Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
23:18 | 26/11/2014

 

ΧΡΗΣΗ ΟΠΛΩΝ ΑΠΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥΣ.

Διαβάστε επίσης

Μέρος Β΄. Η ελληνική νομοθεσία. Ειδικότερα ο ν. 3169/2003 «Oπλοφορία, χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς, εκπαίδευσή τους σ΄αυτά και άλλες διατάξεις»

Γενικές παρατηρήσεις.

1. Όπως είναι γνωστό, με τις διατάξεις του ν.3169/2003, επανακαθορίζεται το καθεστώς που διέπει την οπλοφορία του αστυνομικού προσωπικού, των ειδικών φρουρών και των συνοριακών φυλάκων καθώς και τη χρήση πυροβόλων όπλων από αυτούς.

2. Τα προηγούμενα είκοσι πέντε τουλάχιστον χρόνια μέχρι τη θεσμοθέτηση του ν.3169/2003, όσες περιπτώσεις αντιμετώπισε η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων σχετικά με τη χρήση των όπλων από τους αστυνομικούς, πουθενά δεν γίνεται αναφορά στο ν.29/1943. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι, ακόμα και μετά την έκδοση και (τυπική) ισχύ του π.δ.141/1991, ουδόλως γίνεται αναφορά σ΄αυτό (ενν. π.δ.141/1991). ΄Ολες οι σχετικές περιπτώσεις αντιμετωπίζουν και εξετάζουν το θέμα από την σκοπιά της υπέρβασης των ορίων αμύνης (άρθρα 22 και 23 Π.Κ.). Αυτό σημαίνει ότι, στην επαγγελματική συνείδηση του Εισαγγελέα (κατά την άσκηση της ποινικής διώξεως) και του Δικαστή (κατά την κύρια ανάκριση, την εξέταση των πραγματικών περιστατικών προς έκδοση Βουλεύματος ή κατά την ακροαματική διαδικασία) η ύπαρξη του ν.29/1941, στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 133 π.δ.141/1991, ουδόλως λαμβάνεται υπόψη. Με την έννοια ότι, ο νόμος αυτός είναι καταφανέστατα αντισυνταγματικός, ούτως ώστε παρέλκει ακόμα και η απλή αναφορά σ΄αυτόν.

3. Η νομική αυτή αντιμετώπιση του θέματος, για την οποία σημειωτέον ουδόλως ευθύνεται η Ελληνική Δικαιοσύνη, η οποία υποχρεούται να ελέγχει αυτεπαγγέλτως την αντισυνταγματικότητα του τυπικώς ισχύοντος νόμου – έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη φύση, την αποστολή, ακόμα και την ύπαρξη της αστυνομίας. Η Ελληνική Αστυνομία αποτελεί ιδιαίτερο ένοπλο σώμα ασφαλείας και το προσωπικό της, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, φέρει οπλισμό, εφόδια και μέσα και εκπαιδεύεται στη χρήση των όπλων. Η χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς συνιστά τη δραστικότερη μορφή άσκησης διοικητικού καταναγκασμού που παραχωρείται για την αποτελεσματική εκπλήρωση των ιδιαζούσης φύσεως καθηκόντων τους. Κατά τη χρήση των όπλων ο αστυνομικός προβαίνει σε άσκηση διακριτικής ευχέρειας, η οποία είναι νόμιμη υπό τη προϋπόθεση ότι ανταποκρίνεται στις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας, της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη.

4. Για να επιτύχουν όμως οι παραπάνω σκοποί πρέπει ο αστυνομικός κατά τη χρήση του όπλου να βρίσκεται σε σχέση υπεροχής απέναντι στον ταραξία, τον τρομοκράτη και γενικά τον εγκληματία, λόγω της φύσης των καθηκόντων του. Η διακινδύνευση της ζωής του παρανομούντος ιδιώτη με την χρήση των όπλων από αστυνομικά όργανα είναι επιτρεπτή (μόνον), όταν δεν μπορεί αλλιώς να αποτραπεί άμεσος και σπουδαίος κίνδυνος που απειλεί άλλα ισόβαθμα ή υπέρτερα έννομα αγαθά. Σημειωτέον ότι η σχέση της (νομικής) υπεροχής κατά τη χρήση του όπλου από τον αστυνομικό, έναντι της χρήσης του όπλου από τον απλό πολίτη (ιδιώτη) μπορεί να στηριχθεί και στο άρθρο 2, παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

5. Ομοίως δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες, που ο αστυνομικός "κάθεται στο ίδιο σκαμνί του κατηγορουμένου" με αυτόν που συνέλαβε. Όχι σπάνιες είναι επίσης και οι περιπτώσεις, που ο κατηγορούμενος για ελευθέρωση κρατουμένου (άρθρο 172 Π.Κ.) αστυνομικός, "κάθεται στο ίδιο σκαμνί", με τον κατηγορούμενο για απόδραση κρατούμενου (άρθρο 173 Π.Κ.), σε περίπτωση βέβαια που αυτός συλληφθεί.

6. Ταυτόχρονα η χρήση όπλων εκ μέρους των αστυνομικών αποτελεί μια από τις πλέον έντονες επεμβάσεις στα ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Πράγματι, το βασικό νομοθετικό πλαίσιο που ρύθμιζε τη χρήση όπλων από δημόσια δύναμη παρέμενε αυτό του ν.29/1943 "περί περιπτώσεων καθ΄ ας επιτρέπεται η χρήσις των όπλων υπό της δημοσίας δυνάμεως", όπως συμπληρώθηκε με το π.δ.141/1991. Οι προβλέψεις του ν.29/1943 έχουν επικριθεί ως ατελείς, επικίνδυνες και ως μη εναρμονισμένες με το ισχύον Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις (Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, Κώδικας του ΟΗΕ για την συμπεριφορά των στελεχών που είναι επιφορτισμένα με το καθήκον επιβολής του νόμου και Βασικές Αρχές του Ο.Η.Ε. για τη χρήση βίας και όπλων από όργανα επιφορτισμένα με την επιβολή του νόμου). Χρήση όπλων από δημόσια δύναμη προβλέπεται και στο β.δ.269/1972 "περί εγκρίσεως του κανονισμού διαλύσεως δημοσίων συναθροίσεων". Το νομοθέτημα αυτό, βασιζόμενο στο ν.δ.794/1971, πολλές διατάξεις του οποίου έρχονται σε ευθεία αντίθεση προς το άρθρο 11 του Συντάγματος και προς το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), περιέχει αντισυνταγματικές ρυθμίσεις, οι οποίες δεν μπορεί για το λόγο αυτό να εφαρμόζονται.

7. Από την άλλη πλευρά, οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα σχετικά με την εκπλήρωση καθήκοντος προβλεπόμενου στο νόμο, την προσταγή, την άμυνα και την κατάσταση ανάγκης, καθώς και άλλοι λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, όπως λ.χ. η σύγκρουση καθηκόντων, δεν μπορούν από τη φύση και τον προορισμό τους να καλύψουν όλες τις περιπτώσεις επέμβασης με πυροβόλα όπλα εκ μέρους της αστυνομίας. Πέραν αυτού, η χρήση πυροβόλων όπλων συνιστά πράξη, για τη δικαιολόγηση της οποίας απαιτείται, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, να ορίζονται ειδικότερα στο νόμο οι προϋποθέσεις νόμιμης ενέργειάς της.

8. Το ανεπαρκές, αναχρονιστικό και συγκεχυμένο αυτό καθεστώς είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σοβαρών προβλημάτων στην αστυνομική δράση, που αφορούσε, αφενός μεν στη διαρκή, δικαιολογημένη ή μη, αμφισβήτηση της νομιμότητας της χρήσης του όπλου από αστυνομικό, αφετέρου δε στην εμφάνιση ενίοτε ατολμίας και διστακτικότητας των αστυνομικών να χρησιμοποιήσουν το όπλο τους, μολονότι αυτό ήταν επιβεβλημένο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες. Εξάλλου, η μετάλλαξη του εγκλήματος στη Χώρα μας κατά τα τελευταία έτη προς βιαιότερες μορφές, προβάλλει έντονα το κοινωνικό αίτημα αφενός μεν για διηνεκή εκπαίδευση των αστυνομικών στη χρήση των όπλων, αφετέρου δε για αποκλεισμό από τη χρήση τους όσων αστυνομικών δεν παρέχουν τα εχέγγυα σωματικής και ψυχικής καταλληλότητας προς τούτο.

9. Μετά από τα ανωτέρω κρίθηκε αναγκαίος ο άμεσος εκσυγχρονισμός της σχετικής νομοθεσίας, ώστε αυτή να εναρμονισθεί προς τις συνταγματικές επιταγές και το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να καλύψει τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις στον τομέα αντιμετώπισης της εγκληματικότητας.

10. Με το ν.3169/2003 επιχειρείται αφενός μεν να θεσπισθεί ένα σύγχρονο, σαφές και λειτουργικό νομοθετικό πλαίσιο, σχετικά με την οπλοφορία και τη χρήση πυροβόλων όπλων εκ μέρους των αστυνομικών, αφετέρου δε να εμπεδωθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των αστυνομικών. Παράλληλα, στοιχείται η νομοθεσία μας προς το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

11. Οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού, διαπνεόμενες από τις αρχές του κράτους δικαίου, αποτελούν ένα φιλελεύθερο πρότυπο ρύθμισης της σχετικής ύλης διεθνώς. Μάλιστα οι διατάξεις με τις οποίες τίθενται περιορισμοί στην οπλοφορία και τη χρήση όπλων εκ μέρους των αστυνομικών και θεσπίζεται ο έλεγχος της φυσικής και ψυχικής καταλληλότητας αυτών να οπλοφορούν, σε συνδυασμό με την πρόβλεψη αυστηρής βασικής και συντηρητικής εκπαίδευσης στο χειρισμό και την χρήση των όπλων, πρωτοπορούν σε σχέση με αντίστοιχες νομοθεσίες των ευρωπαϊκών χωρών. Επιμέρους διατάξεις.

1. Ειδικότερα με τις επιμέρους διατάξεις του ν.3169/2003 ορίζονται τα εξής :

α. Στο άρθρο 1 δίδεται η έννοια των βασικών όρων που χρησιμοποιούνται στις επιμέρους διατάξεις, γίνεται διάκριση του οπλισμού σε στατικό, υπηρεσιακό ατομικό και ιδιωτικό ατομικό και προβλέπεται η κλιμάκωση της χρήσης πυροβόλου όπλου (πυροβολισμού), ανάλογα με το στόχο της βολής, σε εκφοβιστικό πυροβολισμό, πυροβολισμό κατά πραγμάτων, πυροβολισμό ακινητοποίησης και πυροβολισμό εξουδετέρωσης. Ως αφετηρία για την αξιολόγηση του πυροβολισμού λαμβάνεται υπόψη το αντικειμενικό κριτήριο της πράξης της στόχευσης (σκόπευσης).

β. Στο άρθρο 2 καθορίζονται οι όροι υπό τους οποίους ο αστυνομικός κατέχει και φέρει τον οπλισμό. Βασικές προϋποθέσεις αποτελούν η εκπαίδευσή του στο συγκεκριμένο τύπο οπλισμού και η σωματική και ψυχική καταλληλότητά του. Επίσης, προβλέπονται οι υπηρεσιακές καταστάσεις, στις οποίες ο αστυνομικός δε δικαιούται να οπλοφορεί. Πρόκειται για τις καταστάσεις στις οποίες τίθεται ο αστυνομικός για λόγους υγείας (υπηρεσία γραφείου, μόνιμη διαθεσιμότητα, μακρά αναρρωτική άδεια) ή πειθαρχίας (διαθεσιμότητα, αργία με πρόσκαιρη παύση, αργία με απόλυση). Προβλέπεται όμως ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, που συντρέχουν ειδικοί λόγοι για την ασφάλεια του συγκεκριμένου αστυνομικού, μπορεί να του επιτραπεί με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας να διατηρήσει το δικαίωμα οπλοφορίας, καίτοι τέθηκε σε κατάσταση, στην οποία δεν επιτρέπεται να οπλοφορεί. Τούτο μπορεί να συμβεί, ιδίως όταν αυτός υπηρέτησε σε υπηρεσίες δίωξης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων με συνέπεια να απειλείται η ζωή ή η σωματική του ακεραιότητα. Παράλληλα, προβλέπεται η δυνατότητα παράδοσης του όπλου στην υπηρεσία προς φύλαξη, όταν ο αστυνομικός βρίσκεται εκτός υπηρεσίας ή πρόκειται να εκτελέσει υπηρεσία χωρίς όπλο.

γ. Επειδή όμως η θέση αστυνομικού σε κάποια από τις προαναφερόμενες καταστάσεις ή ο χαρακτηρισμός του ως μη καταλλήλου να οπλοφορεί απαιτούν διαδικασίες σχετικά χρονοβόρες, παρέχεται με την παράγραφο 4 το δικαίωμα στους διοικούντες και τους ιεραρχικά προϊσταμένους αυτών να αφαιρούν το όπλο του αστυνομικού, όταν υπάρχουν ενδείξεις κακής χρήσης ή πλημμελούς φύλαξης αυτού, ιδίως για λόγους υγείας ή παραβίασης των κανόνων και μέτρων ασφαλείας, προκειμένου να αποφεύγονται ατυχήματα, απώλεια του όπλου ή και εγκληματικές ακόμη πράξεις.

δ. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 προβλέπονται υπηρεσιακές και άλλες συνέπειες για τους αστυνομικούς που δεν κρίνονται ικανοί να φέρουν όπλα κατά τη συντηρητική εκπαίδευση ή που χαρακτηρίζονται ως μη κατάλληλοι να οπλοφορούν. Το μέτρο αυτό λαμβάνεται, ώστε να μην αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο αυτοί που οπλοφορούν και συνεπώς εκτίθενται σε αυξημένους κινδύνους, με εκείνους που δεν οπλοφορούν και χρησιμοποιούνται σε ορισμένες μόνο υπηρεσίες.

ε. Στις παραγράφους 6 και 7 του ιδίου άρθρου ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις κατοχής και οπλοφορίας με ιδιωτικό ατομικό όπλο, οι οποίες γίνονται αυστηρότερες, αφού απαιτείται άδεια αγοράς και άδεια κατοχής και οπλοφορίας και τίθενται γι΄ αυτό οι ίδιοι περιορισμοί που τίθενται και για τον υπηρεσιακό ατομικό οπλισμό. Στις περιπτώσεις που ο αστυνομικός υποχρεούται να παραδώσει τον υπηρεσιακό ατομικό οπλισμό του, γιατί έχει χαρακτηρισθεί ως μη κατάλληλος να οπλοφορεί ή έχει λήξει η υπηρεσιακή του σχέση ή τέλος τέθηκε στην κατάσταση της υπηρεσίας γραφείου ή της μόνιμης διαθεσιμότητας, ανακαλείται η αδεία κατοχής και οπλοφορίας και παραδίδει και τον ιδιωτικό ατομικό οπλισμό του. Περαιτέρω εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 8 του ν.2168/1993, δηλαδή το όπλο κρατείται στην Υπηρεσία για μία διετία και αν μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα ο αστυνομικός δεν εφοδιασθεί με άδεια κατοχής και οπλοφορίας, όπως κάθε πολίτης, ή δεν μεταβιβάσει το όπλο, τούτο περιέρχεται στην κυριότητα του Δημοσίου.

στ. Τέλος, με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου παρέχεται εξουσιοδότηση ώστε με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, που δεν δημοσιεύεται για ευνόητους λόγους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να ρυθμισθούν εκ νέου και σε νέα βάση τα θέματα που αφορούν τον έλεγχο, την αποθήκευση και την παράδοση του οπλισμού, καθώς και τα μέτρα ασφαλείας που πρέπει να λαμβάνονται για την πρόληψη ατυχημάτων κατά τον χειρισμό των όπλων.

ζ. Στο άρθρο 3 καθορίζονται οι περιπτώσεις χρήσης πυροβόλου όπλου και οι αρχές που τη διέπουν. Προβλέπεται για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση η επιτρεπτή χρήση του όπλου, η οποία κλιμακώνεται, κατά αξιολογική διαβάθμιση, από την πιο ήπια (εκφοβιστικός πυροβολισμός) έως την πιο επαχθή (πυροβολισμός εξουδετέρωσης). Επίσης, ορίζεται ως προϋπόθεση πρόταξης του πυροβόλου όπλου από τον αστυνομικό, η συνδρομή κινδύνου ένοπλης επίθεσης σε βάρος αυτού ή τρίτου. Για κάθε περίπτωση χρήσης πυροβόλου όπλου εφαρμόζονται οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, σύμφωνα με τις οποίες ο αστυνομικός υποχρεούται να μην κάνει χρήση πυροβόλου όπλου πριν εξαντλήσει όλα τα ηπιότερα μέσα, όταν δηλαδή το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί με άλλο λιγότερο επαχθές μέτρο και, αν χρειασθεί να γίνει χρήση πυροβόλου όπλου, να επιλεγεί η ηπιότερη μορφή χρήσης αυτού με την μικρότερη δυνατή και αναγκαία προσβολή. Εξάλλου, μεταξύ της προσβολής του εννόμου αγαθού του ατόμου και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού πρέπει να υπάρχει σχέση αναλογίας (αρχή αναλογικότητας). Η σχέση αυτή υπάρχει μόνον όταν το μέτρο που λαμβάνεται είναι το πλέον κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (καταλληλότητα) και συνεπάγεται κατ΄ ένταση και διάρκεια τα λιγότερα δυνατά μειονεκτήματα. Δεν πρέπει δηλαδή η χρήση του όπλου να είναι υπέρμετρα βλαπτική, έστω και αν είναι η μόνη αποτελεσματική. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο αστυνομικός οφείλει να κάνει γνωστή την ιδιότητά του και να καταστήσει σαφές ότι προτίθεται να χρησιμοποιήσει όπλο, δίνοντας επαρκή χρόνο ανταπόκρισης, εκτός αν αυτό θα τον έθετε σε αδικαιολόγητο κίνδυνο ή θα έθετε σε κίνδυνο ζωής ή σοβαρής βλάβης άλλα άτομα ή θα ήταν σαφώς ακατάλληλο ή μάταιο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες.

η. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 3 καθορίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται εκφοβιστικός πυροβολισμός ή πυροβολισμός κατά πραγμάτων. Ο πυροβολισμός κατά οχήματος, όταν ενέχει κίνδυνο τραυματισμού των επιβαινόντων, θεωρείται ως πυροβολισμός ακινητοποίησης.

θ. Στην παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου αναφέρονται περιοριστικά οι περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται πυροβολισμός ακινητοποίησης. Οι περιπτώσεις αυτές αναφέρονται , είτε σε άμυνα κατά εγκλήματος συνδεομένου με άμεσο κίνδυνο προσώπου ή κατά εγκλήματος που τελείται με ένοπλη επίθεση, είτε στην αντιμετώπιση ενόπλων σε συγκεκριμένες καταστάσεις που ενέχουν κίνδυνο προσώπου.

ι. Στην παράγραφο 6 του ιδίου άρθρου καθορίζονται οι περιπτώσεις που επιτρέπεται πυροβολισμός εξουδετέρωσης. Αυτές αναφέρονται αποκλειστικά στην αυτοάμυνα ή άμυνα υπέρ τρίτων κατά επαπειλουμένου θανάτου ή σοβαρής σωματικής βλάβης.

Η συνταγματική επιταγή για απόλυτη προστασία της ζωής όλων όσων βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια υπάγει τη χρήση ειδικότερα πυροβολισμού εξουδετέρωσης (θανατηφόρα βολή) όχι μόνο στις προϋποθέσεις της καταλληλότητας και αναγκαιότητας αλλά και σε προηγούμενη στάθμιση. Για παράδειγμα δεν νοείται πυροβολισμός εξουδετέρωσης για την παρεμπόδιση απόδρασης κρατούμενου, διότι η ποινική δίωξη της πολιτείας έχει στις περιπτώσεις αυτές δυσανάλογα μικρότερη βαρύτητα σε σχέση με την προστασία της ζωής. Επίσης δεν επιτρέπεται η χρήση όπλου που ενδέχεται να καταλήξει στο θάνατο του στοχευόμενου προσώπου που μόλις προέβη σε αρπαγή τσάντας ή διάρρηξη περιπτέρου, έστω κι αν αυτή αποτελεί το μοναδικό μέσο για τη σύλληψή του.

Γενικότερα ο αστυνομικός πυροβολισμός που έχει θανατηφόρο αποτέλεσμα, χωρίς να εξυπηρετείται κάποιος υπέρτερος σκοπός, όπως π.χ. η απελευθέρωση ομήρων που κινδυνεύουν, αποτελεί πράξη άδικη. ια. Ταυτόχρονα δε ο πυροβολισμός εξουδετέρωσης (και ακινητοποίησης) οριοθετείται επαρκώς με την εμφατική ρητή απαγόρευσή του κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 3 στις εξής τέσσερις περιπτώσεις :

(1) εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος,

(2) εναντίον ενόπλου πλήθους εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι,

(3) εναντίον ανηλίκου (ως ανήλικος θεωρείται το πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18 ο έτος της ηλικίας του), εκτός αν αποτελεί το μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου και

(4) εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή, όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο.

ιβ. Στις παραγράφους 8 και 9 του ιδίου άρθρου ορίζεται, αφενός ότι για τη χρήση πυροβόλου όπλου απαιτείται προσταγή του επικεφαλής προκειμένου για αστυνομικούς που ενεργούν ως ομάδα (π.χ. επέμβαση Ε.Κ.Α.Μ. σε περίπτωση ομηρίας), εκτός αν ο αστυνομικός δέχεται επίθεση, από την οποία απειλείται βαριά σωματική βλάβη ή θανάτωσή του και αφετέρου, ότι δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του αστυνομικού προκειμένου για αντισυνταγματική ή πρόδηλα παράνομη διαταγή ανωτέρου για τη χρήση πυροβόλου όπλου.

Τέλος, ως προς το ζήτημα ποιος καθορίζει και προπάντων ποιος αποφασίζει για την ύπαρξη και την έκταση εφαρμογής των παραπάνω αρχών στην αστυνομική πρακτική, γίνεται δεκτό ότι, την απόφαση λαμβάνει αυτός που έχει την ευθύνη να ενεργήσει, σύμφωνα με όσα ο νόμος ορίζει. Είναι όμως ευνόητο ότι, στις μεμονωμένες περιπτώσεις, εκεί δηλαδή που ο αστυνομικός ενεργεί ουσιαστικώς μόνος του (π.χ. σε νυκτερινή υπηρεσία το πλήρωμα περιπολικού δέχεται επίθεση από ελεγχόμενους) την αποκλειστική ευθύνη για την εφαρμογή των παραπάνω αρχών, την φέρει ατομικά ο κάθε αστυνομικός χωριστά. Το τελευταίο δείχνει και τον υψηλό βαθμό της γνώσης, που πρέπει (και οφείλει) να έχει ακόμα και ο τελευταίος σε βαθμό αστυνομικός, σε (νομικά) θέματα σχετικά με την χρήση των όπλων. Σημειώνεται ότι σε κάθε περίπτωση η άμυνα αποτελεί δικαίωμα του ατόμου και μάλιστα δικαίωμα αυτοτελές, ίδιο και δημόσιο.

Η χρήση των όπλων γίνεται με πρωτοβουλία και ευθύνη των αστυνομικών, οι οποίοι οφείλουν να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε η επιτρεπτή και δικαιολογημένη αυτή χρήση να είναι «επαγγελματική». Χαρακτηριστική είναι η απόφαση 19/2002 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που στοιχειοθέτησε αστική ευθύνη του εναγόμενου Δημοσίου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης μελών της οικογένειας μαθητή που θανατώθηκε από εκπυρσοκρότηση όπλου αστυνομικού, ο οποίος παρέβη από βαριά αμέλεια τους κανόνες χρήσης των όπλων.

ιγ. Με την παράγραφο 10 του ιδίου άρθρου επιβάλλεται ρητά η υποχρέωση αναφοράς κάθε περίπτωσης χρήσης όπλων από αστυνομικούς στις αρμόδιες αστυνομικές Υπηρεσίες και Δικαστικές αρχές (οικείο εισαγγελέα), σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, για να ελέγχεται η νομιμότητά της.

ιδ. Στο άρθρο 4 θεσπίζεται υποχρέωση των αρμοδίων Υγειονομικών Επιτροπών, ώστε, όταν γνωματεύουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, για τη σωματική ικανότητα των αστυνομικών, να αποφαίνονται ειδικά και για την καταλληλότητά τους να φέρουν όπλα. Επίσης καθιερώνεται, για πρώτη φορά, ο έλεγχος όλων των αστυνομικων από ειδική Επιτροπή της Υγειονομικής Υπηρεσίας της Αστυνομίας, ώστε να κριθεί αν είναι κατάλληλοι να φέρουν πυροβόλο όπλο. ΄Ετσι, πέρα από τις ψυχοτεχνικές δοκιμασίες, στις οποίες υποβάλλονται για την εισαγωγή τους στις Αστυνομικές Σχολές, με τη συμπλήρωση πέντε ετών και αφού θα έχουν δοκιμασθεί στις συνθήκες του αστυνομικού επαγγέλματος θα υποβάλλονται και στον ως άνω έλεγχο. Αυτός περιλαμβάνει ψυχοτεχνικές δοκιμασίες και συνέντευξη των εξεταζομένων, ώστε να διερευνηθεί η εν γένει προσωπικότητα αυτών και κατά πόσο αυτή παρέχει τα εχέγγυα για ορθή χρήση του όπλου. ΄Οσοι κριθούν ως μη κατάλληλοι να οπλοφορούν τοποθετούνται σε υπηρεσιακές θέσεις, στις οποίες δεν επιτρέπεται η οπλοφορία ή τους ανατίθεται η εκτέλεση υπηρεσίας, για την οποία δεν είναι απαραίτητη η οπλοφορία. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση της διαδικασίας αυτής συνιστώνται οι αναγκαίες νέες οργανικές θέσεις ψυχιάτρων και ψυχολόγων της Αστυνομίας, ούτως ώστε να στελεχωθούν, η Υγειονομική Υπηρεσία και οι Αστυνομικές Διευθύνσεις της Χώρας με επαρκές και κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό για τον έλεγχο και την ψυχολογική υποστήριξη των αστυνομικών.

ιε. Στο άρθρο 5 ρυθμίζονται τα θέματα εκπαίδευσης στην Οπλοτεχνική – Σκοποβολή και ίδρυσης σκοπευτηρίων. Η εκπαίδευση των αστυνομικών στην Οπλοτεχνική – Σκοποβολή είναι αναγκαίος όρος για την ορθή χρήση των όπλων. Αυτή διακρίνεται στη βασική εκπαίδευση, η οποία πραγματοποιείται στις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας και στη συντηρητική εκπαίδευση, η οποία αποσκοπεί στη διατήρηση της ικανότητας του αστυνομικού στο χειρισμό των όπλων. Για πρώτη φορά ορίζεται ότι η ικανότητα χρήσης του οπλισμού αποτελεί βασικό στοιχείο για να ονομασθεί κάποιος αστυνομικός, αφού η αποτυχία στο μάθημα της Οπλοτεχνικής – Σκοποβολής συνιστά πλέον λόγο αποβολής από τη Σχολή Αξιωματικών και από τη Σχολή Αστυφυλάκων. Η εκπαίδευση στη χρήση των όπλων γίνεται τόσο υπό συνθήκες πραγματικών καταστάσεων, όσο και υπό συνθήκες προσομοίωσης με ειδικά μηχανήματα. Για την κάλυψη των αναγκών εκπαίδευσης ιδρύονται και λειτουργούν σε κάθε νομό κλειστά ή ανοικτά σκοπευτήρια.

Τέλος, με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 προβλέπεται διαδικασία παραπομπής του εκπαιδευόμενου αστυνομικού από τον προϊστάμενο του φορέα εκπαίδευσης στην Επιτροπή του άρθρου 4 για να γνωματεύσει σχετικά με την καταλληλότητά του να οπλοφορεί στις περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις κακής χρήσης του όπλου για λόγους υγείας.

ιστ. Στο άρθρο 6 θεσπίζονται αυστηρές ποινικές κυρώσεις για την πλημμελή φύλαξη του όπλου, ιδίως όταν αυτή έχει ως αποτέλεσμα να περιέλθει το όπλο σε τρίτους, καθώς και για την παράνομη παράδοση του όπλου σε άλλον, την παράνομη κατοχή, την παράνομη οπλοφορία και την παράνομη απειλή και χρήση.

ιζ. Με το άρθρο 8 καταργούνται ρητά οι διατάξεις του ν.29/1943 και της παραγράφου 5 του άρθρου 101 του ν.δ.3365/1955.

2. Η παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, η οποία καταλήγει σε αυθαίρετη αστυνομική βία, τορπιλίζει τις σχέσεις Αστυνομίας – πολιτών, αφού ακυρώνει το ρόλο τους ως φρουρών των εννόμων αγαθών. Προπάντων, η αλόγιστη χρήση των όπλων, εμπεριέχουσα περιφρόνηση στο πολυτιμότερο έννομο αγαθό τη ζωή, καταγράφεται – ορισμένες φορές βέβαια καθ΄ υπερβολή – ως προδήλως μη προσήκουσα αστυνομική συμπεριφορά και στα Μ.Μ.Ε. με άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στην κοινή γνώμη. Το γεγονός ότι τα επακολουθούντα δυσμενή σχόλια και η έντονα αρνητική προδιάθεση λειτουργούν στη συλλογική συνείδηση βάσει του γένους του δράστη, δηλαδή της ιδιότητάς του ως αστυνομικού και όχι βάσει του προσώπου του, έχει ως αποτέλεσμα να πλήττεται καίρια το κύρος του αστυνομικού θεσμού, καθώς και το αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης που εξ ορισμού αυτός οφείλει να αποπνέει (Ζ. Παπαϊωάννου, Αστυνομικό Δίκαιο, Β΄ έκδοση, ΑΦΟΙ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2006).

 

Του Νικόλαου Αθ. Μπλάνη

Νοέμβριος 2014

(Ο Νικόλαος Αθ. Μπλάνης είναι Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α. Επίτιμος Προϊστάμενος του Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού/Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ. και Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών).

staratalogia.blogspot.gr

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis