Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, με ανακοίνωσή της απάντησε στις σημερινές δηλώσεις του δικηγόρου Αλέξη Κούγια, κατά της εισαγγελέως της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, Ευαγγελίας Σπυριδωνίδου, όπου εκδικάζεται η υπόθεση της Ρούλας Πισπιρίγκου, σημειώνοντας ότι επιχειρείται προσπάθεια υποβάθμισης και απαξίωσης του εισαγγελικού θεσμού.
Υπενθυμίζεται ότι η κυρία Σπυριδωνίδου πρότεινε την ενοχή της Ρούλας Πισπιρίγκου για την ανθρωποκτονία και απόπειρα ανθρωποκτονίας της κόρης της Τζωρτζίνας, και μεταξύ των άλλων ανέφερε ότι «η Τζωρτζίνα είχε μια ατυχία, να έχει μάνα την κατηγορούμενη».
Διαβάστε επίσης
Στην συνέχεια, ο κ. Κούγιας, υπερασπιστής της Ρούλας Πισπιρίγκου, μετά την εισαγγελική πρόταση, σε δήλωσή του, μεταξύ των άλλων, ανέφερε:
«Θέλω να δηλώσω κατηγορηματικά, ότι δεν ήταν η Τζωρτζίνα άτυχη που είχε την κυρία κατηγορουμένη μητέρα και, αν μπορούσε να μιλήσει από εκεί που βρίσκεται για το τι συνέβη ακριβώς και έχασε τη ζωή της, θα είχε αποθεώσει την κα κατηγορουμένη για τα όσα έκανε για να την κρατήσει στη ζωή, αλλά δυστυχώς η κα κατηγορουμένη είναι άτυχη που κληρώθηκαν σε αυτή τη δίκη η κα εισαγγελέας της έδρας και η κα πρόεδρος του Δικαστηρίου, που επί 13 μήνες δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να προσπαθούν με ερωτήσεις επιπέδου μεσημεριανών εκπομπών να δημιουργήσουν στοιχεία, όχι για να δικαστεί δίκαια η κα κατηγορουμένη, αλλά για να καταδικαστεί άδικα».
Με τη σειρά της, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος απάντησε στις απαξιωτικές, όπως τις χαρακτηρίζει, δηλώσεις του κ. Κούγια, με ανακοίνωσή της η οποία αναφέρει:
«Με αφορμή δημόσιες, απαξιωτικές δηλώσεις συνηγόρου υπεράσπισης, σε βάρος εισαγγελικής λειτουργού, για το περιεχόμενο της κατά νόμο πρότασής της επί της ενοχής της κατηγορουμένης, σε υπόθεση που εκδικάζεται και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Έχει καταστεί σύνηθες φαινόμενο, η εκ μέρους του συνηγόρου έκφραση αρνητικής κριτικής σε βάρος παραγόντων της δίκης, αλλά και ως προς την προσφορά, την αναγκαιότητα και ποιότητα συμμετοχής εισαγγελικών λειτουργών στην ποινική δικαιοσύνη, όταν θεωρεί ότι νόμιμες δικονομικές ενέργειές τους δεν "εξυπηρετούν" τις θέσεις των εντολέων του.
Τονίζουμε ότι οι επαναλαμβανόμενοι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί και οι σκοπιμότητες που αυτοί ενέχουν, δεν επιφέρουν και δεν πρόκειται να επιφέρουν τις επιδιωκόμενες και επιθυμητές 'παρενέργειες', τον κλονισμό δηλαδή της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την εισαγγελική αρχή και την πρόκληση οιασδήποτε αμφιβολίας στη συνείδηση του δικαστή.
Η διατύπωση δε της άποψης περί μη υιοθέτησης των εισαγγελικών προτάσεων από τα αρμόδια δικαστικά συμβούλια και δικαστήρια, εντάσσεται στα όρια της έννοιας της εικονικής πραγματικότητας, αφού οι εισαγγελικές προτάσεις δεν αποτελούν προϊόν ανεξέλεγκτης συλλογής και αξιοποίησης ενοχοποιητικών στοιχείων και αυθαίρετης κρίσης, αλλά αντικείμενο βαθιάς και ενδελεχούς επεξεργασίας αυτών και γνώσεων και για το λόγο αυτό, υιοθετούνται, κατά κανόνα, από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, στο οποίο απευθύνονται.
Η δε επιχειρούμενη με τις δηλώσεις αυτές, για μια ακόμη φορά, προσπάθεια υποβάθμισης και απαξίωσης του εισαγγελικού θεσμού, αποτελεί μορφή συγκρουσιακής υπεράσπισης, που επανεμφανίζεται στις περιπτώσεις νόμιμων, αλλά μη αρεστών εισαγγελικών ενεργειών, εκφεύγει των ορίων της ενάσκησης του υπερασπιστικού έργου και επιδιώκει τη ματαίωση του σκοπού της ποινικής δίκης, που είναι η έκδοση ορθών και δίκαιων αποφάσεων».
Παν. Τσιμπούκης