Πόνος, οργή, οδύνη, κλάμα. Μερικές λέξεις που μπορούν να περιγράψουν την μαύρη Δευτέρα της 13ης Δεκεμβρίου στα Καλάβρυτα όπου ένα ολόκληρο χωριό έπεσε θύμα των εγκληματιών ανθρωποειδών του Χίτλερ. Οι μακελάρηδες της Βέρμαχτ που σκόρπισαν τον θάνατο σε όλη την Ελλάδα, έκαψαν χωριά, ξεκοίλιασαν στην κυριολεξία ανθρώπους και δεν είχαν ούτε ιερό ούτε όσιο, διέπραξαν μία από τις χειρότερες σφαγές στη χώρα μας τον Δεκέμβριο του 1943.
Γράφει η Ζώη-Τήλα Ελένη
Στα ορεινά Καλάβρυτα η ομίχλη τον χειμώνα είναι πυκνή. Ο ήλιος δεν έκανε την εμφάνιση του την ημέρα που είχα την τύχη να τα επισκεφτώ. Το πένθιμο τοπίο σε συνδυασμό με την μαύρη ιστορία που κουβαλάει αυτή η όμορφη πόλη σου προκαλεί πολλά συναισθήματα με την λύπη και την οργή να κυριαρχούν γι αυτή την ανθρώπινη τραγωδία.
Ανεβαίνοντας τον πέτρινο ανηφορικό δρόμο για να φθάσω στον τόπο θυσίας- όπως λένε οι Καλαβρυτινοί -σκεπτόμουν γιατί να σφαχτούν αθώοι άνθρωποι που δεν είχαν κάνει απολύτως τίποτα. Προσπαθούσα να καταλάβω τι σκεπτόντουσαν οι φονικές μηχανές του Χίτλερ αλλά δεν έβγαλα άκρη και τα παράτησα για να απολαύσω το ατμοσφαιρικό τοπίο (ενώ παράλληλα έλεγα και δυνατά βωμολοχίες για την Βέρμαχτ μιας και δεν έπρεπε να χάσω το πνεύμα της επίσκεψης μου).
Φθάνοντας στο τέρμα, αντικρίζω τον αυτοκινητόδρομο και το μεγαλοπρεπές μνημείο. Ένα μνημείο που στέκεται πάντα εκεί για να θυμίζει σε όλους μας το κακό του Ναζισμού. Είναι κυκλικό, και νιώθεις σαν να σε πλακώνει, να σε πλακώνει επειδή γράφει ονόματα ανθρώπων που σφαγιάστηκαν και ήταν κάτω από 18 ετών. Ούτε ένα όνομα δεν θα αντικρίσει κανείς στην δεξιά πέτρα που να είναι άνω των 17, αντιθέτως θα δει 13,15,14. Τραγικό είναι το γεγονός ότι πολλά από τα παιδιά ήταν αδέρφια. Τα παιδιά μιας μάνας που έπρεπε να τα θάψει σκάβοντας με τα χέρια της (γι αυτό θα μιλήσω παρακάτω).
Οι φωτογραφίες «αδικούν» την μεγαλοπρέπεια του μνημείου και πραγματικά εξεπλάγην από την δομή του και το πως κατάφερε να μου προξενήσει τέτοια συναισθηματική φόρτιση. Γυρνώντας το βλέμμα αντικρίζεις έναν πένθιμο λόφο στη κορυφή του οποίου βρίσκεται ένας μεγάλος άσπρος σταυρός. Και πάνω στο λόφο σταυροί με ονόματα και ο καθένας με ένα φαναράκι για τον νεκρό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου προξένησε ένας τάφος όπου είχε πέντε ονόματα και έμαθα την ιστορία του... Η μητέρα με την κόρη πάλευαν να θάψουν τα τρία παιδιά της οικογένειας, τον πατέρα και τον αδερφό. Στη μέση βρίσκεται ο πατέρας και γύρω του τα ανήλικα αγόρια...
Ανεβαίνοντας στο τέρμα του λόφου, και αφού πρώτα έδωσα μία μάχη για να καταφέρω να διαβάσω όλα τα ονόματα στους σταυρούς, κοίταξα τα Καλάβρυτα που ήταν σκεπασμένα από την ομίχλη και τον τόπο όπου σφαγιάστηκαν τόσοι αθώοι άνθρωποι. Ήταν λες και στοιχειώνονταν από τους νεκρούς τους που βρίσκονται στην κορυφή του λόφου. Και τελικά αποδείχτηκε ότι οι Καλαβρυτινοί όχι μόνο δεν έχουν ξεχάσει, αλλά έχουν στοιχειωθεί από τα φαντάσματα του παρελθόντος: τους μιλάς για το Ολοκαύτωμα και το βλέμμα τους σκοτεινιάζει, άλλων περισσότερο και άλλων λιγότερο. Έπρεπε να καταλάβω το γιατί...
Επιχείρηση Καλάβρυτα
Μετά από αλλεπάλληλα χτυπήματα που δέχτηκε ο Χίτλερ από την Σοβιετική Ένωση και ιδιαιτέρως από την Ελλάδα (είχαν άλλωστε παραδεχτεί οι Ναζί ότι δεν είχαν ξανασυναντήσει τέτοια αντίσταση), αποφασίστηκε να σταματήσει μια και καλή τους αντάρτες που είχαν καταφέρει να εξοργίσουν όλο το επιτελείο.
Το αποκορύφωμα που οδήγησε τους Ναζί στην απίστευτη θηριωδία τους ήταν η εκτέλεση στρατιωτών τους από τους αντάρτες. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1943, οι αντάρτες οδήγησαν τους αιχμαλώτους Γερμανούς στρατιώτες στο βουνό Χελμός. Από κει, και πάνω από ένα ψηλό βάραθρο πέταξαν τους 77 αιχμαλώτους. Ένας απ’ αυτούς έπεσε μόνος του στο γκρεμό και κατόρθωσε να ζήσει. Περιέγραψε το φοβερό δράμα των υπολοίπων και έτσι αποφασίστηκε να ανταποδώσουν.
Αποφασίστηκε να γίνει η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» (Untermehmen Kalawrita) υπογράφηκε στις 25/11/1943 από τον διοικητή της 117 Μεραρχίας Κυνηγών υποστράτηγο Καρλ Φον Λε Σουίρ (ο συγκεκριμένος Ναζί δεν μπήκε ούτε μία μέρα φυλακή καθώς αθωώθηκε στην Δίκη της Νυρεμβέργης παρόλο που αιματοκύλισε τα Καλάβρυτα). Σκοπός της επιχείρησης ήταν η τρομοκρατία του πληθυσμού με εκτελέσεις αμάχων και λεηλασίες, η πυρπόληση σπιτιών και η εκκαθάριση του ορεινού όγκου του Χελμού από αντιστασιακές ομάδες.
Τα γερμανικά στρατεύματα ξεκίνησαν από τρεις ελληνικές πόλεις, την Τρίπολη, το Αίγιο και την Πάτρα, με τελική κατεύθυνση τα Καλάβρυτα. Στο δρόμο τους εκτέλεσαν 143 άνδρες, στα χωριά Ρωγοί, Κερπινή, Άνω και Κάτω Ζαχλωρού, καθώς και στη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου. Επίσης έκαψαν περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 χωριά, αφού τα λεηλάτησαν αποκομίζοντας περισσότερα από 2.000 πρόβατα και μεγαλύτερα ζώα και περίπου 260.000.000 δραχμές.
Οι Γερμανοί μπαίνουν στα Καλάβρυτα
Ήταν στις 9 Δεκεμβρίου του 1943 όταν οι Ναζί μπήκαν στα Καλάβρυτα. Πολλοί κάτοικοι είχαν ήδη εγκαταλείψει τις εστίες τους υπό τον φόβο για αντίποινα αλλά οι Γερμανοί τους κάλεσαν πίσω με την διαβεβαίωση ότι δεν θα πειραχτεί κανείς. Μάλιστα, ο Γερμανός Διοικητής Χανς Εμπερσμπέργκερ έδωσε το λόγο της στρατιωτικής του τιμής για να κατευνάσει τους ανήσυχους και φοβισμένους κατοίκους. Τελικά αποδείχτηκε ότι όχι μόνο δεν είχε τιμή πόσο μάλλον στρατιωτική, αλλά δεν ήταν καν άνθρωπος καθώς απόλαυσε την σφαγή.
Οι Γερμανοί προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση σπιτιών που ανήκαν σε μέλη αντιστασιακών οργανώσεων. Στη συνέχεια αναζήτησαν την τύχη των Γερμανών τραυματιών της Μάχης της Κερπινής και στις 12 του μηνός άρχισαν να ετοιμάζουν την αποχώρησή τους. Και ενώ οι Καλαβρυτινοί πίστευαν πως τα χειρότερα έχουν περάσει, το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου χτύπησαν οι καμπάνες.
Κατόπιν δόθηκε διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο δημοτικό σχολείο και να πάρουν κουβέρτες, νερό και ψωμί για μία ημέρα. Ενώ οι άνθρωποι έμπαιναν από την κεντρική πόρτα του σχολείου (η οποία δεν έχει ανοίξει από εκείνη την ημέρα προς τιμή των νεκρών), υπήρχαν στρατιώτες που χώριζαν τους άνδρες από τα γυναικόπαιδα, δεξιά και αριστερά αντίστοιχα.
Όλος ο άρρεν πληθυσμός των Καλαβρύτων ηλικίας 14-65 ετών οδηγήθηκε στην Ράχη του Καππή. Ο χώρος ήταν προσεκτικά επιλεγμένος, καθώς η αμφιθεατρική του διαμόρφωση δε θα επέτρεπε σε κανέναν να γλιτώσει από τις ριπές των πολυβόλων που είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι άνδρες ρωτούσαν αν θα τους σκοτώσουν και οι Γερμανοί έλεγαν όχι μέχρι την τελευταία στιγμή! Μέχρι που τελικά έβαζαν ανθρώπους στη σειρά και όλοι κατάλαβαν πως είναι αυτό που νομίζουν. Άρχισαν να λένε δειλούς τους στρατιώτες αλλά όχι μόνο δεν τους έδωσαν σημασία αλλά ξεκίνησαν να πυροβολούν.
12:30 έπεσε η πρώτη σφαίρα, 14:34 η τελευταία. Περίπου 1.300 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους, μόνο επτά γλύτωσαν επειδή βρίσκονταν κάτω από τα πτώματα των συγχωριανών τους.
«Άρχισε και έβρεχε. Πέσαμε κάτω και εγώ σχεδόν έπεσα από τους τελευταίους. Μαζί και δύο αδερφοί που είχα. Ήταν πιο κει. Οι Γερμανοί βάζαν τις ριπές και κάθε ριπή έκανε 10 δευτερόλεπτα αλλά εμένα μου φαινόταν σαν να πέρναγαν δέκα χρόνια. Μας έβαλαν τρεις ριπές, σε τρεις τοποθεσίες κυκλικά. Σταμάταγε το ένα, άρχιζε το άλλο. Μετά έρχονταν κοντά μας και μας πυροβολούσαν. Μπαμ, μπαμ, τον ένα, τον άλλο. Εγώ δεν είχα πάθει τίποτα. Μετά ήρθαν και κοντά μας. Ένας 30αρης με κοιτάει και μου λέει “Αργύρη ήρθε η σειρά μας”. Κάτι μου ψιθύρισε αλλά δεν κατάλαβα τι είπε.
Ο Γερμανός ήρθε να μου δώσει την χαριστική βολή αλλά είχα το χέρι στο κούτελο μου. Με πυροβόλησε και με πήρε ξυστά στο φρύδι και στο χέρι και αιμορράγησα. Έκανα ότι είμαι νεκρός. Μετά από δύο τρία λεπτά ήρθε ένας άλλος, με έπιασε από το σβέρκο και με κάρφωσε στο κεφάλι. Είχα μεγάλη πληγή και πόνεσα πολύ, άρχισα και κουνιόμουν. Με σημάδευε και άλλος. Λέω δεν κάνω τον ψόφιο; Έπεσα κάτω και δεν ξανακουνήθηκα».
Αργύρης Φερλερής επιζών εκτελεστικού αποσπάσματος
Την ίδια στιγμή καίγονταν όλα τα σπίτια των Καλαβρύτων. Η πόλη είχε παραδοθεί στις φλόγες και ένας επιζών που διηγήθηκε τι συνέβη μίλησε για στιγμές πανικού: ένας ηλικιωμένος είχε σκαρφαλώσει στο παράθυρο και έλεγε: “καίγεται το σπίτι της Μαρίας, καίγεται το σπίτι της Ελένης”. Τα παιδιά ούρλιαζαν και οι γυναίκες λιποθυμούσαν.
Η φωτιά πλησίαζε απειλητικά στο κτήριο του σχολείου, το οποίο φρουρούσαν πάνοπλοι Γερμανοί στρατιώτες. Οι αναθυμιάσεις προκάλεσαν λιποθυμίες μέχρι που οι γυναίκες αποφάσισαν να φύγουν: «Ένας έφηβος έτρεξε προς την πόρτα. Έσπρωξε πολύ δυνατά τον στρατιώτη και κόλλησε στον τοίχο. Δεν αντέδρασε και όλοι τρέξαμε να φύγουμε. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ». Αν δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος Αυστριακός στρατιώτης και στη θέση του ήταν κάποιος άλλος, όλος ο πληθυσμός των Καλαβρύτων θα είχε αφανιστεί...
Εικόνες καταστροφής: Κοράκια έτρωγαν τους νεκρούς που δεν μπορούσαν να θάψουν οι γυναίκες
Οι γυναίκες μαζί με τα παιδιά προσπαθούσαν να βρουν τους αγαπημένους τους. Σύσσωμο το χωρίο ανέβηκε στο λόφο για να αντικρίσει την καταστροφή. Ένας σορός από πτώματα και ο λόφος να έχει γεμίσει αίμα.
Από κει και πέρα άρχισε ένα μαρτύριο. Όλοι προσπαθούσαν να βρουν τους δικούς τους. Μάνες, παιδιά, γιαγιάδες, παππούδες έψαχναν σε έναν σορό από πτώματα για τους αγαπημένους τους που μέχρι πριν από λίγες ώρες ήταν ζωντανοί. Οι νεκροί ήταν τόσοι πολλοί που η διαδικασία πήρε μέρες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μαζευτούν τα κοράκια και να τρώνε τις σάρκες.
Οι Καλαβρυτινοί άναψαν φωτιές και κάθονταν στον λόφο προκειμένου να προστατέψουν τα άψυχα σώματα των δικών τους. Οι γυναίκες δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν τα πτώματα... Έτσι, οι μάνες με την βοήθεια των παιδιών τους και των συγγενών τους, πήραν τις κουβέρτες που είχαν μαζί τους και έσερναν τα πτώματα στον δρόμο προκειμένου να τα μεταφέρουν στο νεκροταφείο.
Παράλληλα, οι Γερμανοί είχαν πάρει τα πάντα, μέχρι τις τσάπες και τα φτυάρια με αποτέλεσμα οι γυναίκες να μην μπορούν να σκάψουν. Με χέρια και οποιοδήποτε άλλο μέσο προσπαθούσαν να κάνουν προχείρους λάκκους έτσι ώστε να προστατέψουν τα πτώματα:
«Πήραμε τον πατέρα και ανοίξαμε έναν λάκκο με τα χέρια, εγώ η μάνα και η θεία. Ήταν πολύ ρηχός... Τον βάλαμε μέσα πρόχειρα και πετάξαμε χώμα με τα χέρια. Το χειρότερο σημείο ήταν το πρόσωπο... Το έβλεπα και από άλλες γυναίκες. Μόλις έφθαναν στο πρόσωπο δεν μπορούσαν να συνεχίσουν, έβγαζαν μαντηλάκια που είχαν στις τσέπες τους και το σκέπαζαν για να μην το βλέπουν και μετά πετούσαν τα χώματα. Η μάνα έκλαιγε πολύ».
Επιζών Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος
Στα ματωμένα Καλάβρυτα δεν υπήρχε ούτε φαγητό για την επιβίωση. Το είχαν πάρει και αυτό...
«Ένα πράγμα δεν θα ξεχάσω. Στην εκκλησία από τα αριστερά έβλεπες να είναι γεμάτο από γυναίκες με μαύρα μαντήλια, και αριστερά σχεδόν κανένας...»
Μετά από έναν Γολγοθά οι Καλαβρυτινοί κατάφεραν να επιβιώσουν και σύμφωνα με μαρτυρίες, τα παιδιά σπούδασαν και η πόλη χτίστηκε από την αρχή. Αλλά οι πληγές δεν έχουν κλείσει. Μέχρι και σήμερα, το πένθος στην όμορφη ορεινή πόλη διαρκεί έως και τις 13 Δεκεμβρίου. Όσοι πάνε πιο πριν δεν θα δουν ούτε έναν γλόμπο χριστουγεννιάτικου δέντρου, απολύτως τίποτα που να παραπέμπει στις γιορτές. Το μόνο που είδα προσωπικά ήταν μαύρα μαντήλια στις κολόνες με την ημερομηνία «13 Δεκεμβρίου 1943» και ευγενέστατους κατοίκους που χαμογελούσαν αλλά μόλις άκουγαν την λέξη Ολοκαύτωμα σκοτείνιαζαν τα μάτια τους.
Ποτέ δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη
Το τάγμα που κατάσφαξε τα Καλάβρυτα αποτελούνταν από κατάδικους οι οποίοι είχαν χαρακτηριστεί ανίκανοι για συμμετοχή στο στρατό. Μέχρι και σήμερα ο ακριβής αριθμός των νεκρών δεν έχει αποσαφηνιστεί ενώ δεν υπάρχουν αποδείξεις για συμμετοχή των ελληνικών ταγμάτων ασφαλείας, ισχυρισμός που οι κάτοικοι υποστήριζαν σθεναρά και συνεχώς. Στην αιματηρή επιχείρηση συμμετείχαν και Αυστριακοί στρατιώτες οι οποίοι δεν είχαν ωστόσο κανένα ενεργό ρόλο. Ένας από αυτούς άφησε τα γυναικόπαιδα να φύγουν από το σχολείο.
Οι συντονιστές της Επιχείρησης Καλάβρυτα και το τέλος τους
Υποστράτηγος Καρλ Φον Λε Σουίρ: Ο προπάππους του είχε ακολουθήσει τον Όθωνα στην Ελλάδα. Έδωσε εντολή να εκτελεστούν ως αντίποινα όλοι οι άνδρες των Καλαβρύτων. Πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1995.
Ιούλιος Βολφίνγκερ: Σχεδίασε και οργάνωσε την εκτέλεση των κατοίκων και το κάψιμο της πόλης.
Χανς Έμπερσμεργκ: Αντικατέστησε τον Βολφίνγκερ στη σφαγή. Σκοτώθηκε στο ανατολικό μέτωπο.
Βίλιμπαλτ Ακαμχούμπερ: Ήταν επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος. Δεν παραπέμφθηκε σε δίκη. Πέθανε από φυσικά αίτια το 1972 στην Αυστρία.
Δεκανέας Κόνραντ Ντένερτ: Μιλούσε ελληνικά. Έδειξε τόσο πάθος στην εκτέλεση των καθηκόντων του που χαρακτηρίστηκε ο σφαγέας των Καλαβρύτων. Δεν δικάστηκε ποτέ. Πέθανε το 1979 σε ηλικία 64 ετών.
Χέλμουτ Φέλμι: Καταδικάστηκε στην δίκη της Νυρεμβέργης. Έμεινε τρία χρόνια φυλακή. Δεν αποδείχτηκε συμμετοχή του στο Ολοκαύτωμα.
Μόλις δύο άτομα που ήταν ηθικοί αυτουργοί όπως επίσης και συντονιστές και σε εκατοντάδες άλλες σφαγές μπήκαν στην φυλακή για δώδεκα χρόνια αλλά αφέθηκαν ελεύθερα στα επτά. Ουσιαστικά, αν πάρει κάποιος σαν δεδομένο ότι στα Καλάβρυτα σκοτώθηκαν 1.000 άνθρωποι, οι Ναζί καταδικάστηκαν μόλις σε έναν χρόνο φυλάκισης για κάθε 143 άτομα που σκότωσαν...
Παράλληλα η αυτοκρατορία της Άνγκελα Μέρκελ και του Γκάουκ που ζήτησε συγγνώμη από τον Κάρολο Παπούλια για το Δίστομο, κάνει πως δεν συνέβη τίποτα στην Ελλάδα από τους Ναζί. Όλοι έχουν πάρει αποζημιώσεις και ότι δικαιούνται, εκτός από την μικρή χώρα που αντιστάθηκε όσο καμία άλλη, έστησε τους Ναζί στον τοίχο και πλήρωσε με το αίμα των αθώων κατοίκων της το δικαίωμα στην ελευθερία. Μέχρι και σήμερα τα μαρτυρικά Καλάβρυτα, όπως και όλα τα άλλα αιματοκυλισμένα μέρη, δεν έχουν πάρει ούτε ένα ευρώ από τις γερμανικές αποζημιώσεις, αλλά οι κάτοικοι κατάφεραν ολομόναχοι να χτίσουν τα πάντα από την αρχή και να παλέψουν για το μέλλον τους. Όχι μόνο στα Καλάβρυτα, αλλά και στο Δίστομο και στην Ήπειρο και από όπου πέρασαν οι σφαγείς του Χίτλερ, χωρίς να ζητήσουν βοήθεια από κανέναν εταίρο γιατί πολύ απλά ποτέ δεν είχαν και δεν θα έχουν, όσο και αν το υποστηρίζουν μερικοί.
ΠΗΓΗ: koolnews.gr