Γράφει ο Λάμπρος Δημητρέλος
Τη συνάντησε έξω από το παλιό διώροφο αρχοντικό σπίτι. Ήταν αρχές Δεκεμβρίου και στην Πάτρα, εκείνο το σκοτεινό πρωινό, έβρεχε ασταμάτητα. Πάρκαρε το περιπολικό και κατέβηκε περπατώντας αργά προς το μέρος της. Η κοινωνική λειτουργός στεκόταν μαζεμένη, κάτω από την ομπρέλα της. Του έτεινε το χέρι: «Ιωάννα Παλαιολόγου», χάρηκα κύριε;… «Αρχιφύλακας Πέρρος», της απάντησε ο αστυνομικός αποδεχόμενος τη χειραψία. «Ξέρετε, πρόκειται για δύο αδέρφια με κάποιες ιδιαιτερότητες…», ξεκίνησε να εξηγεί η κοινωνική λειτουργός. «Γνωρίζω…», της απάντησε αυτός. «Είχα την υπόθεση του θανάτου της μητέρας τους προ μερικών ετών». «Ενδεχομένως τα πράγματα να είναι χειρότερα απ’ ότι τα θυμάστε», συνέχισε εκείνη. «Οι γείτονες έχουν πολλές ημέρες να δουν τον άντρα και το σπίτι είναι ερμητικά κλειστό… Γι’ αυτό και ενεπλάκη η υπηρεσία μου».
Ο αστυνομικός την άκουγε προσεκτικά και χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της, χτύπησε το βαρύ μπρούτζινο χέρι της δίφυλλης ξύλινης πόρτας.
Ξανά.
Και ξανά…
Τότε, άκουσε αργά βήματα να πλησιάζουν. Η πόρτα ξεκλείδωσε και το ένα φύλλο της άνοιξε ελάχιστα. Από πίσω, μέσα στο σκοτάδι είδε το πρόσωπο ενός άντρα, το βλέμμα του οποίου ήταν χαμένο. Συννεφιασμένο, σαν εκείνον τον βροχερό ουρανό…
«Κύριε Αντρέα καλημέρα, από την αστυνομία είμαι».
«Τι θέλετε;» αντιγύρισε αυτός.
«Να σας δούμε. Μπορούμε να μπούμε μέσα γιατί βρέχει πολύ; Είμαι με μια φίλη…»
Ο Ανδρέας Κομνηνός άνοιξε ολόκληρο το φύλλο. Περνώντας το κατώφλι, η κοινωνική λειτουργός ένιωσε έντονη ναυτία από τη φοβερή δυσοσμία. Ξετύλιξε το φουλάρι της, το δίπλωσε στη χούφτα της και κάλυψε με αυτό τη μύτη και το στόμα της. Μάταια… Παρά την κολώνια, η δυσοσμία παρέμενε διαπεραστική.
«Τι κάνει η αδερφή σου Αντρέα;», ρώτησε ο Πέρρος.
«Στο κρεβάτι είναι, κατάκοιτη», ψιθύρισε ο Κομνηνός.
«Πάμε να τη δούμε λίγο;», πρότεινε ο αστυνομικός.
Ο Κομνηνός γύρισε την πλάτη κι άρχισε να ανεβαίνει αργά την ξύλινη σκάλα. Ήταν ένας καχεκτικός, ατημέλητος, εβδομηντάρης. Τα ρούχα και το σώμα του ήταν καταφανώς βρώμικα. Ανεβαίνοντας, το σκοτάδι πύκνωνε – δεν υπήρχε λάμπα σχεδόν σε κανένα φωτιστικό. Ο Αρχιφύλακας αναγκάστηκε να βγάλει τον φακό του. Το σπίτι θύμιζε μαυσωλείο. Ένα σκοτεινό, ρυπαρό, άχαρο κι ανατριχιαστικό μαυσωλείο. Και κρύο, πολύ κρύο… Το σαλόνι είχε να καθαριστεί δεκαετίες, γεμάτο σκουπίδια και αντικείμενα που δεν τα είχε αγγίξει ανθρώπινο χέρι για πολλά, πολλά χρόνια... Μέσα από έναν μακρύ κι επίσης θεοβρώμικο διάδρομο, κατευθύνθηκαν προς το ένα υπνοδωμάτιο. Η οστεωμένη γυναίκα κείτονταν ακίνητη πάνω στο κρεβάτι. Μόνο όταν η δέσμη του φακού πέρασε στιγμιαία πάνω απ’ το πρόσωπό της, έκανε έναν μορφασμό. Ήταν ζωντανή…
«Κυρία Ελένη;», ρώτησε η Ιωάννα Παλαιολόγου.
Η Ελένη Κομνηνού δε μπορούσε καν να μιλήσει. Δεν έβγαινε φωνή... «Έχουμε μέρες να φάμε», δικαιολογήθηκε ο αδερφός της. Η κοινωνική λειτουργός κοίταξε τον Πέρρο κατάματα. Ο αστυνομικός, παρά τη μεγάλη εμπειρία του είχε ξαφνιαστεί. Πράγματι, η κατάστασή τους ήταν πολύ άσχημη και οριακή. «Είμαστε εδώ για να σας βοηθήσουμε, θα σας φέρουμε τρόφιμα, φάρμακα και ό,τι άλλο χρειάζεστε», εξήγησε η Παλαιολόγου. «ΟΧΙ!», εξερράγη ο Κομνηνός. «Θέλετε να μας δηλητηριάσετε. Να ξεκάνετε την αδερφή μου κι εμένα. Φύγετε!». Ο πολύπειρος αστυνομικός τράβηξε την κοινωνική λειτουργό δυο βήματα πίσω. Υπήρχε κίνδυνος ο Ανδρέας Κομνηνός να κλιμακώσει τη συμπεριφορά του και να επιτεθεί. Η ψυχική του υγεία ήταν διαταραγμένη και αυτό ήταν πλέον πολύ εμφανές.
«Αντρέα ηρέμησε, δε θα σας κάνει κανένας κακό», τον καθησύχασε ο πελώριος αστυνομικός, λαμβάνοντας για παν ενδεχόμενο κατάλληλη θέση στον χώρο, ανάμεσα στον Κομνηνό και την κοινωνική λειτουργό.
«Ποιος είσαι εσύ; Γιατί σας άνοιξα; Τι θέλετε εδώ μέσα;» Ο Κομνηνός ξεκίνησε να παραληρεί.
«Είμαι αστυνομικός και η κυρία κοινωνική λειτουργός. Είμαστε εδώ για να σας βοηθήσουμε».
Ο Πέρρος κάλεσε ενισχύσεις και ασθενοφόρο από τον ασύρματο.
«Ιωάννα, πρέπει να τους πάρουμε από εδώ μέσα», της είπε αποφασιστικά.
Η Παλαιολόγου έγνεψε καταφατικά…
Εκείνη την ημέρα, η 65χρονη Ελένη εισήχθη, σχεδόν νεκρή, για νοσηλεία στην παθολογική κλινική του νοσοκομείου. Ήταν υποσιτισμένη - από θαύμα ζούσε, είπαν οι γιατροί. Ο αδερφός της, με τσακισμένη την ψυχική του υγεία, θα έμενε για λίγο στην ψυχιατρική κλινική με σκοπό οι γιατροί να του ρυθμίσουν τη φαρμακευτική αγωγή, καθιστώντας τον ξανά λειτουργικό. Βγαίνοντας από το σπίτι, ο Πέρρος ολοκλήρωσε τη διαδικασία σφράγισης της οικίας, ενώ η Παλαιολόγου συγκλονισμένη του εκμυστηρευόταν πως ήταν μία από τις πιο δύσκολες καταστάσεις που είχε διαχειριστεί. Το ίδιο ίσχυε και γι’ αυτόν κι ας μην το ομολογούσε…
Για όλη την υπόλοιπη ημέρα, ο Αρχιφύλακας Πέρρος δε μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του όλη αυτή την εξαθλίωση που είχε αντικρύσει στο σπίτι των Κομνηνών. Το βράδυ κάλεσε στο τηλέφωνο την Παλαιολόγου. «Έχω μια ιδέα», της είπε. «Και χρειάζομαι τη βοήθειά σου»…
Ο Διευθυντής του Δημοτικού σχολείου, παλιός γνωστός του Πέρρου, ενθουσιάστηκε... Έδωσαν θερμά τα χέρια και χαιρετήθηκαν, ανανεώνοντας το ραντεβού τους για την προσυμφωνημένη μέρα. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν κι όλοι τους είχαν πολλά να κάνουν!
Είχε φτάσει η προπαραμονή Χριστουγέννων και η Ιωάννα Παλαιολόγου παρακολουθούσε για τρίτη συνεχόμενη ημέρα το ειδικό συνεργείο καθαρισμού και απολύμανσης να μεταμορφώνει το εγκατελειμμένο στην τύχη του σπίτι. Βλέποντας το μεγάλο φορτηγό σχεδόν να γεμίζει με τα απορρίμματα από το εσωτερικό του παλιού αρχοντικού, αναλογίστηκε πόσοι άνθρωποι δίπλα και γύρω μας, ζουν βουβά, σχεδόν αόρατοι, σε τέτοιες απάνθρωπες συνθήκες…
Το πρωινό της 24ης Δεκεμβρίου, ο Πέρρος, η Παλαιολόγου και είκοσι παιδάκια από διάφορες τάξεις του γειτονικού δημοτικού μαζί με τις δασκάλες και τον διευθυντή τους, μπήκαν στο παλιό αρχοντικό. Ο χώρος άστραφτε από καθαριότητα και γέμιζε φυσικό φως από τα ορθάνοιχτα πλέον πατζούρια. Τελικά, επρόκειτο για ένα πανέμορφο σπίτι…
Οι υαλοκαθαριστήρες σκούπιζαν περιοδικά το ελαφρύ χιονόνερο που ράντιζε την πόλη. Στο πίσω μέρος του ασθενοφόρου, η υγεία της Ελένης Κομνηνού είχε ανακάμψει σε μεγάλο βαθμό. Δίπλα της κι ο αδερφός της Ανδρέας, ένιωθε πολύ καλύτερα πνευματικά. Είχαν να ειδωθούν πάρα πολλές μέρες… Γιατί όμως δε μιλούσαν; Η Ελένη, ξαπλωμένη στο φορείο, κοίταζε το μεγάλο οβάλ φωτιστικό στην οροφή του ασθενοφόρου. Ολόλευκο και κρύο, σαν σε χειρουργείο. Είχε ταλαιπωρηθεί πολύ στη ζωή της με όλες αυτές τις επεμβάσεις… Ο Ανδρέας, καθισμένος στο πτυσσόμενο κάθισμα, ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Το μόνο που τον κρατούσε σε επαφή με το γύρω περιβάλλον, ήταν το ρυθμικό «τιτ – τιτ, τιτ - τιτ» του βομβητή αυτόματου ελέγχου των πολλών μηχανημάτων… Ήξεραν και οι δυο τους πως επιστρέφοντας στο σπίτι τους, θα ζούσαν ακόμη μία επανάληψη των δεκάδων θλιβερών Χριστουγέννων των τελευταίων δεκαετιών. Μόνοι, μέσα σ’ ένα κρύο, σκοτεινό και βρώμικο σπίτι…
Φτάνοντας, η Παλαιολόγου και ο Πέρρος τους περίμεναν στο πεζοδρόμιο. Τα αδέρφια Κομνηνού εξεπλάγησαν. «Καλά Χριστούγεννα!», τους είπε γεμάτη χαρά η κοινωνική λειτουργός και ο αστυνομικός τους προειδοποίησε χαμογελαστός: «Σας έχουμε ετοιμάσει μια μικρή έκπληξη…»
Από το κατώφλι, το σπίτι πια μοσχομύριζε. Μια γλυκιά μίξη αρωματικών καθαριστικών, παλιού ξύλου και νοστιμιάς… Η Ελένη κι ο Ανδρέας Κομνηνός ανέβηκαν διστακτικοί τη σκάλα. Κοντοστάθηκαν στο ευρύχωρο χωλ. Δεν πίστευαν στα μάτια τους… Στο πεντακάθαρο και φωτεινό σαλόνι τους, δέσποζε ένα τεράστιο, πανέμορφα στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Λαμπάκια, γιρλάντες, στολίδια και παιχνίδια ήταν σκορπισμένα παντού! Επάνω στον παλιό μπουφέ, πιατέλες με διάφορα γλυκά, κουραμπιέδες και μελομακάρονα που έσπαγαν τις μύτες τους! Στη μία γωνία του σαλονιού ένα τρενάκι έκανε συνεχώς στροφές στις ράγες του, πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Το τζάκι ήταν ξανά αναμμένο… Δίπλα, είκοσι παιδάκια, είκοσι αγνές ψυχές, ξεκίνησαν να χτυπούν τα μεταλλικά τρίγωνά τους και να τραγουδούν με τις λεπτές κρυστάλλινες φωνές τους: «Καλήν εσπέραν άρχοντες… Κι αν εί… Κι αν είναι ορισμός σας… Χριστού τη Θεία Γέννηση… Να πω… Να πω στ’ αρχοντικό σας…»
Τα αδέρφια Κομνηνού είχαν μουδιάσει. Αποσβολωμένοι ένιωθαν το πνεύμα των Χριστουγέννων να τους κατακλύζει… Οι καρδιές τους χτυπούσαν δυνατά! Ο Ανδρέας Κομνηνός, δεν άντεξε… Δάκρυσε. Η αδερφή του Ελένη, τον πήρε αγκαλιά… Δεν άντεξε ούτε αυτή όμως. Αγκαλιασμένοι ξεκίνησαν να κλαίνε δυνατά με λυγμούς. Και να θυμούνται…
Να θυμούνται κάποια Χριστούγεννα της δεκαετίας του ΄60… Να θυμούνται τους εαυτούς τους παιδιά και τους γονείς τους κοντά τους, ακμαίους, να στολίζουν όλοι μαζί ένα θεόρατο δέντρο σ’ αυτό το ίδιο σαλόνι. Πόσο ψηλό ήταν εκείνο το δέντρο… Ο πατέρας τους χρειαζόταν να ανέβει σε μια μικρή σκάλα για να στολίσει την κορυφή του. Πόσο ζεστό ήταν το σπίτι τους και πόσο όμορφο, με εκείνο το τζάκι να καίει συνεχώς, δίνοντας μια μοναδική θαλπωρή και ζεστασιά στις ψυχές τους… Θυμήθηκαν τη μητέρα τους να ψήνει τη βασιλόπιτα και άλλες λιχουδιές στην κουζίνα κι αυτοί να τη χαζεύουν… Ο μικρός Ανδρέας πάνω στο ξύλινο αλογάκι του και η μικρή Ελένη δίπλα του να παίζει με μια πορσελάνινη κούκλα. Θεέ μου, τι όμορφη που ήταν η μητέρα τους… Και πόσο την αγαπούσαν… Κι ο πατέρας τους; Να κάθεται ήρεμος στην πολυθρόνα και να διαβάζει την εφημερίδα του, ενώ το ραδιόφωνο γέμιζε το σπίτι με όμορφες μουσικές. Μπορεί να τον είχαν χάσει πολύ νωρίς, τον θυμούνταν όμως πάντα εκεί, βράχο, να κάνει τα πάντα για να νιώθουν ασφαλείς, ενωμένοι, αγαπημένοι. Να νιώθουν και να είναι οικογένεια…
Τα κάλαντα είχαν πια τελειώσει. Τότε, η πιο μικρούλα από τα παιδάκια, ένα κοριτσάκι της πρώτης δημοτικού με ολόχρυσα, σχεδόν λευκά μαλλιά και μπλε θαλασσιά μάτια, σα χάντρες, πλησίασε τη δασκάλα του:
«Κυρία, γιατί κλαίνε ο παππούλης και η γιαγιάκα; Μήπως δεν τους άρεσε έτσι όπως στολίσαμε το σπίτι τους;»
Ο Πέρρος πλησίασε αυτόν τον ξανθό άγγελο και γονάτισε μπροστά του…
«Πως σε λένε μικρούλα μου;», τη ρώτησε.
«Αγγελική», του απάντησε το κοριτσάκι, ενώ κρατούσε τη φούστα της δασκάλας της, με το χέρι αυτής να χαϊδεύει τα κατάξανθα μαλλιά του παιδιού.
«Αγγελική - όνομα και πράγμα», σκέφτηκε ο αστυνομικός και συνέχισε υποταγμένος στην παιδική αθωότητα της ματιάς της: «Αγγελική αγάπη μου, πολλές φορές η ζωή δείχνει το σκληρό της πρόσωπο σε κάποιους ανθρώπους, στους οποίους συμβαίνουν άσχημα, στενάχωρα πράγματα. Ό,τι κι αν γίνει όμως, οι άνθρωποι είμαστε αναγκασμένοι να συνεχίσουμε. Είμαστε υποχρεωμένοι να σηκωθούμε όρθιοι και να προσπαθήσουμε ξανά. Ο κύριος Ανδρέας και η κυρία Ελένη το είχαν ξεχάσει αυτό. Παρέμειναν πεσμένοι για πολύ καιρό. Τόσο, που είχαν ξεχάσει πώς είναι να σηκώνεσαι… Εσύ όμως, μαζί με τους φίλους και τις φίλες σου, φροντίσατε να τους το θυμίσετε. Δεν κλαίνε από λύπη, κλαίνε από χαρά. Γιατί τους βοηθήσατε να σηκωθούν. Είσαστε τα χριστουγεννιάτικα αγγελούδια τους αγάπη μου. Δε θα ξεχάσουν ποτέ αυτήν την ημέρα… Ούτε κι εσείς μεγαλώνοντας, στο υπόσχομαι…»
Και ο ίδιος είχε πια λυγίσει... Σηκώθηκε, χαιρέτησε και προσπέρασε τα αδέρφια Κομνηνού, κατευθυνόμενος προς τη σκάλα και το περιπολικό του. Τον κοίταξαν με τα βουρκωμένα, αλλά ξανά ολοζώντανα μάτια τους.
«Καλά Χριστούγεννα», τους ευχήθηκε ολόψυχα ο αστυνομικός.
Η Ελένη και ο Ανδρέας Κομνηνός, δεν κατάφεραν να του απαντήσουν, όσο κι αν ήθελαν. Μόνο του χαμογέλασαν... Η συγκίνησή τους ήταν τόσο μεγάλη που ήταν ακατόρθωτο να βγει έστω και μια λέξη απ’ τα στόματά τους. Ήταν απόγευμα παραμονής Χριστουγέννων του 2021 και το σπίτι τους ήταν ξανά ζωντανό. Στολισμένο, γεμάτο ζωή, γεμάτο χαρά, γεμάτο παιδιά… Τα πρώτα που έμπαιναν σε αυτό μετά από τους ίδιους στην παιδική τους ηλικία.
Ναι, η Ελένη και ο Ανδρέας Κομνηνός ζούσαν ένα όνειρο.
Ένα όνειρο Χριστουγέννων…
Πηγή: thebest.gr