Ο θάνατος ενός πυροσβέστη στις 8 Οκτωβρίου του 1986 έμελλε να είναι και η «ταφόπλακα» για έναν αστυνομικό, ο οποίος ήταν αθώος. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την υπόθεση της δολοφονίας του πυροσβέστη Παντελή Παπάζογλου, η οποία δεν έχει εξιχνιαστεί ακόμα και σήμερα.
Η μέρα της δολοφονίας
Διαβάστε επίσης
Στις 8 Οκτωβρίου του 1986 ο Παντελής Παπάζογλου έφυγε για να πάει στην δουλειά του αλλά δεν γύρισε ξανά στο σπίτι του, αφού αργά μέσα στη νύχτα βρέθηκε νεκρός από τους συναδέλφους του.
Κανείς δεν ήξερε τι συνέβη και ποιος είχε μπει στον σταθμό της Πυροσβεστικής χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Η αστυνομία ξεκίνησε έρευνες και προχώρησαν στην προσαγωγή ενός συναδέλφου τους, χωρίς να έχουν στοιχεία, ούτε καν ισχυρές ενδείξεις, παρά μόνο το κίνητρο της «ερωτικής αντιζηλίας».
Γιατί θεωρήθηκε ύποπτος
Έτσι, ο Πολίτης Κεκάτος -όπως ονομαζόταν ο αστυνομικός- θεωρήθηκε ύποπτος επειδή γνωριζόταν με το θύμα που διατηρούσε σχέση με μια ξαδέρφη του. Στη συνέχεια, σύμφωνα με στοιχεία που ήρθαν στο φως, το θύμα εικάζεται πως είχε παράλληλο δεσμό και με την κοπέλα του αστυνομικού.
Αυτό φαίνεται πως ήταν αρκετό για τις Αρχές, ώστε να τον παραπέμψουν σε δίκη.
Το άλλοθι
Ωστόσο, πέρα από το γεγονός ότι για τον αστυνομικό δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία ενοχής, είχε και άλλοθι για τη βραδιά του φόνου. Ο 32χρονος είχε κοιμηθεί σε συγγενείς, στο σπίτι των θείων του, κάτι που επιβεβαίωσαν και οι ίδιοι στις καταθέσεις τους.
Κι όμως το δικαστήριο αγνόησε εντελώς το άλλοθι και τον καταδίκασε. Αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, του επέβαλαν ποινή κάθειρξης 14 ετών και 6 μηνών.
Ο αστυνομικός οδηγήθηκε στις φυλακές και εικάζεται πως έζησε μια κόλαση πίσω από τα σίδερα, αφού εύκολα γίνεται αντιληπτό τι μπορεί να πέρασε.
Εκείνος όμως πάλευε να αποδείξει την αθωότητα του με έναν δικαστικό αγώνα που θα κρατούσε 11 ολόκληρα χρόνια. Στο Εφετείο δεν άλλαξε κάτι, αφού ουσιαστικά επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοβάθμιου Κακουργιοδικείου.
Όμως ο αστυνομικός συνέχιζε να παλεύει για να αποδείξει την αλήθεια και έφτασε ως τον Άρειο Πάγο. Τον Οκτώβριο του 1997 καταδικάστηκε για τρίτη φορά, με τον εισαγγελέα να είναι ξανά καταπέλτης και να ζητά την ενοχή του.
Όμως οι δικαστές, αυτή τη φορά υπολόγισαν και εξέτασαν το άλλοθί του και τελικά, με ψήφους 5 υπέρ και 2 κατά, αναίρεσαν την τελευταία καταδικαστική απόφαση. Το σκεπτικό ήταν πως δεν επαρκούσε η αιτιολογία για την απόρριψη του άλλοθι του κατηγορουμένου.
Ο Πολίτης Κεκάτος τελικά αθωώθηκε, όμως ο ίδιος είχε «δολοφονηθεί» ήδη, αφού είχε στιγματιστεί ως φονιάς και με τους συγγενείς του πυροσβέστη που βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα, να ξεσπούν.
Στη συνείδησή τους, ο Κεκάτος ήταν ένοχος. Ο αστυνομικός φεύγοντας από τη δικαστική αίθουσα, ευχαρίστησε την την ελληνική δικαιοσύνη και τους δικηγόρους του.
Κάποια χρόνια αργότερα εξέφρασε το παράπονό του, πως έχει καταστραφεί ηθικά και οικονομικά. «Δεν είναι εύκολο να μιλάω για όσα πέρασα. Το βέβαιο είναι ότι καταστράφηκα ηθικά και οικονομικά και πλέον δεν έχω εμπιστοσύνη σε τίποτα», είχε τονίσει.
Ο Κεκάτος μετακόμισε μόνιμα στην Κεφαλονιά και συνέχισε να υπηρετεί στην ΕΛ.ΑΣ, όμως ο πραγματικός δολοφόνος, 37 χρόνια μετά, δεν έχει συλληφθεί.