Έγκληση σε βάρος του αστυνομικού που τον συνέλαβε για σωματική βία υπέβαλε ένας 39χρονος ο οποίος είχε συλληφθεί την Κυριακή το βράδυ στον Βόλο για οδήγηση υπό την επήρεια μέθης, στέρηση διπλώματος, εξύβριση, απειλή κι απείθεια.
Η υπόθεση οδηγήθηκε στο Αυτόφωρο την Δευτέρα 18 Νοεμβρίου όπου κατέθεσε ο αστυνομικός της Τροχαίας που εντόπισε τον 39χρονο κατηγορούμενο, ωστόσο συνεχίστηκε προχθες Παρασκευή, για να καταθέσει πολίτης που ήταν μάρτυρας στο περιστατικό.
Διαβάστε επίσης
Ωστόσο, ο κατηγορούμενος, μετά την σύλληψή του θέλησε να υποβάλλει έγκληση σε βάρος του αστυνομικού για σωματική βία κι απευθύνθηκε στις Εσωτερικές Υποθέσεις Β. Ελλάδος καθώς και στο γραφείο του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μιχ. Χρυσοχοΐδη για την υπόθεσή του.
Στη προχθεσινή ακροαματική διαδικασία, κατέθεσε αρχικά ο πολίτης που ήταν μάρτυρας στο περιστατικό αναφέροντας ότι, βρίσκονταν στη στάση στη Λαρίσης μετά τον κυκλικό κόμβο κοντά στο γήπεδο του Μαγνησιακού και περίμενε το λεωφορείο για να πάει στη δουλειά του, καθώς εργάζεται σε εργοστάσιο κι ήταν βραδινός και είδε το όχημα του κατηγορούμενου στη μέση του κόμβου και τη μηχανή του αστυνομικού της τροχαίας. Σύμφωνα με τον μάρτυρα, ο αστυνομικός του ζήτησε το δίπλωμα και τα χαρτιά του, ο κατηγορούμενος απάντησε ότι δεν έχει και γενικότερα υπήρχε ένταση κι όταν ο αστυνομικός πλησίασε στο βαλιτσάκι του που έχει τα μπλοκ παραβάσεων, ο κατηγορούμενος φέρεται να του είπε «τι θα με γράψεις τώρα;» και κατευθύνθηκε προς τη μηχανή του αστυνομικού. Υπήρξε ένταση ενώ η μία από τις δύο γυναίκες που επέβαιναν στο όχημα άρχισε να τσιρίζει. Μάλιστα επενέβη και ο συνοδηγός εξηγώντας την επαγγελματική του ιδιότητα και ο αστυνομικός άρχισε να πηγαίνει πίσω πίσω. Ο μάρτυρας σημείωσε ότι, δεν άκουσε βρισιές, διευκρινίζοντας ότι δεν ακούει και πολύ καλά σε μακρινή απόσταση ενώ συμπλήρωσε ότι, στη συνέχεια, ο αστυνομικός ζήτησε τα στοιχεία και του ίδιου κα του άλλου μάρτυρα που ήταν μπροστά στο συμβάν και τους κάλεσε να καταθέσουν όπως κι έγινε μετά τη λήξη της βάρδιάς τους το επόμενο πρωί. Ο συνήγορος του κατηγορουμένου ρώτησε τον μάρτυρα αν άκουσε τις βρισιές που αναφέρει στην κατάθεσή του κι εκείνος απάντησε ότι «δεν άκουσα βρισιές και δεν διάβασα την κατάθεση. Την υπέγραψα κι έφυγα γιατί ήμουν κουρασμένος κι είχε πάει να δώσω κατάθεση αμέσως μετά τη δουλειά όταν σχόλασα» απάντησε.
Στην δίκη, κατέθεσε ξανά ο αστυνομικός του τμήματος τροχαίας Βόλου, αναφέροντας ότι την Κυριακή το βράδυ, μετά την ολοκλήρωση της πορείας για το Πολυτεχνείο, επέστρεφε στην υπηρεσία του στο Αστυνομικό Μέγαρο για να σχολάσει. Στη Λεωφόρο Λαμπράκη, στο ύψος του γηπέδου του Μαγνησιακού, είδε τον κατηγορούμενο να βγαίνει με το όχημα που οδηγούσε κάθετα από την οδό Σουλίου και να κινείται προς το μέρος του αποφεύγοντας ο ίδιος την πρόσκρουση και την πτώση του στο έδαφος την τελευταία στιγμή. Του έκανε παρατήρηση και ο κατηγορούμενος κατήγγειλε ότι τον έβρισε. Τότε του ζήτησε να σταματήσει. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τον έλεγχο, μετά από λίγο σταμάτησε το όχημα στο οποίο επέβαινε ο ίδιος, ακόμα ένας άνδρας και δύο γυναίκες. Μαζί του δεν είχε δίπλωμα και ο αστυνομικός του ζήτησε την ταυτότητά του. Τότε σύμφωνα με την καταγγελία του αστυνομικού, ο κατηγορούμενος κατέβηκε από το αμάξι και του είπε να χαλαρώσει λίγο γιατί θα μπλέξει με αυτά που κάνει εξαπολύοντας και άλλες ύβρεις προς το πρόσωπό του για τον ίδιο και την οικογένειά του και κινούμενος απειλητικά προς το μέρος του τον έφτυσε, τον έσπρωξε και τον χτύπησε με τα χέρια του, τα οποία είχε κάνει μπουνιές. Ο αστυνομικός υποχώρησε, κάλεσε ενισχύσεις, ενώ λόγω της ώρας και της λήξης της εκδήλωσης στο Αστυνομικό Μέγαρο επέστρεφαν από τον συγκεκριμένο δρόμο η ομάδα υποστήριξης, καθώς και αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας που σταμάτησαν στο σημείο. Επίσης έγινε κι αιμοληψία στον κατηγορούμενο καθώς είχε καταναλώσει αλκοόλ. Ο συνήγορος ρώτησε τον αστυνομικό αν γνωρίζει ότι έχουν γίνει παράπονα από πολίτες σε βάρος του κι ότι ο κατηγορούμενος κατέθεσε έγκληση σε βάρος του κι ότι πήγε μετά τη σύλληψή του στο Νοσοκομείο για τις κλωτσιές που δέχθηκε στο πόδι και για πίεση στον αυχένα όπου του συστήθηκε από τους γιατρούς η χρήση κολάρου. Μάλιστα ο συνήγορος ανέφερε ότι ο πελάτης του υπέβαλε έγκληση σε βάρος του αστυνομικού μέσω των Εσωτερικών Υποθέσεων, καθώς ο αστυνομικός υπηρεσίας που ήταν στο γραφείο κατά την απολογία του τον απέτρεψε να προβεί σε αυτή την ενέργεια και παρ’όλο που υπεβλήθη η έγκληση ο αστυνομικός δεν συνελήφθη.
Η αρραβωνιαστικιά του κατηγορουμένου που κατέθεσε στο δικαστήριο, δήλωσε ότι πρόκειται για έναν ήρεμο άνθρωπο, το αμάξι που οδηγούσε ήταν δικό της κι επειδή πρόσφατα είχε νοσηλευτεί στο Νοσοκομείο δεν μπορούσε να οδηγήσει. Ανέφερε ότι είχαν πάει σε ένα τσιπουράδικο με παρέα, έκατσαν μία ώρα και έφυγαν και στο αμάξι ήταν κι ένα ζευγάρι φίλοι τους κι εκείνη καθόταν πίσω. Σύμφωνα με την ίδια, ξαφνικά είδε μία μηχανή δίπλα τους και στη συνέχεια άκουσε έντονο διάλογο του αρραβωνιαστικού της με τον αστυνομικό και σύμφωνα με την ίδια, ο αστυνομικός του επιτέθηκε και τον κλώτσησε στο δεξί πόδι και μετά κατέβηκε μία διμοιρία από το λεωφορεία και δύο αστυνομικοί κρατούσαν την πόρτα του αυτοκινήτου και δεν την άφηναν να βγει έξω. Επανέλαβε ότι ο αστυνομικός της τροχαίας έβρισε τον 39χρονο και στα τρία χρόνια που είναι μαζί δεν έχει δημιουργήσει κανένα πρόβλημα.
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος, δήλωσε ότι πήγε με την αρραβωνιαστικιά του σε ένα τσιπουράδικο και ήπιε τρία τσίπουρα και μετά έφυγαν και είχαν μαζί τους στο όχημα κι ακόμη ένα ζευγάρι και στο παραπάνω σημείο του δρόμου ο αστυνομικός ήρθε με τη μηχανή δίπλα του και του χτύπησε το τζάμι λέγοντάς του «Πως πας έτσι» ενώ ο ίδιος του μιλούσε ευγενικά.
Συμπλήρωσε ότι ο αστυνομικός του είπε να κατέβει από το όχημα του ζήτησε το δίπλωμα, του είπε ότι δεν το έχει και έδωσε την ταυτότητά του και τότε σύμφωνα με τον ίδιο ο αστυνομικός τον έβρισε και τον κλώτσησε κι εκείνος με τη σειρά του τον έβρισε. «Έφαγα γκλομπιές και κλωτσιές και στην αρραβωνιαστικιά μου δημιουργήθηκε ψυχολογικό πρόβλημα με τους δύο αστυνομικούς να μην την αφήνουν να βγει από το αμάξι» και συνέχισε αναφέροντας ότι δύο αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Βόλου που τον γνώριζαν καθώς είχε απασχολήσει και στο παρελθόν τις αστυνομικές Αρχές κι είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης 4 ετών για ναρκωτικά κι αποφυλακίστηκε το 2021 τον μετέφεραν στην Αστυνομία, ενώ αναφέρθηκε και στην συμπεριφορά του αστυνομικού της Τροχαίας. Πρόσθεσε ότι, κάλεσε ο ίδιος τις Εσωτερικές Υποθέσεις για να κάνει μήνυση στον συγκεκριμένο αστυνομικό καθώς και το γραφείο του υπουργού Προστασίας του Πολίτη, καθώς ο αστυνομικός υπηρεσίας εκείνη την ώρα τον απέτρεψε. Μάλιστα ανέφερε ότι μπορεί να έκανε λάθη στο παρελθόν, αλλά πλέον δεν έχει δώσει δικαιώματα και ζει μία ήρεμη και ήσυχη ζωή και δεν έχει ενοχλήσει κι απασχολήσει μετά την αποφυλάκισή του τις Αρχές.
Το δικαστήριο έκρινε τον κατηγορούμενο αθώο λόγω αμφιβολιών για τα αδικήματα της απείθειας και της απειλής και ένοχο με συνολική ποινή φυλάκισης 12 μηνών και 1.200 ευρώ χρηματικό πρόστιμο για οδήγηση υπό την επήρεια μέθης, στέρηση διπλώματος και εξύβριση.
Πηγή: e-thessalia.gr