ΟΡΙΣΜΟΣ:
Έχοντας ως βάση έναν εκ των βιβλιογραφικών ορισμών της τρομοκρατίας, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι επιθέσεις κατά αστυνομικών είναι: ενέργειες προμελετημένης, πολιτικά αγόμενης βίας, (ή απειλής άσκησης βίας), οι οποίες διαπράττονται εναντίον αστυνομικών σε υπηρεσία (ή/και εκτός αυτής), από δράστες που ως επιδίωξη έχουν την ικανοποίηση «πολιτικού» σκοπού, προκειμένου να επηρεάσουν το κοινό, το κράτος, ή κάποια συγκεκριμένη Αρχή.
ΥΠΟΒΑΘΡΟ:
Ένας λοιπόν από τους βασικότερους σκοπούς των δραστών τέτοιου είδους επιθέσεων είναι η δημοσιοποίηση των θέσεών τους και κατ’ επέκταση ο επηρεασμός της κοινής γνώμης, προκαλώντας αισθήματα φόβου και ανασφάλειας τόσο στους ίδιους τους αστυνομικούς, όσο και στους πολίτες (πολλοί εξ αυτών μπορεί να σκεφτούν ότι «αν οι αστυνομικοί δε μπορούν να προστατεύσουν τους εαυτούς τους, τότε εμένα ποιος θα με προστατεύσει;»). Έτσι, οι δράστες ελπίζουν πως η ψυχολογική πίεση που δημιουργούν στην κοινωνία μέσω των ενεργειών τους αυτών, θα οδηγήσει στο να επηρεάσουν τελικά συγκεκριμένες αποφάσεις τις οποίες λαμβάνουν οι κυβερνήσεις κατά την άσκηση της πολιτικής τους.
Οι επιθέσεις αυτού του είδους στρέφονται κατά τριών έννομων αγαθών των αστυνομικών:
1. Κατά της σωματικής τους ακεραιότητας (σωματικές βλάβες, δολοφονίες).
2. Κατά περιουσιακών τους στοιχείων, είτε ιδιοκτησίας του Σώματος της Αστυνομίας (περιπολικά οχήματα, αστυνομικά κτίρια), είτε προσωπικής ιδιοκτησίας των αστυνομικών (καταστροφή Ι.Χ. οχημάτων, φθορές σε οικίες).
3. Κατά της τιμής και της υπόληψής τους (έργω εξύβριση, εξευτελισμός).
Στις 2 Νοεμβρίου 1991, ώρα 00:50, ένα λεωφορείο των ΜΑΤ, παρκαρισμένο έξω από τα γραφεία του ΠαΣοΚ στην οδό Χαριλάου Τρικούπη στο κέντρο της Αθήνας, δέχθηκε επίθεση με ρουκέτα και χειροβομβίδα. Επτά αστυνομικοί τραυματίστηκαν και ο Αστυφύλακας Βάρης Ιωάννης έχασε τη ζωή του (επάνω). Στις 26 Νοεμβρίου 1985, ώρα 21:40, πυροδοτήθηκε παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο, δίπλα σε λεωφορείο των ΜΑΤ στην Καισαριανή, κοντά στα ξενοδοχεία «Χίλτον» και «Κάραβελ». Η σφοδρή έκρηξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του Αστυφύλακα Γεωργακόπουλου Ιωάννη και τον τραυματισμό δεκατεσσάρων ακόμη αστυνομικών (κάτω). Επιθέσεις τέτοιας εμβέλειας μπορούν να υλοποιηθούν από μικρή μερίδα δραστών, καθώς απαιτείται πρόσβαση σε ειδικά όπλα και σύνθετη τεχνογνωσία για τον χειρισμό τους. Αυτά τα χαρακτηριστικά καθιστούν αυτού του είδους τις επιθέσεις σπανιότερες, αλλά σχεδόν πάντα θανατηφόρες…
ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ:
Οι επιθέσεις κατά αστυνομικών ταξινομούνται σε 2 κατηγορίες:
- Εξ επαφής: Οι επιθέσεις αυτές εξαπολύονται από κοντινές αποστάσεις, από μεμονωμένα άτομα ή ομάδες ατόμων. Υλοποιούνται με τη χρήση όπλων μικρής εμβέλειας (πέτρες, καδρόνια κλπ αντικείμενα, βόμβες μολότοφ, χειροβομβίδες, πιστόλια φωτοβολίδων, σφεντόνες, μικρά πυροβόλα όπλα, ακόμη και αιχμηρά). Η εξοικείωση και οι ικανότητες που απαιτούνται για τη χρήση τέτοιων όπλων είναι ελάχιστες, καθιστώντας έτσι τις εξ επαφής επιθέσεις πολύ συχνές, καθώς επιχειρούνται ακόμη και από δράστες με πολύ μικρή εμπειρία και μηδαμινές προσβάσεις σε όπλα & τεχνογνωσία.
- Εξ αποστάσεως: Οι επιθέσεις αυτές είναι πολύ πιο οργανωμένες, οι δράστες δεν έρχονται σε άμεση επαφή με τους αστυνομικούς (ρισκάροντας έτσι πολύ λιγότερο), με τη διαφυγή τους να είναι προσεκτικά σχεδιασμένη και ευκολότερη. Υλοποιούνται με τη χρήση ισχυρότερων πυροβόλων όπλων (πολεμικά τυφέκια μεγάλης ισχύος), αντιαρματικών βλημάτων – ρουκετών και αυτοσχεδίων εκρηκτικών/εμπρηστικών (συνήθως ωρολογιακών), μηχανισμών ή παγιδευμένων με εκρηκτικά οχημάτων. Είναι σαφές πως οι επιθέσεις αυτές είναι πολυπλοκότερες, άρα και υλοποιήσιμες από μικρότερη «δεξαμενή» δραστών, καθώς απαιτούν μεγάλη τεχνογνωσία και εμπειρία.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Μαΐου 2004, ένα απειλητικό τηλεφώνημα για βόμβα υποδείκνυε την τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού στο Αστυνομικό Τμήμα Καλλιθέας. Όλοι οι γύρω δρόμοι αποκλείστηκαν σε μεγάλη ακτίνα από πολλά περιπολικά και δεκάδες αστυνομικούς της Άμεσης Δράσης οι οποίοι ανέμεναν τους πυροτεχνουργούς του Τμήματος Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών. Πριν αυτοί φθάσουν στο σημείο που είχε υποδειχθεί και συγκεκριμένα στις 03:55, μία ισχυρή έκρηξη συγκλόνισε την περιοχή. Πολλοί από τους περιοίκους πετάχτηκαν από τα σπίτια τους. Ευτυχώς, είχαν ληφθεί μέτρα και κανένας πολίτης δεν πλησίασε την επίμαχη περιοχή. Και αυτό γιατί πέντε λεπτά μετά την πρώτη έκρηξη, ακολούθησε και δεύτερη, ενώ ύστερα από περίπου είκοσι λεπτά (στις 04:29) εξερράγη και τρίτος εκρηκτικός μηχανισμός. Οι δράστες στόχευαν ξεκάθαρα σε θύματα μεταξύ των αστυνομικών που θα προσέγγιζαν το σημείο ύστερα από την πρώτη έκρηξη…
ΟΙ ΔΡΑΣΤΕΣ:
Οι δράστες των επιθέσεων κατά αστυνομικών θεωρούν τους εαυτούς τους «ήρωες», που βρίσκονται στην υπηρεσία ενός συγκεκριμένου «ανώτερου» πολιτικού σκοπού. Η πίστη τους δε σε αυτόν τον σκοπό είναι ακλόνητη, καθιστώντας τους πρόθυμους να ρισκάρουν ακόμη και τη ζωή τους για την προώθησή του.
Τα επίπεδα ριζοσπαστικοποίησης των δραστών επιθέσεων κατά αστυνομικών διαφέρουν, καθώς στις τάξεις τους εντάσσονται από ακραία φανατισμένους εξτρεμιστές με εμπειρία σε επιθέσεις, έως εσχάτως στρατολογημένα άτομα, νεαρής συνήθως ηλικίας, τα οποία μόλις ξεκινούν τη δράση τους.
ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, ΕΠΙΛΟΓΗ ΣΤΟΧΟΥ & ΣΗΜΕΙΟΥ:
Το πλέον σημαντικό στοιχείο που πρέπει όλοι οι αστυνομικοί να θυμούνται, είναι ότι σε όλες τις επιθέσεις εναντίον τους (κατά την εκτέλεση υπηρεσίας ή εκτός αυτής) υπάρχουν 2 βασικά δεδομένα, πάνω στα οποία οι αστυνομικοί με βάση την εκπαίδευση και την εμπειρία τους, στηρίζουν τις τακτικές & τεχνικές που χρησιμοποιούν για την αποτροπή ή την παρεμπόδιση των επιθέσεων:
1. Πριν από οποιαδήποτε επίθεση, προηγείται από πλευράς δραστών βραχύχρονη ή μακρόχρονη (ανάλογα με το είδος της επίθεσης, ώρες – ημέρες ή εβδομάδες – μήνες αντίστοιχα) κατόπτευση των χώρων και παρακολούθηση των θυμάτων.
2. Όλες οι επιθέσεις επιχειρούνται σε περιοχές από όπου οι αστυνομικοί θα διέλθουν υποχρεωτικά, είτε μη έχοντας άλλη επιλογή διέλευσης, είτε λόγω καθημερινής ρουτίνας κίνησης (προβλέψιμα δρομολόγια), ενώ τα σημεία των επιθέσεων επιλέγονται από τους δράστες ώστε να τους παρέχουν: έλεγχο του στόχου (ιδανικά γι’ αυτούς αποστέρηση της δυνατότητας κίνησης των αστυνομικών), κάλυψη της παρουσίας τους (για απρόσκοπτη κατόπτευση – παρακολούθηση κατά την αρχική φάση, ή για απόκρυψη έως την εκδήλωση της επίθεσης κατά την τελική φάση) και διαφυγή (καθώς επιθυμούν την ταχεία απομάκρυνσή τους, ώστε να μη συλληφθούν για να υλοποιήσουν ακόμη περισσότερες επιθέσεις).
ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΟΠΤΕΥΣΗΣ – ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ:
Οι δράστες που έχουν επιφορτιστεί με την κατόπτευση και την παρακολούθηση των αστυνομικών στόχων, είτε κατά τη φάση του σχεδιασμού, είτε κατά τη φάση υλοποίησης της επίθεσης μετέρχονται διάφορα τεχνάσματα για να δικαιολογήσουν την μακρόχρονη παραμονή τους στον χώρο και τις επαναλαμβανόμενες διελεύσεις τους από αυτόν, με βασικό αυτό της «μεταμφίεσης». Δεν αναφερόμαστε στη στενή έννοια του όρου μεταμφίεση, στην εξωτερική εμφάνιση δηλαδή, (η οποία φυσικά και δεν πρέπει να αποκλείεται), αλλά στη «μεταμφίεση συμπεριφορών». Έτσι, τα άτομα αυτά προσπαθούν να εκμεταλλευθούν τα επονομαζόμενα «έπιπλα του δρόμου», δηλαδή περίπτερα, τηλεφωνικούς θαλάμους, στάσεις λεωφορείων κλπ, ή να καλύψουν τη δράση τους προσποιούμενοι ότι κάνουν τζόγκινγκ, ότι βγάζουν βόλτα τον σκύλο τους, ότι κάνουν ποδήλατο κλπ. Οι αστυνομικοί σκοποί λοιπόν, αλλά και οι αστυνομικοί που περιπολούν θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα υποψιασμένοι και να μπορούν να «συνθέτουν σε ένα μεγαλύτερο κάδρο» τις τυχόν επαναλαμβανόμενες, ή εν γένει μη φυσιολογικές συμπεριφορές.
Στις 17 Ιουνίου 2009 δολοφονείται στα Πατήσια ο Υπαρχιφύλακας της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας Νεκτάριος Σάββας. Με μια ενέδρα τύπου «Γ» οι δράστες πυροβόλησαν δεκάδες φορές τον αστυνομικό, ο οποίος δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η «άτυπη σκοπιά» στην οποία είχε μετατραπεί το επί μακρόν ακίνητο όχημα της αστυνομίας στα πλαίσια φρούρησης προστατευόμενης μάρτυρα, διευκόλυνε τους δράστες στην μακρόχρονη κατόπτευση του χώρου και στην παρακολούθηση των αστυνομικών που εναλλάσσονταν σε βάρδιες, επιτρέποντάς τους να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν τη θανατηφόρα επίθεσή τους χωρίς να γίνουν ούτε στο ελάχιστο αντιληπτοί σε κανένα στάδιο της προπαρασκευής.
ΕΓΚΑΙΡΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΠΙΘΕΣΗΣ:
Ακόμη κι όταν ξεκινήσει να εκδηλώνεται μια επίθεση είναι πολύ κρίσιμο το επίπεδο πνευματικής ετοιμότητας στο οποίο ήδη βρίσκεται ο αστυνομικός. Αυτός είναι ο παράγοντας που θα καθορίσει το αν θα την αντιληφθεί εγκαίρως ώστε έτσι να προλάβει να αντιδράσει, δηλαδή να διασφαλίσει τη σωματική του ακεραιότητα, να αντιμετωπίσει αμυνόμενος την άδικη και παρούσα σε βάρος του επίθεση, (ή να υπερασπίσει την εγκατάσταση την οποία φρουρεί) και να ενημερώσει ασυρματικά τους συναδέλφους του, ώστε να τον συνδράμουν το συντομότερο δυνατόν.
«ΣΤΗΜΜΕΝΑ» ΣΗΜΑΤΑ – ΕΝΕΔΡΕΣ:
Σύμφωνα με την εγχώρια και διεθνή αστυνομική εμπειρία, το «στημμένο» ή αλλιώς εικονικό σήμα θα αφορά συνήθως ένα περιστατικό που θα εξωθήσει τους αστυνομικούς να κινηθούν γρήγορα και κυρίως παρορμητικά προς κάποιο σημείο, λ.χ. αναφορά για κλοπή, ληστεία, πυροβολισμούς, άτομο που χρήζει βοηθείας, σοβαρό επεισόδιο κλπ. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει την πιθανότητα πως και ένα πιο ήσσονος σημασίας περιστατικό θα μπορούσε να είναι «στημμένο» σήμα. Ωστόσο ας αναλογιστούμε πως και οι δράστες που ενεδρεύουν έχουν έναν προσχεδιασμένο χρόνο υλοποίησης & ολοκλήρωσης της επίθεσης και δε θέλουν να ρισκάρουν μια πιο καθυστερημένη άφιξη των αστυνομικών, καθώς διακυβεύεται η κάλυψή τους (φανταστείτε 10 άτομα να περιμένουν για πολλή ώρα σε έναν δρόμο με πέτρες ή μολότωφ στα χέρια).
Γενικά, όταν αναφερόμαστε στον όρο «στημμένο σήμα», αναφερόμαστε σε μια ΕΝΕΔΡΑ. Οι ενέδρες χωρίζονται σε ευκαιριακές και σε προσχεδιασμένες. Μια ευκαιριακή ενέδρα είναι λ.χ. η ρίψη αντικειμένων προς ένα περιπολικό που διέρχεται τυχαία από μια πλατεία με συγκεντρωμένα άτομα. Αντιθέτως, οι προσχεδιασμένες ενέδρες όπως λ.χ. το εικονικό σήμα, ενέχουν το στοιχείο του σχεδίου δράσης κι ενδεχομένως μία ή και περισσότερες «πρόβες» που θα προηγηθούν της αληθινής ενέδρας. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο το ότι αυτοί που θα στήσουν ενέδρα σε μια πεζή ή εποχούμενη περιπολία αστυνομικών, έχουν σχεδιάσει τον ΧΩΡΟ και τον ΧΡΟΝΟ που θα υλοποιήσουν την επίθεση, βασιζόμενοι πάντοτε στον αιφνιδιασμό.
Το «διάκενο αντίδρασης» (επάνω). Πρακτικά, η απόσταση αυτή υφίσταται όταν ο οδηγός είναι σε θέση να διακρίνει ολόκληρα τα οπίσθια ελαστικά του προπορευόμενου οχήματος να εφάπτονται στην άσφαλτο. Είναι πολύ σημαντικό οι αστυνομικοί να διατηρούν το διάκενο αντίδρασης σε οδούς με συμφόρηση, σε φωτεινούς σηματοδότες και σε οποιαδήποτε ακινητοποίηση του οχήματός τους, καθώς μαζί με τη σωστή επιλογή λωρίδας είναι οι μόνοι τρόποι διαφυγής τους από τον χωρικό έλεγχο τον οποίον θέλουν να τους επιβάλλουν οι δράστες μιας επίθεσης, εγκλωβίζοντάς τους έτσι στο προκαθορισμένο σημείο «Χ» της επίθεσης (κάτω).
ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ & ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟΥ (ΑΝΤΙ-ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟΣ):
Θυμηθείτε: «Ο αιφνιδιασμός είναι που καθιστά τον αστυνομικό «θύμα» και όχι η πολυπλοκότητα της επίθεσης».
Το σημείο «Χ» αφορά συγκεκριμένο χώρο που έχει επιλεγεί από τους δράστες για να γίνει η επίθεση, η οποία και θα διαρκέσει προκαθορισμένο χρόνο, σύμφωνα με το σχέδιό τους.
Πρωταρχικός στόχος των αστυνομικών είναι να καταφέρουν να αποφύγουν το να εισέλθουν στο «Χ». Αυτό μπορούν να το επιτύχουν με διάφορους τρόπους, λ.χ. προσεγγίζοντας το σημείο του ενδεχομένως «στημμένου» σήματος όχι βιαστικά και απευθείας, αλλά αργά & μεθοδικά. Είτε κινούμενοι σε σπειροειδή διαδρομή «από έξω προς τα μέσα», πλησιάζοντας περιφερειακά λ.χ. από εύρος 2-3 τετράγωνα πιο έξω από το σημείο ενδιαφέροντος και ελέγχοντας γύρω δρόμους, πυλωτές και λοιπές προβληματικές περιοχές, με όλες τους τις αισθήσεις (όραση, ακοή, ακόμη και όσφρηση) για ενδείξεις κινδύνου. Για οτιδήποτε δηλαδή φαίνεται μη φυσιολογικό στη «φωτογραφία» που τραβά και επεξεργάζεται το μυαλό τους), είτε ακόμη και προσεγγίζοντας το σημείο ενδιαφέροντος ανορθόδοξα (λ.χ. από δευτερεύουσες διαδρομές που ενδεχομένως δε θα τους περιμένουν οι δράστες, κινούμενοι ανάποδα σε κάποιον μονόδρομο, ελέγχοντας τις γωνίες με τακτικές έρευνας χώρων κλπ).
Ακόμη όμως και αν εισέλθουν στο «Χ» και εκδηλωθεί η επίθεση, οι αστυνομικοί πρέπει άμεσα να αντιδράσουν κινούμενοι εκτός του «Χ». Η κίνηση αυτή πολλές φορές αρκεί να είναι μερικά μέτρα μακριά (αυτό βέβαια σχετίζεται ευθέως με το μέσο επίθεσης – άλλο το «βεληνεκές» ενός πυροβόλου όπλου, άλλο μίας μολότοφ και άλλο μίας πέτρας ή ενός καδρονιού). Ο χρυσός κανόνας επιβίωσης όμως, παραμένει ένας:
Εάν προκύψει μια απειλή… ΚΙΝΗΘΕΙΤΕ! Φύγετε από το σημείο επίθεσης και τη ζώνη θανάτου για να επιβιώσετε!
Το όχημα των αστυνομικών αποτελεί βασικό εργαλείο διαφυγής από το «Χ», καθώς προσφέρει ταχύτατη απομάκρυνση, αλλά και κάλυψη (εξαίρεση στην κάλυψη αποτελούν οι μοτοσυκλέτες). Άρα σε κάθε περίπτωση, οι αστυνομικοί δε θα πρέπει να αποβιβάζονται αμέσως με την άφιξή τους, αλλά να περιμένουν για μερικά (αρκετά) δευτερόλεπτα με τον οδηγό να μη σβήνει το όχημα και να είναι σε ετοιμότητα για διαφυγή προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Η «πρόβα» της επίθεσης, ενδέχεται να είναι πάλι ένα «στημμένο» σήμα που σκοπό όμως δε θα έχει την υλοποίηση επίθεσης εκείνη τη χρονική στιγμή, αλλά την τυχόν χρονομέτρηση άφιξης, την καταγραφή του πλήθους, της διαδρομής και του τρόπου προσέγγισης των αστυνομικών δυνάμεων. Η «πρόβα» έχει ως απώτερο σκοπό το να εκμεταλλευτούν οι δράστες τις πληροφορίες που θα συλλέξουν παρατηρώντας κρυμμένοι – καμουφλαρισμένοι τους αστυνομικούς, για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας μελλοντικής ενέδρας – επίθεσης.
Το επίπεδο πνευματικής ετοιμότητας που πρέπει να έχει κάθε αστυνομικός, αναφέρεται ως «στάδιο ήρεμης επιφυλακής» ή γενικής εγρήγορσης. Ο αστυνομικός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων πρέπει να είναι «ενήμερος και σκεπτόμενος» διατηρώντας επαφή με το περιβάλλον του (βλέπω – ακούω - παρατηρώ). Μόνο έτσι έχει πιθανότητες να μην αιφνιδιαστεί σε περίπτωση που εκδηλωθεί επίθεση εναντίον του, όντας σε θέση να κλιμακωθεί έγκαιρα στο επόμενο ανάλογο στάδιο, για να την αντιμετωπίσει. Επίσης όταν ο αστυνομικός βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση έχει πολύ αυξημένες πιθανότητες να αποτρέψει μια ήδη σχεδιασμένη επίθεση εναντίον του, καθώς και να εντοπίσει τους δράστες κατά την προπαρασκευή της ενέργειάς τους, στα στάδια δηλαδή της κατόπτευσης – παρακολούθησης και συλλογής πληροφοριών.
ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ:
1) Προσπαθώ να αποφύγω το να επιλεγώ ως «υποψήφιο θύμα». Ρωτάω συνεχώς τον εαυτό μου: «είναι φυσιολογικό αυτό που βλέπω»; Αν οποιαδήποτε στιγμή η απάντηση είναι όχι, τότε έχω μία ένδειξη κινδύνου.
2) Αν δεχθώ επίθεση, η πρώτη & απόλυτη προτεραιότητά μου είναι να βγω από το «Χ» (ακόμη και μερικά μέτρα θα είναι στις περισσότερες περιπτώσεις αρκετά για να χαλάσω το σχέδιο των δραστών).
3) Αξιολογώ οποιοδήποτε σήμα ως πιθανό στημμένο, πρόβα, ή αποπροσανατολισμού, χωρίς να «ντρέπομαι» να ζητήσω συνδρομή εάν ανιχνεύω ενδείξεις κινδύνου.
4) Έχω σαφές σχέδιο που να απαντά στο ερώτημα «τι θα κάνω αν συμβεί το τάδε ή το δείνα ενδεχόμενο»; Έχω σαφές εναλλακτικό σχέδιο που να απαντά στο ερώτημα «τι θα κάνω αν δεν πετύχει ό,τι σχεδίασα αρχικά;»
5) Είμαι σε αυξημένη επαγρύπνηση, έχω ανοιχτή δηλαδή την «πνευματική σκανδάλη», φέρω όλα μου τα υλικά, είμαι περιβεβλημένος με ατομική θωράκιση και αναλύω τον περιβάλλοντα χώρο, επικοινωνώντας συνεχώς με τον συνεργάτη μου. Είμαι ALERT!
Στις μέρες μας το εγχώριο περιβάλλον ασφαλείας αλλάζει και διαμορφώνεται συνεχώς μέσα από το πρίσμα πολλών και ασύμμετρων απειλών. Το ζήτημα των επιθέσεων εναντίον αστυνομικών λοιπόν, καθίσταται ως μείζον τόσο για την Πολιτεία, όσο και για την ίδια την κοινωνία. Η ανάγκη για αύξηση του «εσωτερικού συναγερμού» των αστυνομικών σε όλα τα επίπεδα, αλλά και για την αρτιότερη εκπαίδευσή τους είναι αδήριτη. Οι δράστες των επιθέσεων κατά αστυνομικών υπερέχουν σε αριθμό, συχνά και σε μέσα, έχοντας το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού σε πολλές περιπτώσεις. Από την πλευρά των αστυνομικών, για να αντισταθμιστεί αυτό το μειονέκτημα, απαιτούνται γνώσεις τακτικής και τεχνικών, προσπάθεια συνεχούς επαγρύπνησης, συντονισμός και ηγεσία, ώστε με συνέπεια και ασφάλεια να προστατεύουν τους εαυτούς τους και τελικά τα μέλη της κοινωνίας για την οποία έχουν ταχθεί.
Βιβλιογραφία – Πηγές:
- Προστασία επισήμων προσώπων / φρούρηση ευπαθών στόχων, του Παναγιώτη Τσιούστα
- Τακτικές επιβίωσης / θέματα αστυνομικής αυτοπροστασίας, του Παναγιώτη Πλέσια
- Wikipedia, the free encyclopedia