Γράφει ο Νικόλαος Μπλάνης
1. Σε εγκύκλιο της ΕΛ-ΑΣ, που είδε το φως της δημοσιότητας και είχε εκδοθεί μετά τα γεγονότα στο Πέραμα (Δεκέμβριος 2021), περιλαμβάνονται επικαιροποιημένα στοιχεία σε περίπτωση καταδίωξης. Στην εν λόγω εγκύκλιο αναφέρεται ρητά: «… 8.Να θυμάσαι πάντα ότι κατά την καταδίωξη δεν επιτρέπονται α) πυροβολισμοί για ακινητοποίηση του οχήματος και β) επικίνδυνοι χειρισμοί και ελιγμοί για την εκτροπή του οχήματος… 9.Ακόμη ότι μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο να διακοπεί η καταδίωξη, όταν αυτή καθίσταται λίαν επικίνδυνη για τη σωματική ακεραιότητα και ζωή των συμμετεχόντων και των λοιπών χρηστών της οδού, λαμβανομένου πάντα υπόψη και της βαρύτητας του αδικήματος για τον οποίο γίνεται η καταδίωξη…».
2. Πέραν από την εν λόγω εγκύκλιο υπάρχει και αυτή του ν. 3169/2003. Ο πυροβολισμός κατά οχήματος, όταν ενέχει κίνδυνο τραυματισμού των επιβαινόντων, θεωρείται ως πυροβολισμός ακινητοποίησης. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 3 αναφέρονται περιοριστικά οι περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται πυροβολισμός ακινητοποίησης. Οι περιπτώσεις αυτές αναφέρονται, είτε σε άμυνα κατά εγκλήματος συνδεομένου με άμεσο κίνδυνο προσώπου ή κατά εγκλήματος που τελείται με ένοπλη επίθεση, είτε στην αντιμετώπιση ενόπλων σε συγκεκριμένες καταστάσεις που ενέχουν κίνδυνο προσώπου. Στην παράγραφο 6 του ιδίου άρθρου καθορίζονται οι περιπτώσεις που επιτρέπεται πυροβολισμός εξουδετέρωσης. Αυτές αναφέρονται αποκλειστικά στην αυτοάμυνα ή άμυνα υπέρ τρίτων κατά επαπειλουμένου θανάτου ή σοβαρής σωματικής βλάβης.
3. Η συνταγματική επιταγή για απόλυτη προστασία της ζωής όλων όσων βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια υπάγει τη χρήση ειδικότερα πυροβολισμού εξουδετέρωσης (θανατηφόρα βολή) όχι μόνο στις προϋποθέσεις της καταλληλότητας και αναγκαιότητας αλλά και σε προηγούμενη στάθμιση. Για παράδειγμα δεν νοείται πυροβολισμός εξουδετέρωσης για την παρεμπόδιση απόδρασης κρατούμενου, διότι η ποινική δίωξη της πολιτείας έχει στις περιπτώσεις αυτές δυσανάλογα μικρότερη βαρύτητα σε σχέση με την προστασία της ζωής. Επίσης δεν επιτρέπεται η χρήση όπλου που ενδέχεται να καταλήξει στο θάνατο του στοχευόμενου προσώπου που μόλις προέβη π.χ. σε αρπαγή τσάντας ή διάρρηξη περιπτέρου, έστω κι αν αυτή αποτελεί το μοναδικό μέσο για τη σύλληψή του. Γενικότερα ο αστυνομικός πυροβολισμός που έχει θανατηφόρο αποτέλεσμα, χωρίς να εξυπηρετείται κάποιος υπέρτερος σκοπός, όπως π.χ. η απελευθέρωση ομήρων που κινδυνεύουν, αποτελεί πράξη άδικη.
4. Ταυτόχρονα ο πυροβολισμός εξουδετέρωσης (και ακινητοποίησης) οριοθετείται επαρκώς με την εμφατική ρητή απαγόρευσή του κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 3 στις εξής τέσσερις περιπτώσεις: α) εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος, β) εναντίον ενόπλου πλήθους εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι, γ) εναντίον ανηλίκου (ως ανήλικος θεωρείται το πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του), εκτός αν αποτελεί το μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου και δ) εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή, όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο.
5.Τέλος, ως προς το ζήτημα ποιος καθορίζει και προπάντων ποιος αποφασίζει για την ύπαρξη και την έκταση εφαρμογής των παραπάνω αρχών στην αστυνομική πρακτική, γίνεται δεκτό ότι, την απόφαση λαμβάνει αυτός που έχει την ευθύνη να ενεργήσει, σύμφωνα με όσα ο νόμος ορίζει. Είναι όμως ευνόητο ότι, στις μεμονωμένες περιπτώσεις, εκεί δηλαδή που ο αστυνομικός ενεργεί ουσιαστικώς μόνος του (π.χ. σε νυκτερινή υπηρεσία το πλήρωμα περιπολικού δέχεται επίθεση από ελεγχόμενους) την αποκλειστική ευθύνη για την εφαρμογή των παραπάνω αρχών, την φέρει ατομικά ο κάθε αστυνομικός χωριστά. Το τελευταίο δείχνει και τον υψηλό βαθμό της γνώσης, που πρέπει (και οφείλει) να έχει ακόμα και ο τελευταίος σε βαθμό αστυνομικός, σε (νομικά) θέματα σχετικά με την χρήση των όπλων. Σημειώνεται ότι ο αστυνομικός δεν είναι υποχρεωμένος να υπακούσει σε εντολή προϊσταμένου για τη μη χρήση όπλου και οποιασδήποτε μορφής βίας σε περίπτωση που δέχεται επίθεση, από την οποία απειλείται βαριά σωματική βλάβη ή θανάτωσή του, γιατί η άμυνα αποτελεί δικαίωμα του ατόμου και μάλιστα δικαίωμα αυτοτελές ίδιο και δημόσιο, το οποίο δεν μπορεί να καταργούν οι εντολές οποιουδήποτε (Βούλευμα 1455/1995 Συμβουλίου Εφετών Αθηνών).
6. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 Π.Κ. δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας. ΄Αμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου, στην οποία προβαίνει το άτομο για να υπερασπισθεί, τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση, που στρέφεται εναντίον τους. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις. Η άμυνα είναι το παραχωρημένο στα φυσικά πρόσωπα δικαίωμα της κρατικής εξουσίας για την απόκρουση της προσβολής εννόμων αγαθών και την αποτροπή της διαταράξεως της ειρηνεύσεώς τους μέσα στον κοινωνικό χώρο. Η άμυνα αποτελεί δικαίωμα του ατόμου και μάλιστα δικαίωμα αυτοτελές, ίδιο και δημόσιο. Εκείνο το οποίο κύρια ερευνάται είναι το αναγκαίο μέτρο της, πέρα από το οποίο υπάρχει υπέρβασή της. Ενδεικτικά κριτήρια είναι ο βαθμός του επικινδύνου της επιθέσεως, το είδος της απειλούμενης βλάβης, ο τρόπος της επιθέσεως, η έντασή της και άλλες περιστάσεις. Πρέπει να τονισθεί πως στην περίπτωση της άμυνας δε γίνεται αντιστάθμιση των εννόμων αγαθών, που συγκρούονται και προσβάλλονται τόσο από την άδικη επίθεση όσο και από την άμυνα. Δε γίνεται αξιολόγηση των εννόμων αγαθών, όπως συμβαίνει στην κατάσταση ανάγκης, ώστε να απαιτείται αναλογία ανάμεσα στο έννομο αγαθό που κινδυνεύει με την επίθεση και στο έννομο αγαθό που προσβάλλεται με την άμυνα. ΄Ετσι, στην άμυνα μπορεί να προσβληθεί έννομο αγαθό του επιτιθέμενου υπέρτερο από το αγαθό που κινδύνευσε με την επίθεση, αρκεί να μην υπάρχει απαράδεκτη δυσαναλογία (Π.Κ. 22, παρ. 3). Εκείνο το οποίο μετρά στην υπέρβαση (Π.Κ. 23), δεν είναι η τελική βλάβη ή διακινδύνευση των αγαθών του επιτιθέμενου, αλλά ο τρόπος της άμυνας, η έντασή της, ή με άλλα λόγια η παραδοχή του ορθού μέτρου ενός αναγνωρισμένου μέσου (προσβολή) για ένα αναγνωρισμένο σκοπό (υπεράσπιση). Στην υπέρβαση της άμυνας κρίνεται η ενέργεια του αμυνόμενου και όχι το τυχόν αποτέλεσμά της. Το ζήτημα αν συντρέχει περίπτωση υπερβάσεως των ορίων της άμυνας είναι πραγματικό και ποιο είναι το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται αντικειμενικά, όχι μόνο από τα στοιχεία που ενδεικτικά αναφέρει η διάταξη του Π.Κ. 22 παρ. 3, αλλά και από τις λοιπές περιστάσεις (βλ. Βούλευμα 167/1991 Συμβουλίου Πλημ/κών Σερρών).
Νικόλαος Αθ. Μπλάνης
Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α.
Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης
και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ.
Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών