Έχει γίνει όλο και πιο κοινό για τις σύγχρονες τοπικές συγκρούσεις να προσδιορίζονται από τη συμμετοχή των παγκόσμιων δυνάμεων στην αντιπαράθεση των αντιτιθέμενων πλευρών. Η σύγκρουση στη Λιβύη δεν αποτελεί εξαίρεση. Όπως συμβαίνει και με τις άλλες συγκρούσεις στην περιοχή, τόσο η Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) όσο και ο Εθνικός Στρατός της Λιβύης (LNA) έχουν καταφύγει σε ξένες δυνάμεις που διαθέτουν επιρροή για στρατιωτική, οικονομική και διπλωματική υποστήριξη.
Καθώς η κατάσταση στις πρώτες γραμμές του πυρός σταθεροποιήθηκε κάπως, οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές στη Λιβύη έστρεψαν την προσοχή τους στην πολιτική αρένα. Τώρα οι ηγέτες του GNA και του LNA ανταγωνίζονται ενώπιον ξένων αξιωματούχων σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν τη νομιμότητά τους και να μπλοκάρουν τις προόδους του αντιπάλου, ενώ μόλις πριν από λίγους μήνες ήταν κλειδωμένοι σε συγκρούσεις σε πολλές κατευθύνσεις και βασίστηκαν στη χρήση των όπλων – και τις δεξιότητες των χειριστών τους- για να επιτύχουν τη νίκη.
Κατά τη διάρκεια της ενεργού φάσης της σύγκρουσης, οι μονάδες του LNA ανακάλυψαν και εκμεταλλεύτηκαν ένα τεράστιο κενό στην άμυνα των δυνάμεων του GNA, δηλαδή την αδυναμία τους να παρέχουν αεροπορική κάλυψη. Όταν οι μαχητές του LNA πλησίαζαν στην Τρίπολη, το GNA αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από την Τουρκία. Η Άγκυρα ανταποκρίθηκε γρήγορα και έδωσε αμέσως στο GNA μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar TB2 (UAV) καθώς και Τούρκους στρατιωτικούς φορείς.
Λίγο αργότερα, οι δυνάμεις του Χαλίφα Χάφταρ ανέστειλαν την επίθεση λόγω των απωλειών που υπέστησαν από τα τουρκικά drones παρά το γεγονός ότι ο LNA είχε στην κατοχή του συστήματα αεράμυνας, συμπεριλαμβανομένου του σύγχρονου Pantsir S1 (SA-22 Greyhound με ταξινόμηση του ΝΑΤΟ) σύμφωνα με πληροφορίες που απέκτησε από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Τα μέσα ενημέρωσης που είναι πιστά στην Τουρκία και το GNA έκαναν λόγο για «θρίαμβο» του Τουρκικού drone έναντι του ρωσικής κατασκευής αντιαεροπορικού συστήματος, επικαλούμενα ως απόδειξη την καταστροφή ορισμένων συστημάτων Pantsir στην αεροπορική βάση al-Watiya. Φαίνεται ότι η απόδοση των μαχητικών αεροσκαφών κρίθηκε επιτυχής από την τουρκική διοίκηση καθώς στη συνέχεια επεκτάθηκε η χρήση τους και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Επιπλέον, η κυβέρνηση της Ουκρανίας εξέφρασε το ενδιαφέρον της να αποκτήσει επιπλέον Bayraktar TB2 για το στρατό της.
Είναι όμως τα UAV Bayraktar τόσο αποτελεσματικά όσο αναφέρεται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης; Για να απαντήσει κάποιος σε αυτήν την ερώτηση πρέπει να εξετάσει τα διαθέσιμα δεδομένα. Τα τουρκικά αεροσκάφη κατάφεραν πράγματι να εξουδετερώσουν έναν σημαντικό αριθμό των ρωσικών συστημάτων: τον Μάιο, περίπου εννέα Pantsir καταστράφηκαν σε μόλις τέσσερις ημέρες. Ωστόσο, αυτός ο αριθμός είναι περισσότερο απόδειξη για την ένταση των συγκρούσεων, παρά για τα μειονεκτήματα του συστήματος αεροπορικής άμυνας. Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, ο αριθμός των τουρκικών Bayraktar που καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του 2020 είναι 47. Τα περισσότερα από τα τουρκικά UAV καταρρίφθηκαν – από τα Pantsir – στις περιοχές Abu Grain, Sirte και Bani Walid, κάτι που το GNA και τα Τουρκικά μέσα ενημέρωσης είναι απρόθυμα να αναφέρουν.
Επιπροσθέτως, πολλά από τα συστήματα αεροπορικής άμυνας που εξουδετερώθηκαν από τα τουρκικά UAV δεν ήταν προετοιμασμένα για μάχη από τους χειριστές τους. Αυτό, καθώς και ορισμένα άλλα λάθη που σχετίζονται με τον ανθρώπινο παράγοντα, όπως η κακή τοποθέτηση και το καμουφλάζ, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση των δυνατοτήτων μάχης του Pantsir.
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα ενός όπλου δοκιμάζεται καλύτερα στη μάχη. Εάν – ή μάλλον όταν – η σύγκρουση στη Λιβύη παρουσιάσει άλλη μια κλιμάκωση, θα καταστεί σαφές εάν οι πλευρές έχουν πάρει ένα μάθημα από τις ατυχίες τους, ή, όπως έχει ήδη συμβεί πολλές φορές, τα ίδια λάθη θα γίνουν ξανά.
- Το άρθρο γράφτηκε από τον Λίβυο δημοσιογράφο Hassan Mansour.
Πηγή: almasdarnews, onalert.gr