Η επιστολή που ακολουθεί εστάλη στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του Policenet.gr:
Ονομάζομαι Θεόδωρος ΧΑΝΤΖΗΣ και είμαι Ανθυπαστυνόμος της Ελληνικής Αστυνομίας.
Από το 2000 εργάζομαι στην Θεσσαλονίκη, υπηρετώντας πάντα σε μάχιμες θέσεις και συγκεκριμένα από το 2001 στην Διεύθυνση Ασφαλείας (Υποδιεύθυνση Δίωξης Εγκλημάτων κατά ζωής και ιδιοκτησίας και στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών).
Τον Σεπτέμβριο 2022, εκτάκτως μέσα σε μία ημέρα και χωρίς καμία προηγούμενη ενημέρωση, αποσπαστήκαμε, μαζί με εννέα ακόμη συναδέλφους μου από διάφορες υπηρεσίες της Θεσσαλονίκης, στο νεοϊδρυθέν Τμήμα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, το οποίο στελεχώθηκε από εμάς και τους 110 νεοεξερχόμενους ειδικούς φρουρούς που προσελήφθησαν για το θεσμό της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας.
Αποσπάστηκα, λοιπόν, παρά την θέληση μου από μια υποστελεχωμένη υπηρεσία με σοβαρό αντικείμενο, όπως αυτό της υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών, για υπηρεσιακούς λόγους, ως είθισται να αναφέρεται στις διαταγές τυπικά και καθιερωμένα, άνευ περαιτέρω τεκμηρίωσης. Έχοντας κεκαλυμμένη δράση τα τελευταία εφτά χρόνια στη Δίωξη Ναρκωτικών, συμβάλλοντας στην έρευνα και εξιχνίαση υποθέσεων εμπορίας-διακίνησης ναρκωτικών, βρέθηκα ξαφνικά σε μία υπηρεσία που θα με καθιστούσε γνωστό στο ευρύ κοινό, μιας και θα βρισκόμουν σε περιπολία με ένστολους ειδικούς φρουρούς της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας.
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν αυτές τις μέρες και πολλοί άλλοι συνάδελφοι μου, οι οποίοι αποσπάστηκαν από ειδικές υπηρεσίες ασφαλείας (Αντιτρομοκρατική, Εγκλημάτων κατά ζωής και ιδιοκτησίας, Δίωξης Ναρκωτικών, Οργανωμένου εγκλήματος, Αναζητήσεων, Οικονομικού εγκλήματος, κλπ) στην Τροχαία για χρονικό διάστημα τριών μηνών, όπου και θα διατεθούν σε ένστολη υπηρεσία μέσα στην πόλη.
Η Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών πέρα από την έλλειψη προσωπικού αντιμετωπίζει και άλλα σημαντικά προβλήματα στα οποία είχα αναφερθεί, ως εκλεγμένος συνδικαλιστής, με άρθρο μου το Φλεβάρη του 2019, εκθέτοντάς τα δημόσια με την ελπίδα να βρεθεί επιτέλους λύση. Προέβην σε αυτή την ενέργεια, διότι η ηγεσία-διοίκηση της πόλης δεν άκουγε τις φωνές μας στις πραγματοποιούμενες τακτικές συγκεντρώσεις προσωπικού. Μετά την δημοσιοποίηση των προβλημάτων, ενεργοποιήθηκαν τάχιστα τα αντανακλαστικά της διοίκησης, όχι προς επίλυσή τους, αλλά προς αναζήτηση των λόγων για τους οποίους τα εξέθεσα. Υπήρξε εσωτερική υπηρεσιακή επικοινωνία με τον Τμηματάρχη μου και θέτω στη διάθεσή σας και το σχετικό έγγραφο που το επιβεβαιώνει. Τα προβλήματα στα οποία είχα αναφερθεί, όχι μόνο δεν έχουν έκτοτε επιλυθεί, αλλά αντιθέτως έχουν αυξηθεί με πρώτο και κυριότερο την μείωση του προσωπικού.
Από το 2019 λοιπόν και μετά, σε κάθε υπηρεσιακή ανάγκη που προέκυπτε και αναζητούσαν άτομα, ήμουν τυχαίως προτεινόμενος για απόσπαση. Προς τιμή των Τμηματαρχών μου, αυτές διακόπτονταν, ώσπου κάποια στιγμή το 2022 αυτό δεν ήταν πλέον εφικτό. Εδώ και ενάμιση χρόνο, βρίσκομαι σε ένα καθεστώς διάθεσης-απόσπασης-μετάθεσης σε άλλες υπηρεσίες με τελευταίο το Τμήμα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων Θεσσαλονίκης.
Παρά το γεγονός ότι αποσπάστηκα και μετατέθηκα, άνευ επιθυμίας στο Τμήμα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, συνέχισα να εκτελώ με συνέπεια μάχιμα καθήκοντα σε αυτό, με αίσθημα ευθύνης, φιλότιμο και χωρίς περαιτέρω παράπονα, αντιλαμβανόμενος την σημασία της αποστολής αυτής της νεοϊδρυθείσας υπηρεσίας.
Τον περασμένο Σεπτέμβρη ακούσαμε τον Πρωθυπουργό στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης να εξαγγέλλει ότι «η Πανεπιστημιακή Αστυνομία δεν καταργείται, αντιθέτως ενισχύεται στη λογική της καλύτερης και πιο οργανικής ένταξης στην ίδια τη ζωή των πανεπιστημίων».
Την προηγούμενη εβδομάδα, εκτάκτως, διατάχθηκε η απόσπαση μου μαζί με άλλους τρεις συναδέλφους και τον διοικητή για υπηρεσιακούς λόγους, προς στελέχωση Αστυνομικών Τμημάτων της πόλης. Επίσης, ανεστάλη με διαταγή η δράση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, μέχρι νεοτέρας, και οι ειδικοί φρουροί θα συνεχίσουν να εκτελούν τα καθήκοντα τους αποκλειστικά και μόνο στα Αστυνομικά Τμήματα της πόλης, μακριά από το Α.Π.Θ. Επί της ουσίας, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι πρόκειται για μια άτυπη διάλυση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας.
Μετά από ένα χρόνο συνυπηρέτησης μαζί τους, ειλικρινά επιθυμώ να παραθέσω τα εξής: Είναι αξιόλογοι συνάδελφοι με φιλότιμο και διάθεση να υπηρετήσουν την Ελληνική Αστυνομία, όπου αυτή τους διαθέσει. Με την παρουσία τους έχουν ενισχύσει τα αστυνομικά τμήματα της πόλης, δίνοντας ανάσα στο υπάρχον γερασμένο και ταλαιπωρημένο προσωπικό. Βρίσκονται και αυτοί, τα τελευταία δύο χρόνια περίπου, σε καθεστώς απόσπασης στη Θεσσαλονίκη, εφόσον η οργανική τους θέση βρίσκεται στην Αθήνα. Όπως εξάγει κανείς λογικά το συμπέρασμα, είναι λογικό να νιώθουν ανασφάλεια για το μέλλον τους, διότι δεν τους έχει πει κανείς τι θα συμβεί αν καταργηθεί και επίσημα η Πανεπιστημιακή αστυνομία. Δεν μπορούν να συνάψουν με ευκολία μακροπρόθεσμα συμβόλαια ενοικίασης κατοικίας, να αγοράσουν σπίτι, να παντρευτούν, να κάνουν οικογένεια, καθώς ανά πάσα στιγμή μπορεί να τους ζητηθεί να επιστρέψουν στην Αθήνα.
Πόσοι εργαζόμενοι, σε οποιοδήποτε τομέα, θα άντεχαν άραγε να εργάζονται σε αυτό το καθεστώς ανασφάλειας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα;
Η έκτακτη αυτή απόσπασή μας, λοιπόν, τους προκάλεσε αναταραχή και ακόμη περισσότερη ανασφάλεια.
Ακούσαμε το υπουργείο να εξαγγέλλει ότι θα βγουν τα γραφεία έξω και ότι θα αδειάσουν υπηρεσίες που πλεονάζουν σε προσωπικό. Είναι γνωστό σε όλους, όσοι υπηρετούν στο Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας, ότι πολλοί συνάδελφοι αναζητούν την ασφάλεια ενός γραφείου, μακριά από αστυνομικά καθήκοντα, όπως αυτό του Αξιωματικού Υπηρεσίας, των εποχούμενων και πεζών περιπολιών των τμημάτων τάξης-ασφαλείας-άμεσης δράσης-ΔΙ.ΑΣ.-Ο.Π.ΚΕ, της στελέχωσης των διμοιριών Μ.Α.Τ.-Υ.Μ.Ε.Τ., της φρούρησης και μεταγωγής κρατουμένων, της τροχαίας και των ειδικών υπηρεσιών ασφαλείας.
Στις πρόσφατες διαταγές, που εξέδωσε ο νέος γενικός αστυνομικός διευθυντής της Θεσσαλονίκης, οι οποίες αφορούν τις αποσπάσεις στην Τροχαία και σε Αστυνομικά Τμήματα, ζητήθηκε με ειδική μνεία-σε ξεχωριστή παράγραφο-να επιλεχθεί με μέριμνα των Διευθυντών/Διοικητών το προσωπικό που ασκεί καθήκοντα επιτελικής-γραμματειακής-διοικητικής φύσεως.
Άραγε συνέβη αυτό;
Εγώ και οι τέσσερις συνάδελφοι μου από την Πανεπιστημιακή Αστυνομία, καθώς και άλλοι (17) δεκαεπτά, όλοι μας με καθήκοντα μάχιμου, αποσπαστήκαμε από τις 06-02-2024 σε αστυνομικά τμήματα της πόλης μας, ΕΝΩ ταυτόχρονα στις 31-01-2024 υπήρξε διαταγή σύμφωνα με την οποία μετακινούνται για ένα μήνα (23) εικοσιτρείς αστυνομικοί από υποστελεχωμένα Τμήματα στο επιτελείο Διεύθυνση Αστυνομίας όπου θα ασκούν αποκλειστικά καθήκοντα διοικητικής-γραμματειακής-επιτελικής φύσεως.
Γιατί αυτή η ανταλλαγή του προσωπικού; Ποιες είναι αυτές οι ανάγκες που αντιμετωπίζει η Διεύθυνση Αστυνομίας και δεν μπορούν να καλυφθούν από εμάς που αποσπαστήκαμε;
Ένα ακόμη παράδειγμα για να αντιληφθεί κανείς το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα με τη διαχείριση και ορθή κατανομή του προσωπικού είναι το εξής. Ακριβώς δίπλα στο γραφείο του Γενικού αστυνομικού διευθυντή Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε την προαναφερθείσα διαταγή, υπάρχει το γραφείου τύπου και λίγο παραπέρα το γραφείο δημοσίων σχέσεων, τα οποία αριθμούν συνολικά δέκα (10) άτομα με αποκλειστικά καθήκοντα επιτελικά-γραμματειακά-διοικητικά. Από τις εν λόγω υπηρεσίες δεν μετακινήθηκε κανείς προς στελέχωση τμημάτων ή προς την Τροχαία. Την ίδια στιγμή το πρατήριο καυσίμων, το οποίο λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα σε 24ωρη βάση, αποφασίστηκε ότι θα είναι κλειστό το μεσημέρι και το βράδι. Θα λειτουργεί με δύο βάρδιες μέσα στην ημέρα, με ότι προβλήματα αυτό επιφέρει σε όλες τις άλλες υπηρεσίες, εφόσον δύο (2) συνάδελφοι, που δούλευαν με οκτάωρη βάρδια στις αντλίες καυσίμων, αποσπάστηκαν με προορισμό ένα αστυνομικό τμήμα της Δυτικής Θεσσαλονίκης.
Χρόνια τώρα οι μάχιμοι Αστυνομικοί που υπηρετούν στη Θεσσαλονίκη βρίσκονται σε καθεστώς μόνιμης ανακύκλωσης προς στελέχωση νεοϊδρυθέντων υπηρεσιών ή όπου υπάρχει ανάγκη. Ο αριθμός του προσωπικού ανέρχεται στις 5.500 εκ των οποίων 2.000 περίπου είναι αυτοί που ουσιαστικά απασχολούνται σε μάχιμα καθήκοντα που αφορούν στην αστυνόμευση. Ο μέσος όρος όσων υπηρετούν στο πεζοδρόμιο είναι τα 48 έτη και αυτός των γραφείων τα 35.
Σε καμιά περίπτωση δεν μπορώ να κατηγορήσω ένα συνάδελφο που αναζήτησε μία θέση σε γραφείο για να εξασφαλίσει μία ήσυχη και ασφαλή υπηρεσιακή καθημερινότητα, ώστε να έχει και μια καλή προσωπική-οικογενειακή ζωή. Σίγουρα, γνωρίζει ότι οι παθογένειες στην Ελληνική Αστυνομία είναι πάρα πολλές (αν ξεκινήσουμε να τις απαριθμήσουμε θα ανοίξει μία ακόμη μεγαλύτερη συζήτηση) και το φιλότιμό του μπορεί να τελείωσε, με αποτέλεσμα ο φόβος και το ένστικτο της επιβίωσης να τον οδήγησαν να αναζητήσει αυτή τη θέση. Για το μόνο που μπορεί να τον κρίνει κάποιος είναι η έλλειψη συναδελφικότητας. Όταν φεύγεις από μία υπηρεσία, χωρίς να αντικατασταθείς άμεσα, είναι βέβαιο ότι τα δικά σου καθήκοντα επιβαρύνουν και ταλαιπωρούν όλους τους άλλους.
Αναρωτιέμαι, βάση κοινής λογικής, για τη μη ορθή κατανομή και αξιολόγηση του προσωπικού καθώς και για την απουσία του καθηκοντολογίου, ποιος έχει την ευθύνη; Ο συνάδελφος που ακόμη και αντισυναδελφικά διεκδικεί για τον εαυτό του μια ήρεμη υπηρεσιακή καθημερινότητα; Δεν νομίζω.
Όταν ένας πολιτικός, ένας συνδικαλιστής ή άλλο σημαίνων πρόσωπο σηκώνει ένα τηλέφωνο και μετακινεί έναν συνάδελφο σε μια υπηρεσία γραφείου ή σε κάποια που πλεονάζει σε προσωπικό, με την αβίαστη συναίνεση της εκάστοτε διοίκησης και τις ευλογίες της πολιτικής ηγεσίας, συμβάλλει ή όχι στη συντήρηση και στη διαιώνιση του προβλήματος;
Μετά από 25 χρόνια υπηρεσίας στην Ελληνική Αστυνομία, νιώθω ανήμπορος μπροστά σε αυτές τις συνεχόμενες διαθέσεις-αποσπάσεις-μεταθέσεις, οι οποίες διαταράσσουν την υπηρεσιακή μου καθημερινότητα και με καθιστούν διαρκώς εκτεθειμένο σε ακραίους συστηματικούς ψυχοπιεστικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται και η οικογενειακή μου ζωή. Κάθε υπηρεσιακή μεταβολή μεταφράζεται σε μεταβολή του οικογενειακού προγραμματισμού με υλικό- κι όχι μόνο- κόστος. «Βάζοντας πλάτη για την υπηρεσία», ως είθισται να λέγεται, καταλήξαμε να μην έχουμε «πλάτη» και ψυχικό απόθεμα για την οικογένειά μας. Και σε όλο αυτό, τέλος να μην βλέπεται.
Είναι ειλικρινά οξύμωρο και ντροπιαστικό, από τη μία να μην νιώθεις φόβο υπηρετώντας ένα επάγγελμα-λειτούργημα το οποίο είναι κατά συνθήκη δύσκολο και επικίνδυνο, και από την άλλη να σου δημιουργείται ανασφάλεια από αυτούς των οποίων ο ρόλος είναι να διασφαλίζουν, σε κάθε περίπτωση, την επαγγελματική σου ετοιμότητα.
Με εκτίμηση,
Θεόδωρος ΧΑΝΤΖΗΣ