Μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους από τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, ένα νέο παγκόσμιο διπλωματικό θρίλερ βρίσκεται σε εξέλιξη, με πολλούς να εκφράζουν ανησυχίες για περαιτέρω συγκρούσεις στην περιοχή της Συρίας με διευρυμένη εμπλοκή και με πολλαπλά μέτωπα.
Οι σχέσεις Ρωσίας - Τουρκίας βρίσκονται στα "κόκκινα" και ξυπνούν μνήμες από τις κόντρες των δύο κρατών, όταν ακόμα ήταν Αυτοκρατορίες.
H Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν άλλωστε ανέκαθεν ο κυριότερος στόχος των προσπαθειών της Ρωσίας για εδαφική επέκταση. Η αλήθεια είναι ότι οι δύο Αυτοκρατορίες, η ρωσική και η οθωμανική, είχαν ουκ ολίγες φορές αναμετρηθεί στα πεδία των μαχών και οι σχέσεις τους σπανίως γνώριζαν περιόδους σύμπνοιας.
Εφαλτήριο των συγκρούσεων μπορεί να θεωρηθεί η επεκτατική πολιτική των Οθωμανών στα μέσα του 17ου αιώνα.
Ύστερα από την κατάκτηση της Κρήτης από τους Βενετούς το 1669, οι Τούρκοι έστρεψαν εκ νέου το ενδιαφέρον τους στα βόρεια σύνορά τους και, αφού το 1676 απέσπασαν την Ποδολία από την Πολωνία, πολέμησαν, μαζί με τους υποτελείς τους Τατάρους της Κριμαίας, τους Ρώσους και τους Κοζάκους (1676-81), καθιστώντας υποτελή ηγεμονία τη δυτική Ουκρανία και φτάνοντας τα σύνορά τους έως τον ποταμό Δνείπερο, παραχωρώντας με τη συνθήκη του Μπαχτσισαράι ως αντάλλαγμα στους Ρώσους το δικαίωμα να εμπορεύονται ελεύθερα στην Κριμαία.
Η ειρήνη αυτή, όμως, αποδείχθηκε ιδιαίτερα εύθραυστη.
Η συντριβή των Οθωμανών στη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης (1683) από τις ενωμένες αυστριακές και πολωνικές δυνάμεις οδήγησε το 1684 στον λεγόμενο Ιερό Συνασπισμό του Λιντς εναντίον των Τούρκων, στον οποίο συμμετείχαν υπό τις ευλογίες του πάπα Ινοκέντιου ΙΑ’ (1676-89) η Αυστρία, η Πολωνία και η Βενετία, ενώ προσχώρησε το 1686 και η Ρωσία, κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία (1686-1700).
Οι Ρώσοι πραγματοποίησαν αρχικά δύο αποτυχημένες εκστρατείες στην Κριμαία (1687 και 1689). Στη συνέχεια, όμως, και με τον Τσάρο Πέτρο Α’ τον Μέγα (1682-1725) να έχει αναλάβει προσωπικά τη διοίκηση του στρατού, πολιόρκησαν δύο φορές το Αζόφ (1695 και 1696), καταλαμβάνοντάς το. Ο πόλεμος έληξε το 1700 με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, η οποία αποτελούσε συνέχεια των συνθηκών του Κάρλοβιτς.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο σουλτάνος Αχμέτ Γ’ (1703-30) πείστηκε από τον ηττημένο στη μάχη της Πολτάβα βασιλιά της Σουηδίας, Κάρολο ΙΒ’ (1697-1718), να κηρύξει τον τρίτο κατά σειρά πόλεμο στη Ρωσία (1710-11), κατά τη διάρκεια του οποίου οι Ρώσοι υπέστησαν συνεχείς ήττες στην εκστρατεία του Προύθου και υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στους Τούρκους το Αζόφ και σειρά φρουρίων στον Δνείπερο.
Παρά την ήττα, η δύναμη της Ρωσίας μεγάλωνε τα επόμενα χρόνια, σε αντίθεση με την Οθωμανική αυτοκρατορία, που είχε περάσει στη φάση της παρακμής, και το 1735 οι επιδρομές των Τατάρων της Κριμαίας στην Ουκρανία έδωσαν την αφορμή για μία ακόμη πολεμική σύρραξη (1735-39), η οποία οδήγησε στην ανάκτηση του Αζόφ από τη Ρωσία και στην υπογραφή της συνθήκης του Βελιγραδίου.
Η εμπλοκή των υπόδουλων Ελλήνων, στο πλευρό των Ρώσων
Ο πρώτος, όμως, αποφασιστικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες και με άμεσο αντίκτυπο στους Έλληνες ξέσπασε το 1768 και κατά τη διάρκειά του οι Ρώσοι κατόρθωσαν να κατακτήσουν τις βόρειες περιοχές του Καυκάσου και τη νότια Ουκρανία και να καταστήσουν υποτελές τους το χανάτο της Κριμαίας. Οι συγκρούσεις έληξαν το 1774 με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, αφού όμως πρώτα, το 1770, οι Ρώσοι είχαν προκαλέσει αποτυχημένη εξέγερση των υπόδουλων Ελλήνων, τα περίφημα Ορλοφικά.
Τα Ορλοφικά
Το 1770 η φιλόδοξη τσαρίνα Αικατερίνη Β΄ αποφάσισε να ξεσηκώσει τους σκλαβωμένους Έλληνες. Σκοπός της ήταν οι επαναστάτες να προκαλέσουν αντιπερισπασμό στους Τούρκους ώστε τα ρωσικά στρατεύματα να καταλάβουν βόρειες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
ADVERTISEMENT
Όπως αναφέρει σχετικό αφιέρωμα της Μηχανής του Χρόνου, στα τέλη του Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου έφθασαν στο λιμάνι της Κορώνης τα πρώτα ρωσικά πλοία με επικεφαλής τον Θεόδωρο Ορλώφ. Η ρωσική δύναμη όμως (4.000 άνδρες) ήταν ανεπαρκέστατη για την επίτευξη του σκοπού. Οι επαναστάτες, όταν είδαν να ξεφορτώνονται τέσσερα κιβώτια με οπλισμό για ολόκληρη την Πελοπόννησο, γελούσαν για να μη κλάψουν. Εν τω μεταξύ, οι Ρώσοι μοίραζαν στους αγράμματους Έλληνες εθελοντές μεταφράσεις του στρατιωτικού ρωσικού κανονισμού.
Έδωσαν μάλιστα στους Έλληνες ρωσικές στολές. Θαύματα όμως δεν γίνονται και οι Τούρκοι συνέτριψαν τους "μεταμφιεσμένους". Οι Ρώσοι έφυγαν εγκαταλείποντας την Πελοπόννησο στο έλεος των Τούρκων.
Το 1785 άρχισαν εκ νέου πολεμικές προπαρασκευές της Μεγάλης Αικατερίνης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Όπως και επί Ορλώφ, εστάλησαν σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας πράκτορες της ρωσικής κυβέρνησης για να εξεγείρουν τους Έλληνες.
Οι κλεφταρματολοί και οι πρόκριτοι όμως, έχοντας πικρή πείρα από το Ορλωφικό Κίνημα, που τόσο ακριβά πλήρωσε τις συνέπειές του η Πελοπόννησος. Αφού δεν είχαν τις εγγυήσεις για την αποστολή πολυάριθμων ρωσικών στρατευμάτων για να την ενισχύσουν, έμειναν ασυγκίνητοι στις εκκλήσεις της τσαρίνας.
Ο έκτος ρωσοτουρκικός πόλεμος
Η προσάρτηση από τη Ρωσία του χανάτου της Κριμαίας λίγα χρόνια αργότερα, σε συνδυασμό με την επιθυμία των Τούρκων να ανακτήσουν τις μεγάλες απώλειες του τελευταίου πολέμου οδήγησε τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Α’ (1774-89) στην κήρυξη του έκτου ρωσοτουρκικού πολέμου (1787-92), κατά τη διάρκεια του οποίου οι Ρώσοι, επικουρούμενοι και από τους Αυστριακούς, επιβεβαίωσαν τη στρατιωτική ανωτερότητά τους και υποχρέωσαν την Οθωμανική αυτοκρατορία στην υπογραφή της συνθήκης του Ιασίου.
Στο μεσοδιάστημα, βέβαια, είχαν προκαλέσει εκ νέου εξεγέρσεις των υπόδουλων Ελλήνων, οι οποίες συνδυάστηκαν με τη δράση του Λάμπρου Κατσώνη.
Οι κακές σχέσεις των δύο αυτοκρατοριών δεν τους επέτρεψαν ούτε και κατά την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων να επέχουν των πολεμικών συρράξεων. Η αποπομπή από την Οθωμανική αυτοκρατορία των φιλικά προσκείμενων προς τη Ρωσία ηγεμόνων της Μολδαβίας (Αλέξανδρος Μουρούζης) και της Βλαχίας (Κωνσταντίνος Υψηλάντης) οδήγησε το 1806 σε νέο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1806-12), ο οποίος, ύστερα από τις ρωσικές στρατιωτικές επιτυχίες, διευθετήθηκε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Ο σημαντικότερος, πάντως, για την Ελλάδα Ρωσοτουρκικός πόλεμος διεξήχθη την περίοδο 1828-29, μεσούσης της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, και αποτελούσε ουσιαστικά συνέχιση της ρωσικής πολιτικής, μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827).
Η αφορμή δόθηκε από τις πολεμικές προπαρασκευές των Τούρκων για ενδεχόμενη πολεμική αναμέτρηση με τη Ρωσία και την κυκλοφορία τουρκικής προκήρυξης, στην οποία η Ρωσία χαρακτηριζόταν "προαιώνιος εχθρός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Ισλάμ".
Τα τσαρικά στρατεύματα στην Ασία προέλασαν στη Γεωργία και στην Αρμενία, καταλαμβάνοντας το Καρς και το Ερζερούμ, ενώ στην Ευρώπη έφτασαν έως την Αδριανούπολη, υποχρεώνοντας τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ (1808-39) να υπογράψει εκεί συνθήκη ειρήνης, αναγνωρίζοντας για πρώτη φορά την προοπτική ίδρυσης ελληνικού κράτους.
Το 1853, η απόρριψη από τον σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ Α’ του ρωσικού αιτήματος για την παραχώρηση στους ορθόδοξους χριστιανούς στους Αγίους Τόπους προνομίων αντίστοιχων με αυτά που είχε δώσει στους καθολικούς, οδήγησε στην έκρηξη νέου ρωσοτουρκικού πολέμου (1853-56), ο οποίος στην πορεία κλιμακώθηκε στον Κριμαϊκό πόλεμο.
Ο δέκατος ρωσοτουρκικός πόλεμος, ξέσπασε το 1877.
Η αποτυχημένη εξέγερση στη Βοσνία το 1875, η βουλγαρική επανάσταση του 1876, την οποία κατέπνιξαν οι Τούρκοι, διαπράττοντας ωμότητες που προκάλεσαν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, και η ήττα των Σέρβων στον Σερβοτουρκικό πόλεμο του 1877 έδωσαν στους Ρώσους την αφορμή να επέμβουν ένοπλα "υπέρ των Σλάβων ομοεθνών τους", όπως διατείνονταν, αφού όμως πρώτα απέτυχε η διπλωματική συνδιάσκεψη της Κωνσταντινούπολης (1876-77) και εξασφάλισαν την ουδετερότητα της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ο πόλεμος κηρύχθηκε στις 24 Απριλίου 1877 και λίγο αργότερα ο ρωσικός στρατός διέσχισε τον Δούναβη και πολιόρκησε το Πλέβεν (Ιούλιος 1877), το οποίο και κατέλαβε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, για να προελάσει στη συνέχεια ανενόχλητος προς την Κωνσταντινούπολη.
Τον Φεβρουάριο του 1878 ο κίνδυνος άλωσης της οθωμανικής πρωτεύουσας προκάλεσε τη βρετανική παρέμβαση για τον τερματισμό των εχθροπραξιών και στις 3 Μαρτίου 1878 η Οθωμανική αυτοκρατορία υπέγραψε τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ, καθώς λίγο αργότερα οι όροι της αναθεωρήθηκαν από το συνέδριο του Βερολίνου.
Οι συγκρούσεις στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο
Το 1914 οι Αυστριακοί επιτέθηκαν εναντίον της Σερβίας και σημείωσαν αρχικά επιτυχίες, νικώντας στους ποταμούς Σάβο και Δρίνο και στην Κολουμπάρα (Νοέμβριος) και αναγκάζοντας τους Σέρβους να εκκενώσουν το Βελιγράδι (30 Νοεμβρίου). Οι Σέρβοι, όμως, υπό την αρχηγία του Ραντομίρ Πούτνικ, πέρασαν στην αντεπίθεση, νίκησαν τους Αυστριακούς στη μάχη του Ρούδνικ και ανακατέλαβαν την πρωτεύουσά τους (15 Δεκεμβρίου).
Ο Τούρκος στρατηγός Εμβέρ πασάς, θεωρώντας πως το συμφέρον της Τουρκίας βρισκόταν με το μέρος της Γερμανίας, υπέγραψε μυστική συνθήκη με αυτήν στις 2 Αυγούστου. Στις 10 Αυγούστου, δύο γερμανικά καταδρομικά, το "Γκέμπεν" και το "Μπρεσλάου", μπήκαν στη Μεσόγειο και έγιναν δεκτά στα τουρκικά χωρικά ύδατα. Ακολούθησε, κατόπιν, εικονική πώλησή τους στην Τουρκία, η οποία στη συνέχεια βομβάρδισε την Οδησσό κι άλλα ρωσικά λιμάνια (30 Οκτωβρίου). Η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας (1 Νοεμβρίου) και ακολούθησαν οι σύμμαχοί της (5 Νοεμβρίου), ενώ αγγλικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στον Περσικό κόλπο. Η είσοδος της Τουρκίας στον πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία τριών νέων μετώπων (Καλλίπολης, Καυκάσου, Μεσοποταμίας).
Στις 26 Μαΐου 1916 καταλήφθηκε το οχυρό Ρούπελ, από τις γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις, παρά την μη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο.
Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο στις 28 Ιουνίου 1917 και η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου συγκέντρωσε 300.000 στρατιώτες που εντάχθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στο αγγλογαλλικό στράτευμα που πολεμούσε στην Μακεδονία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Σκρα στις 30 Μαΐου 1918, γνωστή και ως "μάχη του Σκρα", με ολοκληρωτική νίκη των ελληνικών δυνάμεων.
Η Βουλγαρία συνθηκολογεί τον Σεπτέμβριο του 1918 ενώ η Τουρκία τον Οκτώβριο του 1918. Ο αγγλογαλλικός στρατός καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη και μαζί του εγκαθίσταται σ' αυτήν ένα άγημα ελληνικού στρατού με αρχηγό τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Συγχρόνως, ο ελληνικός στόλος, με ναυαρχίδα το θωρηκτό Αβέρωφ, αγκυροβολούσε στον Βόσπορο.
Όπως είναι γνωστό, η Συνθήκη των Σεβρών (1920) παραχώρησε στην Ελλάδα τη Δυτική και Ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο, επικύρωσε την κυριαρχία της στα άλλα νησιά του Αιγαίου που κατείχε από το 1913, και ανέθεσε τη διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης στο ελληνικό κράτος, με ρόλο τοποτηρητή για τη δημόσια τάξη στην Ιωνία.
Οι κάτοικοι της περιοχής θα καλούνταν σύμφωνα με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, μετά από πέντε έτη να δηλώσουν αν προτιμούν την Ένωση με την Ελλάδα ή την παραμονή τους στην Τουρκία. Η Βόρεια Ήπειρος ενσωματωνόταν στο ιδρυόμενο αλβανικό κράτος, ουσιαστικά προτεκτοράτο της Ιταλίας, η οποία όμως παραχωρούσε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα εκτός της Ρόδου. (Η συμφωνία ακυρώθηκε από την Ιταλία το 1922).
Οι Ρώσοι στο πλευρό του Κεμάλ στην Μικρασία
Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας οι Σοβιετικοί ενίσχυσαν με κάθε στρατιωτικό και διπλωματικό μέσο τον Κεμάλ στον αγώνα του εναντίον του Ελληνικού Στρατού.
Άλλωστε ο Βενιζέλος είχε στείλει στρατεύματα εναντίον τους, στην Ουκρανική εκστρατεία. Οι ενέργειες των Ρώσων, συνέβαλαν τα μέγιστα στην ήττα των Ελλήνων, τον ξεριζωμό των Ιώνων από την πατρώα γη και έθεσαν παράλληλα και ταφόπλακα στις προσπάθειες των Ποντίων για αυτονόμηση από την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Τι συμβαίνει σήμερα
Μια άλλη παράμετρος που εισέρχεται στην εξίσωση σήμερα, είναι αυτή των Τουρκμένιων ή Τουρκομάνων, στην περιοχή των οποίων συνετρίβη το ρωσικό μαχητικό. Όπως επισημαίνεται σε σχετική ανάλυση του Αθηναικού Πρακτορείου, εκτός από τη Δαμασκό, τη Χάμα και το Χαλέπι, Τουρκομάνοι υπάρχουν και στη Λατάκεια. Εδώ και μέρες η Άγκυρα διαμαρτύρεται για το βομβαρδισμό θέσεων στη Λαττάκεια από ρωσικά αεροσκάφη. Εν ολίγοις, η παράμετρος "Τουρκομάνοι", μπαίνει επισήμως και διεθνώς στη θεματική ατζέντα του προβλήματος "Συρία". Άλλα παράπλευρα ερωτήματα είναι ποια η ισορροπία μεταξύ Τουρκομάνων και "Ισλαμικού Κράτους", ποιες οι διαθέσεις της Τουρκίας για αξιοποίηση των Τουρκομάνων.
Η υπόθεση "Συρία" αφορά πρωτίστως τους σουνίτες, τους σιίτες και τους Κούρδους της χώρας αυτής, τα σχέδια και την εμπλοκή κρατών όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Αγγλία, το Ιράν, η Τουρκία, γειτονικούς πληθυσμούς, όπως οι Κούρδοι του Ιράκ και της Συρίας. Τώρα όμως η πτώση του ρωσικού αεροσκάφους προβάλει στον ορίζοντα, ενδεχομένως προς όφελος της Τουρκίας και το στοιχείο των Τουρκομάνων.
Στο βαθμό που η πτώση του αεροσκάφους δεν θα προκαλέσει μεγάλη κρίση, η Άγκυρα μάλλον θα είναι ικανοποιημένη, διότι χωρίς μεγάλη ζημιά, θα έχει καταφέρει να θέσει στα σοβαρά θέμα Τουρκομάνων. Δηλαδή θα θεωρεί ότι μπορεί πλέον με αξιώσεις να πιάσει από ένα σημείο της την εξίσωση Συρία, αναβαθμίζοντας τη διαπραγματευτική της ισχύ στην περιοχή. "Εκτός αν οι μεγάλοι της εξίσωσης, οι ΗΠΑ, η ΕΕ και ειδικά η Μόσχα, έχουν διαφορετική άποψη", καταλήγει η ανάλυση του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ο ίδιος ο Ερντογάν πάντως δήλωσε πως ο Πούτιν λέει ότι χτυπάει το ISIS, την ώρα που βομβαρδίζει Τουρκμάνους. Από τη δική του πλευρά, ο Ρώσος πρόεδρος ισχυρίζεται πως δέχθηκε "πισώπλατο" χτύπημα από την Τουρκία και πως δεν υπήρχε λόγος να καταρριφθεί το αεροσκάφος. Τέλος, από τη δική του πλευρά, ο πρόεδρος Ομπάμα "κάλυψε" τον Ερντογάν, λέγοντας πως η Τουρκία έχει δικαίωμα να υπερασπιστεί τα εδάφη της, κάτι που ανέφερε την Τρίτη και ο πρωθυπουργός Νταβούτογλου.
Και το διπλωματικό θρίλερ, συνεχίζεται.
news247.gr