Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Εικόνα
17:44 | 03/03/2019

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος, Βασίλης Καρκατζούνης

Μία ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με την καταγραφή βίντεο με κρυφή κάμερα και την ανάρτησή τους στο διαδίκτυο, και την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δημοσίευσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η υπόθεση αφορούσε σε Λεττονό πολίτη, ο οποίος ανάρτησε στο Youtube ένα βίντεο, στο οποίο κατέγραψε κρυφά αστυνομικούς υπαλλήλους εντός αστυνομικού τμήματος, κατά τη λήψη κατάθεσης στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω διοικητικής παραβάσεως.

[custom:google-ads]

Μεταξύ άλλων, η απόφαση περιλαμβάνει δύο ενδιαφέροντα στοιχεία:

1. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι η βιντεοσκόπηση αστυνομικών υπαλλήλων εντός αστυνομικού τμήματος, κατά τη λήψη καταθέσεως, και η δημοσιοποίηση του μαγνητοσκοπηθέντος με τον τρόπο αυτό βίντεο σε δικτυακό τόπο αναρτήσεως βίντεο, στον οποίον οι χρήστες μπορούν να στέλνουν, να παρακολουθούν και να μοιράζονται βίντεο, εμπίπτει στο δίκαιο της ΕΕ περί προστασίας προσωπικών δεδομένων.

2. Εντούτοις, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η συγκεκριμένη βιντεοσκόπηση και δημοσιοποίηση του βίντεο στη συνέχεια μπορούν να συνιστούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς, στο πλαίσιο του δικαίου της ΕΕ περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, εφόσον από το εν λόγω βίντεο συνάγεται ότι η εν λόγω μαγνητοσκόπηση και η εν λόγω δημοσιοποίηση έχουν ως μόνο σκοπό την ανακοίνωση στο κοινό πληροφοριών, γνωμών ή ιδεών.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο τονίζει ότι, το γεγονός ότι ο πολίτης, ο οποίος δεν είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος, ανήρτησε την επίμαχη μαγνητοσκόπηση στο Youtube, δεν μπορεί, καθ’ εαυτό, να αναιρέσει τον χαρακτήρα της εν λόγω επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως γενόμενης «αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τι άλλαξε στην Άμεση Δράση

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε αυτή η απόφαση του ΔΕΕ εφαρμόζονται οι διατάξεις της (καταργημένης πλέον με τον ΓΚΠΔ ή GDPRοδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

Ιστορικό της υπόθεσης

Ενώ βρισκόταν εντός των γραφείων του αστυνομικού τμήματος του Εθνικού Αστυνομικού Σώματος, ο S. Buivids μαγνητοσκόπησε την κατάθεσή του στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω διοικητικής παραβάσεως.

Ο S. Buivids δημοσιοποίησε το μαγνητοσκοπηθέν με τον τρόπο αυτό βίντεο (στο εξής: επίμαχο βίντεο), το οποίο έδειχνε αστυνομικούς υπάλληλους και τη δραστηριότητά τους στο αστυνομικό τμήμα, στον δικτυακό τόπο www.youtube.com.

Ο συγκεκριμένος δικτυακός τόπος παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες να δημοσιοποιούν, να παρακολουθούν και να μοιράζονται βίντεο.

Κατόπιν της δημοσιοποιήσεως αυτής, η Εθνική αρχή προστασίας δεδομένων έκρινε ότι ο S. Buivids είχε παραβεί το άρθρο 8, παράγραφος 1, του νόμου περί προστασίας δεδομένων, διότι δεν είχε παράσχει στους αστυνομικούς υπάλληλους, υπό την ιδιότητά τους ως θιγομένων προσώπων, τις πληροφορίες που ορίζει η διάταξη αυτή σχετικά με τον σκοπό της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν. Περαιτέρω, ο S. Buivids δεν παρέσχε στην Εθνική αρχή προστασίας δεδομένων τις πληροφορίες σχετικά με τον σκοπό της μαγνητοσκοπήσεως του επίμαχου βίντεο και της δημοσιοποιήσεώς του σε δικτυακό τόπο από τις οποίες να προκύπτει ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός ήταν σύμφωνος με τον νόμο περί προστασίας δεδομένων. Ως εκ τούτου, η Εθνική αρχή προστασίας δεδομένων ζήτησε από τον S. Buivids να αποσύρει το σχετικό βίντεο από τον δικτυακό τόπο www.youtube.com και από λοιπούς δικτυακούς τόπους.

Ο S. Buivids άσκησε προσφυγή ενώπιον του administratīvā rajona tiesa (πρωτοβάθμιου διοικητικού πρωτοδικείου, Λεττονία) με αίτημα να κηρυχθεί παράνομη η απόφαση αυτή της Εθνικής αρχής προστασίας δεδομένων και να αποκατασταθεί η ζημία που θεωρούσε ότι είχε υποστεί. Ο S. Buivids υποστήριξε με την προσφυγή του ότι, με τη δημοσιοποίηση του επίμαχου βίντεο, επιχείρησε να επιστήσει την προσοχή της κοινωνίας σε μια πράξη του αστυνομικού σώματος την οποία θεωρούσε παράνομη. Το ως άνω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αυτή.

Στη συνέχεια, το Administratīvā apgabaltiesa (διοικητικό εφετείο, Λεττονία) απέρριψε την έφεση που είχε ασκήσει ο S. Buivids κατά της αποφάσεως του administratīvā rajona tiesa (πρωτοβάθμιου διοικητικού πρωτοδικείου).

Το Administratīvā apgabaltiesa (διοικητικό εφετείο) στήριξε την απόφασή του στο γεγονός ότι το επίμαχο βίντεο έδειχνε το αστυνομικό τμήμα, διαφόρους αστυνομικούς υπαλλήλους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενώ σε αυτό ακούγονταν η καταγραφείσα συνομιλία με τους αστυνομικούς υπαλλήλους κατά τη διεκπεραίωση διαδικαστικών ενεργειών καθώς και οι φωνές των αστυνομικών υπαλλήλων, του S. Buivids και του συνοδού του.

Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί εάν πρέπει να υπερισχύσει το δικαίωμα του S. Buivids στην ελευθερία εκφράσεως ή το δικαίωμα άλλων προσώπων στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, δεδομένου ότι ο S. Buivids δεν ανέφερε ποιος ήταν ο σκοπός της δημοσιοποιήσεως του επίμαχου βίντεο. Ομοίως, απεφάνθη ότι το βίντεο αυτό δεν έδειχνε γεγονότα της επικαιρότητας που να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την κοινωνία ούτε αποκάλυπτε κάποια ανέντιμη συμπεριφορά των αστυνομικών υπαλλήλων. Δεδομένου ότι ο S. Buivids δεν είχε μαγνητοσκοπήσει το επίμαχο βίντεο για δημοσιογραφικούς σκοπούς, κατά την έννοια του νόμου περί Τύπου και λοιπών μέσων μαζικής ενημερώσεως, ή στο πλαίσιο καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής εκφράσεως, έκρινε ότι το άρθρο 5 του νόμου περί προστασίας δεδομένων δεν είχε εφαρμογή.

Το Administratīvā apgabaltiesa (διοικητικό εφετείο) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, μαγνητοσκοπώντας τους αστυνομικούς υπαλλήλους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους χωρίς να τους παράσχει τις πληροφορίες σχετικά με τον σκοπό της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων τους, ο S. Buivids είχε παραβεί το άρθρο 8, παράγραφος 1, του νόμου περί προστασίας δεδομένων.

Ο S. Buivids άσκησε ενώπιον του Augstākā tiesa (Ανώτατου Δικαστηρίου, Λεττονία) αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Administratīvā apgabaltiesa (διοικητικού εφετείου), επικαλούμενος το δικαίωμά του στην ελευθερία εκφράσεως.

Ο S. Buivids ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι το επίμαχο βίντεο έδειχνε υπαλλήλους του εθνικού σώματος αστυνομίας, ήτοι δημόσια πρόσωπα σε χώρο που είναι προσβάσιμος στο κοινό, που δεν εμπίπτουν, ως εκ τούτου, στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του νόμου περί προστασίας δεδομένων.

Το Augstākā tiesa εκφράζει επιφυλάξεις, αφενός, ως προς το κατά πόσον η μαγνητοσκόπηση, εντός αστυνομικού τμήματος, αστυνομικών υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η δημοσιοποίηση του μαγνητοσκοπηθέντος με τον τρόπο αυτό βίντεο στο διαδίκτυο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46. Συναφώς, μολονότι φρονεί ότι η συμπεριφορά του S. Buivids δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, τις οποίες προβλέπει το άρθρο της 3, παράγραφος 2, εντούτοις τονίζει ότι εν προκειμένω πρόκειται για μαγνητοσκόπηση η οποία έλαβε χώρα άπαξ μόνον και ότι ο S. Buivids μαγνητοσκόπησε αστυνομικούς υπαλλήλους κατά την άσκηση των δημοσίων καθηκόντων τους, ήτοι ενώ ενεργούσαν ως εκπρόσωποι της δημόσιας εξουσίας. Παραπέμποντας όμως στο σημείο 95 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Rīgas satiksme (C-13/16), το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η κύρια ανησυχία που δικαιολογεί την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι ο κίνδυνος που σχετίζεται με την επεξεργασία τους σε ευρεία κλίμακα.

[custom:google-ads]

Αφετέρου, το Augstākā tiesa διερωτάται σχετικά με την ερμηνεία της εννοίας «αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς» του άρθρου 9 της οδηγίας 95/46, καθώς και σχετικά με το ζήτημα αν η έννοια αυτή μπορεί να καλύψει ακόμη και πράξεις όπως αυτές που προσάπτονται στον S. Buivids.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Augstākā tiesa (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ερωτήσει , κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο, αφενός, αν η οδηγία 95/46/ΕΚ έχει την έννοια ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της η βιντεοσκόπηση αστυνομικών υπαλλήλων εντός αστυνομικού τμήματος, κατά τη λήψη καταθέσεως, και η δημοσιοποίηση του μαγνητοσκοπηθέντος με τον τρόπο αυτό βίντεο σε δικτυακό τόπο αναρτήσεως βίντεο στον οποίον οι χρήστες μπορούν να στέλνουν, να παρακολουθούν και να μοιράζονται βίντεο και, αφετέρου, αν αυτή η βιντεοσκόπηση και δημοσιοποίηση συνιστούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για δημοσιογραφικούς σκοπούς, κατά την έννοια του άρθρου 9 της εν λόγω οδηγίας.

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, ως προς το πρώτο υποβληθέν ερώτημα, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι από τα ενώπιόν του στοιχεία προκύπτει ότι στο επίμαχο βίντεο μπορεί κάποιος να δει και να ακούσει τους αστυνομικούς υπαλλήλους, οπότε, λαμβάνοντας υπόψη την έννοια των «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» της διατάξεως του άρθρου 3, παράγραφος 1 της οδηγίας και την πάγια νομολογία του, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εικόνες των τοιουτοτρόπως μαγνητοσκοπηθέντων προσώπων αποτελούν ισάριθμα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιόν του, ο S. Buivids ισχυρίστηκε ότι είχε χρησιμοποιήσει ψηφιακή φωτογραφική μηχανή για τη μαγνητοσκόπηση του επίμαχου βίντεο. Πρόκειται για βιντεοσκόπηση προσώπων η οποία αποθηκεύεται σε μηχανισμό μαγνητοσκοπήσεως συνεχούς ροής, ήτοι στη μνήμη της εν λόγω φωτογραφικής μηχανής. Επομένως, με βάση την έννοια της «επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» όπως ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ και τη σχετική νομολογία του, η μαγνητοσκόπηση αυτή συνιστά αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Το γεγονός δε ότι η μαγνητοσκόπηση αυτή έλαβε χώρα άπαξ μόνον δεν ασκεί επιρροή, κατά το Δικαστήριο, επί του κατά πόσον η εργασία αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Το Δικαστήριο προσθέτει ότι η πράξη της δημοσιοποιήσεως σε δικτυακό τόπο αναρτήσεως βίντεο στον οποίον οι χρήστες μπορούν να στέλνουν, να παρακολουθούν και να μοιράζονται βίντεο μιας βιντεοσκοπήσεως, όπως είναι το επίμαχο βίντεο, στο οποίο περιλαμβάνονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συνιστά αυτοματοποιημένη, εν όλω ή εν μέρει, επεξεργασία των δεδομένων αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η μαγνητοσκόπηση και η δημοσιοποίηση του επίμαχου βίντεο δεν εμπίπτουν στις προβλεπόμενες δύο εξαιρέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/46. Έτσι, αφενός, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιηθείσα στο πλαίσιο δραστηριοτήτων οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ούτε ως επεξεργασία με αντικείμενο τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους ή τις δραστηριότητες του κράτους στον τομέα του ποινικού δικαίου, καθώς οι ανωτέρω δραστηριότητες, που μνημονεύονται ως παραδείγματα στη διάταξη αυτή, είναι, σε όλες τις περιπτώσεις, δραστηριότητες που ασκούνται από τα κράτη ή από τις κρατικές αρχές και δεν αφορούν τους τομείς δραστηριότητας των ιδιωτών. Αφετέρου, στον βαθμό που ο S. Buivids δημοσιοποίησε, χωρίς κανένα περιορισμό στην πρόσβαση, το επίμαχο βίντεο σε δικτυακό τόπο αναρτήσεως βίντεο στον οποίον οι χρήστες μπορούν να στέλνουν, να παρακολουθούν και να μοιράζονται βίντεο, με συνέπεια να αποκτά πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα απροσδιόριστος αριθμός προσώπων, η επίμαχη στην κύρια δίκη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν εντάσσεται στο πλαίσιο αποκλειστικώς προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων.

Ακόμα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, επειδή η οδηγία 95/46/ΕΚ δεν προβλέπει καμία εξαίρεση όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των δημοσίων υπαλλήλων, το γεγονός ότι βιντεοσκοπήθηκαν αστυνομικοί υπάλληλοι στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων τους δεν μπορεί να αποκλείσει μια τέτοιου είδους επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το πεδίο εφαρμογής της.

Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν, το Δικαστήριο καταλήγει στο πρώτο ερώτημα ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι  εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ η βιντεοσκόπηση αστυνομικών υπαλλήλων εντός αστυνομικού τμήματος, κατά τη λήψη καταθέσεως, και η δημοσιοποίηση του μαγνητοσκοπηθέντος με τον τρόπο αυτόν βίντεο σε δικτυακό τόπο αναρτήσεως βίντεο στον οποίον οι χρήστες μπορούν να στέλνουν, να παρακολουθούν και να μοιράζονται βίντεο.

Ως προς το δεύτερο ερώτημα, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι σκοπός της οδηγίας 95/46/ΕΚ είναι η εξασφάλιση από τα κράτη μέλη της προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής, έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, επιτρεπομένης παράλληλα της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εντούτοις, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιδιώκεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι πρέπει να πραγματοποιείται, μέχρις ορισμένου βαθμού, συμβιβασμός των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων σε σχέση με το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας εκφράσεως. Η αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι σκοπός του άρθρου της 9 είναι να συμβιβάσει δύο θεμελιώδη δικαιώματα: αφενός, της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και, αφετέρου, της ελευθερίας εκφράσεως.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει επίσης, υπενθυμίζοντας τη νομολογία του, ότι προκειμένου να ληφθεί υπόψη η σημασία που έχει η ελευθερία του λόγου εντός κάθε δημοκρατικής κοινωνίας, οι σχετικές έννοιες, μεταξύ των οποίων εκείνη του δημοσιογραφικού σκοπού, πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως, καθώς και ότι όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 95/46/ΕΚ, οι εξαιρέσεις και οι παρεκκλίσεις που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής ισχύουν όχι μόνο για τις επιχειρήσεις μέσων μαζικής ενημερώσεως, αλλά και για κάθε άτομο που ασκεί δημοσιογραφική δραστηριότητα. Μάλιστα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι «δημοσιογραφικές δραστηριότητες» είναι αυτές που έχουν ως σκοπό την ανακοίνωση στο κοινό πληροφοριών, απόψεων ή ιδεών, με οποιονδήποτε τρόπο.

Μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν, εν προκειμένω, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην οποία προέβη ο S. Buivids εξυπηρετεί τον σκοπό αυτό, εντούτοις, κατά το Δικαστήριο, το ίδιο μπορεί να παράσχει στο εν λόγω δικαστήριο τα αναγκαία ερμηνευτικά στοιχεία για την εκτίμηση στην οποία αυτό πρέπει να προβεί.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο τονίζει ότι, το γεγονός ότι ο S. Buivids, ο οποίος δεν είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος, ανήρτησε την επίμαχη μαγνητοσκόπηση στον δικτυακό τόπο www.youtube.com, δεν μπορεί, καθ’ εαυτό, να αναιρέσει τον χαρακτήρα της εν λόγω επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως γενόμενης «αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς», κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Εντούτοις, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν εμπίπτει στην έννοια των «δημοσιογραφικών δραστηριοτήτων» και δεν υπάγεται, ως εκ τούτου, στις εξαιρέσεις και τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 της οδηγίας 95/46/ΕΚ κάθε πληροφορία που δημοσιοποιείται στο διαδίκτυο και η οποία αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Επιπλέον, το Δικαστήριο διατυπώνει την άποψη πως το αιτούν δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη μεταξύ άλλων το γεγονός ότι, κατά τον S. Buivids, το επίμαχο βίντεο δημοσιοποιήθηκε σε δικτυακό τόπο προκειμένου να επιστήσει την προσοχή της κοινωνίας στις κατ’ αυτόν μη σύννομες πρακτικές εκ μέρους της αστυνομίας οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν κατά τη λήψη της καταθέσεώς του. Ωστόσο, η διαπίστωση τέτοιων μη σύννομων πρακτικών δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 9 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Αντίθετα, κατά το Δικαστήριο, εάν αποδειχθεί ότι η μαγνητοσκόπηση και η δημοσιοποίηση του εν λόγω βίντεο δεν είχαν ως αποκλειστικό σκοπό την ανακοίνωση στο κοινό πληροφοριών, απόψεων ή ιδεών, δεν θα είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιήθηκε «αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς».

Τέλος, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι από την ενώπιόν του δικογραφία προκύπτει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η μαγνητοσκόπηση και η δημοσιοποίηση του επίμαχου βίντεο, που έλαβαν χώρα χωρίς οι ενδιαφερόμενοι να έχουν ενημερωθεί για τη μαγνητοσκόπηση αυτή και τους σκοπούς της, συνιστούν επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των εν λόγω προσώπων, ήτοι των αστυνομικών υπαλλήλων που εμφανίζονται στο βίντεο αυτό.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι εάν αποδειχθεί πως η μαγνητοσκόπηση και η δημοσιοποίηση του επίμαχου βίντεο είχαν ως μόνο σκοπό την ανακοίνωση στο κοινό πληροφοριών, γνωμών ή ιδεών, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον οι εξαιρέσεις και οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 της οδηγίας 95/46/ΕΚ είναι αναγκαίες ώστε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, όπως το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται αφενός στο άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και αφετέρου στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, να συμβιβασθεί με τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία εκφράσεως και κατά πόσον οι εν λόγω εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου.

Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται στο δεύτερο ερώτημα ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι πραγματικές περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ήτοι η βιντεοσκόπηση αστυνομικών υπαλλήλων εντός αστυνομικού τμήματος, κατά τη λήψη καταθέσεως, και η δημοσιοποίηση του μαγνητοσκοπηθέντος με τον τρόπο αυτό βίντεο σε δικτυακό τόπο αναρτήσεως βίντεο στον οποίον οι χρήστες μπορούν να στέλνουν, να παρακολουθούν και μοιράζονται βίντεο, μπορούν να συνιστούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς σκοπούς, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον από το εν λόγω βίντεο συνάγεται ότι η εν λόγω μαγνητοσκόπηση και η εν λόγω δημοσιοποίηση έχουν ως μόνο σκοπό την ανακοίνωση στο κοινό πληροφοριών, γνωμών ή ιδεών, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Πηγή:  lawspot.gr

Policenet.gr © | 2024 Όροι Χρήσης.
developed by Pixelthis