανόνες -να μην μιλάμε με το στόμα γεμάτο, να μην ακουμπάμε στο τραπέζι τους αγκώνες κλπ. Στην εφηβεία, που θες να κάνεις την εξέγερσή σου, δεν τα αποδέχεσαι. Οταν όμως μεγαλώσεις και χρειαστεί, τα θυμάσαι. Οπότε είναι πολύ κεντρικό το ζήτημα για τα παιδιά -γι΄αυτό κι έγραψα το βιβλίο του savoir vivre για παιδιά.
[custom:google-ads]
Πηγαίνω σε σχολεία και ρωτάω τα παιδάκια «με ποια δάχτυλο καθαρίζουμε τη μύτη», και τα περισσότερα δείχνουν κάποιο δάχτυλο... Το σωστό είναι «με χαρτομάντηλο» -τους εξηγώ ότι το δάχτυλο είναι πηγή μόλυνσης κλπ. Το κλειδί είναι να μάθεις μικρός, από την οικογένεια και το σχολείο. Μετά, ταξικά, επανασταστικά ή ηλικιακά μπορούν να υπάρξουν αντιδράσεις, αλλά τα ξαναβρίσκεις αν τα έχεις μάθει».
«Σήμερα, τον γονιό που θα καταφέρει να μάθει στα παιδιά του ότι όταν είναι με παρέα το κινητό πρέπει να είναι στην τσέπη, θα ήθελα να τον γνωρίσω...
Το τραπέζι είναι ο καθρέφτης των τρόπων. Το savoir vivre, που ακούγεται καταπιεστικό, είναι η απόρροια αιώνων πρακτικής, ώστε να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις και οι άνθρωποι να είναι ευχαριστημένοι. Ο πρώτος κανόνας είναι να μην κάνουμε στους άλλους αυτό που δεν θέλουμε να μας κάνουν. Ο δεύτερος, είναι να μην φέρνουμε σε δύσκολη θέση τον συνάνθρωπό μας.
Στην ευγένεια υπάρχει μια άβυσσος, μεγαλύτερη από τον αγενή και τον ευγενή, είναι η έμφυτη και η τεχνητή. Υπάρχουν βοσκοί στον Ψηλορείτη που έχουν μια έμφυτη ευγένεια και κυρίες στο Κολωνάκι που, εκτός από αγενείς, έχουν αυτή την ψεύτικη ευγένεια. Το μεγάλο τεστ είναι πώς φέρεται κανείς στο προσωπικό του, στους ανθρώπους που ο ίδιος θεωρεί κατώτερους.
Ενότης συμπεριφοράς προς όλους, είναι το πρώτο. Οταν έχουμε κάνει λάθος, λέμε συγνώμη σε όλους. Μπορεί να διαφέρει ο βαθμός επισημότητας, αλλά είτε συναντήσεις βασιλιά είτε αχθοφόρο, καλημέρα θα πεις και στους δύο. Αυτό σημαίνει ενότης συμπεριφοράς. Το δεύτερο είναι η συναισθηματική προσέγγιση και αφορά στους οικείους».
«Η μητέρα μου, που είχε αυτό το στιβαρό αστικό ήθος το οποίο υπερασπίζομαι και τώρα, ήταν το ένα κομάτι της ζωής μου. Το άλλο, ο πατέρας μου, γιατρός, ήταν μια διαφορετική προσωπικότητα που επίσης με ενέπνευσε. Συνελήφθη στα δέκα πέντε του από την Γκεστάπο, βασανίστηκε, ήταν στην ΕΠΟΝ, δεν έδωσε τους συντρόφους του, οπότε όλη η πορεία του, που συνδυάζεται και με την ήττα της αριστεράς, με οδήγησε σε αρνητική ταύτιση με το πρότυπο του πατέρα -δεν ήθελα να ταυτιστώ με την αριστερά και την ήττα της και πήγα απέναντι. Είχα την τύχη να γεννηθώ σε μια επαρχιακή πόλη, αλλά σε ένα σπίτι που μιλούσαμε γαλλικά, είχα γαλλίδα νταντά.
Οταν άρχισα να μεγαλώνω και να πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη (εκεί γεννήθηκα), ένοιωσα, όπως όταν πας από το μικρό μέρος στο μεγάλο, τον σνομπισμό των Θεσσαλονικέων. Αυτό το αντιμετώπισα κι όταν ήρθα στην Αθήνα για σπουδές. Μέχρι που πήγα στο Παρίσι, το πραγματικά μεγάλο μέρος, και απελευθερώθηκα.
Δεν ένοιωθα διαφορετικός, ούτε τώρα νοιώθω. Πρόοδος είναι η προσαρμογή. Ζούσα στη Βέροια, εκεί ήταν οι φίλοι μου, μαζί κλέβαμε κεράσια από τους αγρούς. Εχω πολύ καλές αναμήσεις. Τιμώ τον τόπο όπου μεγάλωσα. Γράφω ακόμα στην τοπική εφημερίδα, πηγαίνω συχνά να δω τη μητέρα μου».
«Ανήκω στην κατηγορία των θυμάτων του εκπαιδευτικού συστήματος. Πήγα πρακτικό ενώ μου άρεσαν τα αρχαία και τα λατινικά, πέρασα σε ένα Πανεπιστήμιο που δεν είχα κανένα όνειρο να σπουδάσω: Οικονομικά στον Πειραιά. Δεν κατάλαβα τίποτα από σπουδές, με τις οργανώσεις και τον κακώς εννοούμενο προοδευτισμό. Κάτι που νομίζω ότι συνεχίζεται ακόμα. Ευτυχώς, παραλλήλως, έκανα τη σχολή ξεναγών που μου άρεσε πολύ και σύντομα άρχισα να εργάζομαι τα καλοκαίρια ως ξεναγός. Κατάλαβα τι θα πει Πανεπιστήμιο και σπουδές όταν πήγα στο Παρίσι. Φορούσα κοστούμι, όπως όλοι οι φοιτητές. Αρχισα να διαβάζω. Σπούδασα διεθνείς σχέσεις και πολιτικές επιστήμες. Μετά συνέχισα στην Αμερική.
Επαγγελματικά δεν είχα βρει τον δρόμο μου. Ο θείος μου ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών και είχαμε πει να γίνω διπλωμάτης. Μια τυχαία γνωριμία με τον Αρη Δαβαράκη, που έβγαζε τότε το ασπρόμαυρο περιοδικό «Πρόσωπα», με οδήγησε τελείως ερασιτεχνικά στη δημοσιογραφία. Δεν ονειρευόμουν ποτέ να γίνω δημοσιογράφος.
Το είδος της δημοσιογραφίας που κάνω είναι επιλογή μου. Βοήθησε πολύ το Παρίσι αλλά και η τότε αρραβωνιαστικά μου, μέλος της grande bourgeoisie -θείος της ήταν ο Στρατής Ανδρεάδης, ο οποίος μου παραχώρησε και τη μοναδική συνέντευξη που είχε δώσει από τότε που εξεδιώχθη από τον Καραμανλή. Κάναμε καθημερινή παρέα με τον Ανδρεάδη -πηγαίναμε στο Lipp. Αυτός ήταν ο βατήρ. Καθώς η τότε αρραβωνιαστικιά μου πήγαινε σε γαλλικό σχολείο, συμμαθήτριές της ήταν κόρες μεγάλων οικογενειών. Ετσι ξεκίνησα».
«Με γοήτευε και με ήλκυε αυτός ο κόσμος. Μεγάλωσα με τα βιβλία του Σκοτ Φιτζέραλντ και μοιραζόμουν τον ίδιο θαυμασμό γι΄αυτόν τον κόσμο.
Φίλος ή οπαδός; Την απάντηση την έχω στο πρώτο βιβλίο μου, «Η βασιλική οικογένεια της Ελλάδος». «Υπό ποία ιδιότητα του βασιλόφρωνος ή του δημοσιογράφου θα συγγράψετε το βιβλίο σας», ρώτησα τον συγγραφέα, μέλος της ελληνικής βασιλικής οικογένειας, Πρίγκιπα Μιχαήλ: «Μα ασφαλώς και με τις δύο. Η απόσταση που δεν μπορεί να μου δώσει η μία ιδιότης, θα συμπληρώνεται από την πίστη που δεν μπορεί να μου δώσει η άλλη ιδιότης».
Η βάση της εντολής που έδωσα στους νευροδιαβιβαστές μου ήταν και είναι ότι «δεν είμαστε ίδιοι». Ετσι ησυχάζεις με τα θέματα ταυτότητας. Επειτα, όταν εκδηλώνεις αγάπη για έναν θεσμό ή για ορισμένους ανθρώπους, αυτή η αγάπη εισπράττεται και επιστρέφεται. Οταν τους πλησιάζεις με καχυποψία, παίρνεις το αντίστοιχο. Αν και με τις βασιλικές οικογένειες συμβαίνει το εξής: Δεν τους ενδιαφέρουν οι βασιλικοί. Οι άλλοι τους ενδιαφέρουν. Επί πάρα πολλά χρόνια, μετά την μεταπολίτευση και το δημοψήφισμα, ήταν θέμα ταμπού.
Δούλεψα στο Point de Vue, στη Γαλλία, ένα περιοδικό για τις βασιλικές οικογένειες, που πουλούσε πεντακόσιες χιλιάδες αντύτυπα εβδομαδιαία, σε μια χώρα που είχε στείλει τον δικό της βασιλιά στο ικρίωμα. Συνέχισα στο Paris Match, και σιγά-σιγά άρχισαν να δημοσιεύονται τα άρθρα μου από τον ξένο τύπο στον ελληνικό. Οταν γύρισα στην Ελλάδα και βγάλαμε το περιοδικό «Life & Style» υπήρξε η πλήρης απενοχοποίηση του θέματος, σε βαθμό να βάζουμε δύο και τρεις φορές τον χρόνο τον Παύλο και τη Μαρί-Σαντάλ γιατί βλέπαμε διπλασιασμό των πωλήσεων».
«Η διαφορά προσεγγίσεως των βασιλοφρόνων προς τους «δημοκρατικούς», είναι ότι οι βασιλόφρονες θέλουν να μοιάσουν στον ανώτερο, ενώ οι «δημοκρατικοί» λένε γιατί αυτός κι όχι εγώ. Εγώ ανήκω στην πρώτη κατηγορία. Και το δράμα της χώρας, από την εποχή του Αριστείδη του Δίκαιου, είναι ότι διώχνει, ό,τι θεωρεί ανώτερο.
Τα ναρκωτικά για μένα ήταν κάτι μέσα στις αντιφάσεις της ζωής μου. Κανένας δεν θα περίμενε ότι ένας άνθρωπος σαν κι εμένα θα είχε πέσει στα ναρκωτικά. Γιατί, ναι, έπεσα στα ναρκωτικά, στα 33 μου, κι ας είχα από μικρός αποφασίσει ότι δεν τα χρειάζομαι κι ας περνούσαν από μπροστά μου οι ασημένοι δίσκοι, στα πάρτυ.
Με την γαλλίδα μητέρα της κόρης μου, είχαμε έναν διόλου ευχάριστο χωρισμό. Ενα βράδυ, πήρε το παιδί, έντεκα μηνών, και έφυγε για την Αμερική. Νομίζεις ότι αυτά συμβαίνουν μόνον στις ταινίες. Κι όμως, όταν σου συμβεί ή το αντιμετωπίζεις ή παθαίνεις διάφορα. Κι εγώ έπαθα. Το συμπεριέλαβα στην αυτοβιογραφία μου, «Ιστορίες ενός παιδήλικα», μετά από πολλή σκέψη. Γιατί τα ναρκωτικά κι αν είναι θέμα ταμπού. Το μοιράστηκα μήπως και κάποιος άλλος πει «αφού τα κατάφερε αυτός, μπορώ κι εγώ»... Η εποχή των ναρκωτικών κράτησε όσο και η περιπέτεια με την κόρη μου -περίπου δύο χρόνια. Και τα έκοψα μαχαίρι».
«Ο ρόλος του πατέρα; Μετά, το δουλέψαμε με την μητέρα της κόρης μου. Κάναμε και διακοπές όλοι μαζί τα καλοκαίρια... Σήμερα η κόρη μου είναι 25 χρόνων, ζει στο Λονδίνο και δουλεύει στον χώρο των κινηματογραφικών παραγωγών. Η σχέση μας είναι μια σχέση που από νωρίς ξεκίνησε με χάσμα και αντιπαλότητα μεταξύ των γονέων, οπότε την έχει επηρεάσει. Ηθελα να μάθει ελληνικά όπως ήθελα και να συνεχίσει τον εκδοτικό οίκο που έχει το όνομά της, αλλά κατάλαβα ότι δεν θα υπάρξει διαδοχή. Την λένε Φερενίκη. Ηθελα να την βγάλω Ευτέρπη, το όνομά της μητέρας μου, αλλά, η γαλλίδα μητέρα της κόρης μου (και είχε δίκιο), έλεγε ότι θα ήταν δύσκολο για τους Γάλλους. Καταλήξαμε στην χρυσή λύση του Berenice, στα γαλλικά, Φερενίκη στα ελληνικά.
Εγώ δεν ήμουν βασιλικός. Δεν είχα ιδέα του πώς είναι αυτοί οι άνθρωποι -δεν πολυπρόλαβα τον θεσμό. Με το που τους γνώρισα όμως μου άρεσε αυτή η πάστα ανθρώπων, η ενέργεια, η αύρα. Και με μερικούς συνεδέθην -αποφεύγω τη λέξη φίλια, και συνεχίζω να θαυμάζω ορισμένα χαρακτηριστικά τους. Ξεχωρίζω τον Πρίγκιπα Μιχαήλ -με εμπιστεύθηκε να εκδώσω τα βιβλία του, τον Πρίγκιπα Παύλο, τη Μαρί Σαντάλ, την Βασίλισσα Σοφία, αρκετούς.
Οταν σήμερα βλέπω ένα κοριτσάκι, τεσσάρων-πέντε ετών, να του λένε οι γονείς του «είσαι πριγκίπισσα» και όχι «προεδρίνα της δημοκρατίας», καταλαβαίνω ότι κάποιες έννοιες είναι πολύ δυνατές. Διαρκούν. Ενας από τους λόγους που μου αρέσει η βασιλεία και θα ήθελα να την έχω ως πολίτευμα είναι ότι σ΄αυτή τη χώρα που γκρεμίζονται όλα και τίποτα δεν μένει όρθιο -εκτός από τον Παρθενώνα, την Ακαδημία Αθηνών, τον «Παρνασσό», την Αθηναϊκή Λέσχη, θα ήθελα να υπάρχει μια σταθερά. Δεν αντέχω άλλο το «να φάμε τον έναν για να έρθει ο άλλος». Θα ήθελα να τσακώνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, αλλά κάτι να μένει όρθιο κι αν γίνεται να είναι λίγο ρυθμιστικό και όμορφο... Αλλά δεν ξυπνάω το πρωί με στόχο να διαδώσω τις ιδέες μου».
«Δεν είμαι ντεμοντέ, είμαι ντεκαλέ (decale), που λένε οι Γάλλοι. Η προδιαγεγραμμένη πορεία ενός ανθρώπου της γενιάς μου ήταν να γίνει μέλος κόμματος, να πάρει οφίτσιο, να κάνει καριέρα. Εγώ ακολούθησα διαφορετική.
Δεν σκέφτομαι το θέμα της επιτυχίας. Δεν μετριέται με το στρέμμα. Ετυχε να κάνω μια επιτυχημένη τηλεοπτική εκπομπή, να βγάλω ένα επιτυχημένο περιοδικό. Σήμερα γράφω στη Βραδυνή. Θεωρώ επιτυχία που τριάντα πέντε χρόνια αφότου ξεκίνησα γράφω ακόμα. Κυρίως όμως με απασχολούν τα βιβλία μου.
Στη χώρα μας η λέξη κοσμικός δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς, όπως παλιά η λέξη κουλτουριάρης. Από την κοσμική ζωή προτιμώ την κοινωνική ζωή. Στην Ελλάδα γύρισα μετά από δέκα πέντε χρόνια απουσίας. Τότε, ναι, υπήρχε κοινωνική ζωή, με τις γνωστές ελληνικές παθογένειες, τον νεοπλουτισμό, που δεν είναι πάντα κακός, την επίδειξη, τις ακρότητες. Σήμερα υπάρχει μια κοινωνία που δεν έχει κοινωνική ζωή. Ολα γίνονται κρυφά -οι γάμοι, οι βαφτίσεις, τα δείπνα. Εχουν μείνει πια ελάχιστοι χαρούμενοι που θέλουν να δείξουν τη χαρά τους...
Η γραβάτα του πρωθυπουργού
Μετά σχεδόν τέσσερα χρόνια στην εξουσία ο Αλέξης Τσίπρας έμαθε τόσα πολλά, και θα αναφέρω δύο παραδείγματα, δηλαδή στον τομέα των αγγλικών και στου ράφτη του, ώστε το να ξεχαστεί κάποια στιγμή και να βάλει τα χέρια του στις τσέπες κατά την ανάκρουση Εθνικού Υμνου, το θεωρώ πταίσμα. Σήμερα, οι περισσότεροι υπουργοί έχουν αστικοποιηθεί και ενδυματολογικώς και γενικώς...
Ο πατέρας μου στον γάμο του δεν φορούσε γραβάτα. Ως δήμαρχος φορούσε μόνον στις δοξολογίες και στις παρελάσεις. Η γραβάτα είναι για την ελληνική αριστερά σύμβολο αστικό και μισητό. Οπότε σ΄αυτά είναι συνεπής ο Τσίπρας. Για τα άλλα θα κρίνουν άλλοι ειδικώτεροι εμού... »
www.bovary.gr