Του Δημητρίου Σπυρόπουλου, δικηγόρου Αθηνών, Ιδρυτικού εταίρου τής Δικηγορικής Εταιρείας «Εύνομος» [Σπυρόπουλος – Παυλίδου και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία].
Στην συγκεκριμένη υπόθεση, το Πολωνικό Δικαστήριο, βασιζόμενο στην απάντηση του Δικαστηρίου της ΕΕ, το οποίο απεφάνθη, κατόπιν υποβολής προδικαστικού ερωτήματος από το Πολωνικό Δικαστήριο, ακύρωσε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, γιατί έκρινε ότι οι συμφωνίες μετατροπής τού ελβετικού φράγκου στο πολωνικό νόμισμα και αντιστρόφως ήταν άκυρες, θεωρούμενες ως καταχρηστικές ρήτρες μετατροπής.
1]. ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, ένα ζευγάρι Πολωνών συνήψαν με πολωνική τράπεζα, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, με κυμαινόμενο επιτόκιο. Οι ρήτρες της σύμβασης αυτής δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Το δάνειο ήταν συνδεδεμένο με το ελβετικό φράγκο (CHF), η δε σύμβαση προέβλεπε ότι οι μηνιαίες δόσεις του δανείου ήταν καταβλητέες σε πολωνικά ζλότι, κατόπιν μετατροπής, βάσει της τιμής πώλησης του ελβετικού φράγκου, σύμφωνα με τον πίνακα συναλλαγματικών ισοτιμιών τής τράπεζας, κατά την ημερομηνία καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης.
Ο ένας από του δύο δανειολήπτες άσκησε αγωγή σε Πολωνικό Δικαστήριο, και αξίωσε από την πολωνική τράπεζα, την καταβολή ποσού 3 660,76 PLN (περίπου 800 ευρώ), πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας από τις 8 Ιουνίου 2021 μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως. Για την στήριξη τής αγωγής του, προέβαλε ότι η σύμβαση ενυπόθηκου δανείου περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, που την καθιστούν άκυρη, με αποτέλεσμα η πολωνική τράπεζα να έχει εισπράξει χωρίς νόμιμη αιτία τις μηνιαίες δόσεις του δανείου. Το πολωνικό Δικαστήριο, στο οποιο προσέφυγε ο δανειολήπτης, υπέβαλλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ε.Ε., θέτοντας τα ζητήματα τών καταχρηστικών ρητρών μετατροπής σε συμβάσεις δανείου.
2]. Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΕ – Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ – ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑ – ΤΡΑΠΕΖΙΤΗ
Το δικαστήριο της ΕΕ στην υπ’αριθμ. C-520/2021 απόφασή του αρχικά επεσήμανε ότι το σύστημα προστασίας τής οδηγίας 93/12 βασίζεται στην παραδοχή ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε θέση υποδεέστερη, έναντι του επαγγελματία – προμηθευτή, όσον αφορά την εξουσία διαπραγμάτευσης και το επίπεδο πληροφόρησης, κάτι το οποίο αναπόφευκτα τον οδηγεί στο να προσχωρεί στους όρους μιας σύμβασης, χωρίς να μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενό της.
3]. Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΩΣ ΕΚΦΑΝΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ – ΜΕΛΩΝ ΝΑ ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΩΝ ΡΗΤΡΩΝ
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι η φύση και η σπουδαιότητα τού δημοσίου συμφέροντος, συνίσταται στην προστασία των καταναλωτών. Θέτει δηλαδή την προστασία των καταναλωτών ως κορωνίδα του δημοσίου συμφέροντος. Μάλιστα, επισημαίνει ότι η οδηγία 93/13 επιβάλλει στα κράτη μέλη, την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις, που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές. Επιπλέον, τονίζει εμφατικά ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μην εφαρμόζουν τις καταχρηστικές ρήτρες, ώστε αυτές να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός αν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υποστηρίζει ότι τυχόν καταχρηστική ρήτρα δεν συνεπάγεται καμία έννομη συνέπεια, ως προς τον καταναλωτή και η διαπίστωση με δικαστική απόφαση, τής καταχρηστικότητας μιας τέτοιας ρήτρας, πρέπει, κατ’αρχήν, να έχει ως αποτέλεσμα, την αποκατάσταση τής νομικής και πραγματικής κατάστασης, στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής, αν δεν υπήρχε η καταχρηστική ρήτρα.
Επιπλέον, το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι, εάν οι επαγγελματίες – τραπεζίτες, είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση, για την ακύρωση τής καταχρηστικής ρήτρας, τότε το δικαίωμα, που έχει ο καταναλωτής για την ακύρωση της καταχρηστικής ρήτρας και αντίστοιχα, το προστατευτικό πεδίο της νομοθεσίας της ΕΕ, θα εξαλειφόταν.
4]. ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΟΥ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΓΙΑ «ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ»
Σημαντικό σημείο της δικαστικής απόφασης αποτελεί η απόρριψη τού ισχυρισμού της πολωνικής τράπεζας, ότι θα επλήττετο και θα απειλείτο η σταθερότητα τών χρηματοπιστωτικών αγορών, αν οι τράπεζες δεν είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν από τους καταναλωτές μια τέτοια αποζημίωση, σε περίπτωση ακύρωσης των καταχρηστικών ρητρών. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ΕΕ υπογράμμισε ότι το επιχείρημα αυτό, για την απειλή των χρηματοπιστωτικών αγορών, δεν ασκεί καμία επιρροή στην ερμηνεία τής οδηγίας, που έχει τεθεί σε ισχύ για την προστασία τών καταναλωτών. Μάλιστα, το Δικαστήριο επεσήμανε ρητώς ότι οι επαγγελματίες δεν μπορούν να καταστρατηγούν τους όρους και τους σκοπούς της οδηγίας για λόγους διαφύλαξης τής σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών.
5]. ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΕΠΙΚΑΛΕΣΤΕΙ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Στον παραπάνω ισχυρισμό, το Δικαστήριο της ΕΕ αντέταξε την διεθνώς παραδεδεγμένη αρχή του δικαίου ότι κανείς δεν δύναται να επικαλεστεί προς όφελός του δική του παράνομη συμπεριφορά. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί ένας συμβαλλόμενος να αντλεί οικονομικά οφέλη από την παράνομη συμπεριφορά του, ούτε να αποζημιώνεται αυτός για τις δυσμενείς συνέπειες, που προκάλεσε στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, η δική του παράνομη συμπεριφορά.
6]. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ
Καταλήγοντας, το Δικαστήριο της ΕΕ απεφάνθη ότι:
α] ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει από το πιστωτικό ίδρυμα αποζημίωση, επιπλέον της επιστροφής των μηνιαίων δόσεων και των εξόδων, που κατέβαλε, για την εκτέλεση της σύμβασης, καθώς και την καταβολή των νομίμων τόκων υπερημερίας, από την ημερομηνία όχλησης, λόγω της καταχρηστικής ρήτρας σε σύμβαση.
β] Το ίδιο δικαστήριο έκρινε ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον καταναλωτή αποζημίωση, επιπλέον της επιστροφής του κεφαλαίου, που χορηγήθηκε προς εκτέλεση της σύμβασης, καθώς και την καταβολή τών νομίμων τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία όχλησης.
7]. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΕ
Σε ό,τι αφορά σε κάποιες πρόσφατες καταχωρήσεις στο διαδίκτυο, για την υποβολη προδικαστικού ερωτήματος από τον ΄Αρειο Πάγο στο Δικαστήριο τής ΕΕ, πρέπει να επισημανθεί σαφώς και κατηγορηματικώς ότι, όλα τα ελληνικά Δικαστήρια, όλων των βαθμών, είτε Πρωτοδικεία, είτε Εφετεία, συμπεριλαμβανομένου και του Αρείου Πάγου, υποχρεούνται να εφαρμόζουν τη νομολογία του Δικαστηρίου τής ΕΕ, για ζητήματα, που έχουν κριθεί, ανεξαρτήτως τού εάν έχει υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα από ελληνικό δικαστήριο ή όχι.
Μάλιστα, το ίδιο το Δικαστήριο της ΕΕ στην εν λόγω απόφαση αναφέρει ρητώς τα εξής, ως προς την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων :
«Προς τούτο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μην εφαρμόζουν τις καταχρηστικές ρήτρες ώστε αυτές να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός αν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό».
8]. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ, ΥΠΟΧΡΕΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΕ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Συνεπώς, κάθε ελληνικό Δικαστήριο, το οποίο εξετάζει παρόμοια υπόθεση έχει υποχρέωση να εφαρμόσει την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, ακυρώνοντας καταχρηστικές ρήτρες και επιβάλλοντας αποζημίωση σε τράπεζες για τις ρήτρες αυτές. Το ελληνικό δικαστήριο ακόμα και αν είναι χαμηλότερης βαθμίδας, δεν υποχρεούται να συμμορφωθεί με αντίθετη νομολογία του Αρείου Πάγου, διότι οι αποφάσεις τού Δικαστηρίου της ΕΕ, αναφορικά με την ερμηνεία των κανόνων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, πρέπει να γίνονται σεβαστές από όλα τα δικαστήρια, ανεξαρτήτως του βαθμού δικαιοδοσίας τους.
Η εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ σηματοδοτεί έναν νέο κύκλο διεκδικήσεων καταχρηστικών όρων συμβάσεων με ρήτρα ελβετικού φράγκου, η οποία έχει προξενήσει τεράστια ζημία σε χιλιάδες ή και εκατομμύρια καταναλωτές σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ίσως να αποτελέσει το έναυσμα για την δικαίωση των δανειοληπτών από την εξώφθαλμη αυθαιρεσία τών ευρωπαϊκών τραπεζών.