Γράφει ο Λάμπρος Δημητρέλος
Το έτος 2010, λόγω της αυξημένης διάπραξης αδικημάτων με βαρύ οπλισμό και άλλων παραγόντων, κρίθηκε αναγκαία η σύσταση μίας νέας ομάδας δίκυκλης αστυνόμευσης σε πανελλαδικό επίπεδο. Ωστόσο η ιδέα της άμεσης επέμβασης των Ελλήνων αστυνομικών με μοτοσυκλέτα ως μέσον κίνησης, είχε λάβει για πρώτη φορά «σάρκα και οστά» τριάντα χρόνια νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του 1979. Τότε αποφασίστηκε η ίδρυση της Ομάδας Ζ, καθώς είχε πλέον καταστεί σαφές πως η αλματώδης αύξηση των αυτοκινήτων στην πρωτεύουσα, σε συνδυασμό με κάποια ειδικά χαρακτηριστικά αυτής, όπως η έλλειψη χώρου στο κέντρο της και η ύπαρξη λίγων μεγάλων οδικών αρτηριών, δημιουργούσαν έντονη κυκλοφοριακή συμφόρηση. Λόγω αυτής, οι αστυνομικοί της Άμεσης Δράσης που επιχειρούσαν με περιπολικά δυσκολεύονταν να αφιχθούν εγκαίρως στα συμβάντα, καθώς πολλοί δρόμοι ήταν απροσπέλαστοι, ειδικά κατά τις ώρες αιχμής. Η αδιαμφισβήτητη επιτυχία της νεοσύστατης τότε υπηρεσίας οδήγησε στη ραγδαία αύξηση του αριθμού των αστυνομικών της, ενώ επεκτάθηκε και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη και η Πάτρα. Βαδίζοντας στην ήδη επιτυχημένη πεπατημένη, η νεοϊδρυθείσα Ομάδα ΔΙ.ΑΣ., διατήρησε ως βάση την ίδια φιλοσοφία ταχείας ανταπόκρισης, είχε ωστόσο ακόμη πιο επιχειρησιακό προσανατολισμό (τακτικής ομάδας), καθώς οι αστυνομικοί που απάρτιζαν την κάθε ανεξάρτητη υποομάδα ανέρχονταν πλέον σε τέσσερις, αριθμό διπλάσιο σε σχέση με το «ζεύγος» της Ομάδας Ζ, φέροντας και ισχυρότερο οπλισμό (υποπολυβόλα MP5).
Έχοντας διανύσει πάνω από σαράντα έτη επιχειρησιακής χρήσης στην πρώτη ανταπόκριση, η αστυνομική μοτοσυκλέτα έχει αποδείξει τη χρησιμότητά της, τόσο στο επίπεδο της αντιμετώπισης του εγκλήματος ποσοτικά και ποιοτικά, καθόσον οι Έλληνες αστυνομικοί δικυκλιστές έχουν στο ενεργητικό τους έναν ατελείωτο κατάλογο επιτυχιών με αναρίθμητες συλλήψεις και επιτυχημένες επεμβάσεις, όσο και στο επίπεδο της κοινωνικής προσφοράς, με υπερταχείες συνοδείες βαρέως πασχόντων σε δομές υγείας, επιτόκων, οργάνων προς μεταμόσχευση κ.α. Παρά ταύτα, η μοτοσυκλέτα δεν παύει ως μέσον να έχει εξ’ ορισμού συγκεκριμένους περιορισμούς, οι οποίοι σε συνδυασμό με τις ειδικές ικανότητες που εγείρουν από τον αστυνομικό τα καθήκοντά του ως πρώτου ανταποκρινόμενου σε αδικήματα και συμβάντα, τον φέρνουν αντιμέτωπο με δεδομένες επιχειρησιακές ιδιαιτερότητες, οι οποίες συμβάλλουν στην έτι περαιτέρω αύξηση του ήδη υψηλού από τις απαιτήσεις του περιστατικού στρες επιβίωσης.
Η μοτοσυκλέτα δεν παρέχει ικανοποιητικό επίπεδο βαλλιστικής κάλυψης στους αστυνομικούς, λόγω του μικρού της όγκου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι αστυνομικοί δικυκλιστές να βιώνουν πολύ εντονότερα τα ανεπιθύμητα συμπτώματα του στρες επιβίωσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αναλυτική σκέψη και την ορθή κρίση τους.
1. Ο ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΚΥΚΛΙΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΥΑΛΩΤΟΣ
Σε αντίθεση με τους αστυνομικούς που επιχειρούν με περιπολικά αυτοκίνητα, οι δικυκλιστές είναι πολύ πιο ευάλωτοι στην απευκταία περίπτωση του τροχαίου ατυχήματος. Δεν είναι τυχαίο πως από τους νεκρούς Έλληνες αστυνομικούς συνεπεία τροχαίου εν ώρα υπηρεσίας, η συντριπτική πλειοψηφία ήταν δικυκλιστές. Επιπροσθέτως, οι δικυκλιστές κατά τη γρήγορη οδήγηση που απαιτεί η φύση του πρώτου ανταποκρινόμενου κινδυνεύουν εκτός από τυχόν σύγκρουση ή πρόσκρουση και από κάποια πτώση, ενδεχόμενο το οποίο δεν αφορά τους αστυνομικούς των περιπολικών αυτοκινήτων. Ένας ακόμη παράγοντας που καθιστά τους δικυκλιστές αστυνομικούς πολύ ευάλωτους είναι η απουσία κάλυψης από το όχημά τους σε ενδεχόμενα πυρά εναντίον τους ή σε περίπτωση εμβολισμού τους κατά τη διάρκεια καταδιώξεων κακοποιών. Τραγικά παραδείγματα θανατηφόρας απουσίας κάλυψης σε πυρά κακοποιών αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι απώλειες των δικυκλιστών Αρχιφύλακα ΚΩΣΤΑ Δημητρίου της Ομάδας Ζ, το 1991 στην Καλλιθέα, κατόπιν ένοπλης ενέδρας και φυσικά των Αστυφυλάκων ΕΥΑΓΓΕΛΙΝΕΛΗ Ιωάννη και ΣΚΥΛΟΓΙΑΝΝΗ Γεωργίου, το 2011 στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, ομοίως κατόπιν ένοπλης ενέδρας. Η εμπειρική φράση με την οποία συνοψίζουμε τα παραπάνω όσοι αστυνομικοί έχουμε υπηρετήσει σε υπηρεσίες που επιχειρούν με δίκυκλα, είναι πως «Στη μοτοσυκλέτα το σώμα μας βρίσκεται απροστάτευτο έξω από τα σίδερα, ενώ στο περιπολικό το σώμα μας βρίσκεται προστατευμένο μέσα από τα σίδερα»...
Η απουσία της όπισθεν σχέσης στο κιβώτιο ταχυτήτων της μοτοσυκλέτας, αναγκάζει τους δικυκλιστές αστυνομικούς να εκτελούν επί τόπου αναστροφή σε περίπτωση που χρειαστεί να διαφύγουν ή να αυξήσουν την απόσταση ασφαλείας από μια προβληματική περιοχή. Αυτή η διαδικασία «σηκώνει» ακόμη περισσότερο το στρες επιβίωσης την κρίσιμη στιγμή, διότι μπορεί να είναι από πολύ χρονοβόρα έως και αδύνατη, ειδικά αν πρόκειται για αρκετές μοτοσυκλέτες ή διπλούς επιβαίνοντες.
2. Η ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΠΙΣΘΕΝ
Στο επιχειρησιακό πεδίο υπάρχουν πλείστες όσες περιπτώσεις όπου οι αστυνομικοί που επιχειρούν με περιπολικά αυτοκίνητα ενεργούν κάποια όπισθεν κίνηση, τόσο για να απεγκλωβιστούν από διαφαινόμενες επικίνδυνες καταστάσεις (λ.χ. μια πιθανή ενέδρα από ενόπλους ή συγκεντρωμένα άτομα), όσο και για τη διάνοιξη μεγαλύτερης απόστασης σε περίπτωση που οι τακτικές συνθήκες το απαιτήσουν (αν λ.χ. ένα ύποπτο όχημα μειώσει την ενδιάμεση απόσταση ασφαλείας για να περιορίσει τα περιθώρια αντίδρασης των αστυνομικών ή αν επιχειρήσει να τους εμβολίσει με οπισθοπορεία για να διαφύγει). Είναι αυτονόητο πως οι δικυκλιστές αστυνομικοί δεν έχουν αυτήν την επιλογή, καθώς οι μοτοσυκλέτες εκ κατασκευής δεν έχουν όπισθεν σχέση στο κιβώτιο ταχυτήτων. Επομένως, η μόνη δυνατότητα που τους απομένει είναι η επί τόπου αναστροφή και διαφυγή, μια διαδικασία που είναι εξόχως χρονοβόρα και πολλές φορές πρακτικά αδύνατη, ειδικά αν πρόκειται για τους πολύ στενούς δρόμους των ελληνικών πόλεων με σταθμευμένα οχήματα ένθεν κι ένθεν. Ένα σημαντικό στοιχείο που επίσης πρέπει να τονιστεί είναι το γεγονός πως η μοτοσυκλέτα δεν έχει τη δυνατότητα να φρενάρει το ίδιο ακαριαία όπως ένα αυτοκίνητο, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος της απώλειας πρόσφυσης με συνέπεια την πτώση του δικυκλιστή. Λόγω αυτού, ο αστυνομικός δικυκλιστής είναι περισσότερο εκτεθειμένος στην ηθελημένη μείωση της απόστασης ασφαλείας που μπορεί να ενεργήσει μέσω βίαιου φρεναρίσματος ο οδηγός ενός καταδιωκόμενου οχήματος.
Οι δικυκλιστές αστυνομικοί μειονεκτούν σε σχέση με τους συναδέλφους τους οι οποίοι επιχειρούν με αυτοκίνητα, καθώς η ύπαρξη των προστατευτικών κρανών, ο αυξημένος θόρυβος του αέρα & του εξωτερικού περιβάλλοντος (στις μοτοσυκλέτες δεν υπάρχει ηχομονωμένη καμπίνα), καθώς και αναπόφευκτων έντονων ήχων όπως οι σειρήνες και οι ασύρματοι, σε συνδυασμό με την αναγκαία απόσταση που πρέπει να διατηρούν μεταξύ τους οι μοτοσυκλέτες κατά την κίνησή τους, δυσχεραίνουν στο έπακρο την επικοινωνία, τον σχεδιασμό, την προσυνεννόηση και τον καθορισμό ρόλων.
3. Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΥΚΛΙΣΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΧΕΡΗΣ
Μερικοί από τους κρίσιμους παράγοντες που θα καθορίσουν την επιτυχία ή όχι μιας αστυνομικής επέμβασης είναι η (έστω και στιγμιαία) εκπόνηση ενός σχεδίου δράσης, ο καθορισμός ρόλων μεταξύ των αστυνομικών, η προσυνεννόηση και η εν γένει ορθή και αδιάλειπτη επικοινωνία μεταξύ των μελών της ομάδας ως ανατροφοδότηση στη συνεχή εισροή πληροφοριών από το τακτικό περιβάλλον. Οι δικυκλιστές αστυνομικοί μειονεκτούν στα παραπάνω σε σχέση με τους συναδέλφους τους που επιχειρούν με αυτοκίνητα, καθώς η ύπαρξη των προστατευτικών κρανών, ο αυξημένος θόρυβος του αέρα & του εξωτερικού περιβάλλοντος (στις μοτοσυκλέτες δεν υπάρχει ηχομονωμένη καμπίνα), καθώς και αναπόφευκτων έντονων ήχων όπως οι σειρήνες και οι ασύρματοι, σε συνδυασμό με την αναγκαία απόσταση που πρέπει να διατηρούν μεταξύ τους οι μοτοσυκλέτες κατά την κίνησή τους, δυσχεραίνουν στο έπακρο τον προσχεδιασμό και τη συνεννόηση. Σε αντίθεση λοιπόν με τέσσερις αστυνομικούς μιας ομάδας Ο.Π.Κ.Ε. που μεταβαίνουν σε ένα επείγον συμβάν και επικοινωνούν πιο εύκολα, καθώς επιβαίνουν στο ίδιο αυτοκίνητο έχοντας καλύτερες συνθήκες απομόνωσης θορύβων, ενώ βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής ο ένας από τον άλλον, οι τέσσερις αστυνομικοί μιας ομάδας ΔΙ.ΑΣ. που μεταβαίνουν στο ίδιο συμβάν αντιμετωπίζουν ένα χαοτικό, θορυβώδες περιβάλλον, με έναν σωρό περιορισμούς στην απρόσκοπτη μεταξύ τους επικοινωνία.
Το κράνος το οποίο προστατεύει τους δικυκλιστές αστυνομικούς από το τροχαίο ατύχημα, αποτελεί ταυτόχρονα το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επίγνωση της κατάστασης που επικρατεί στο επιχειρησιακό περιβάλλον (situational awareness). Ο περιορισμός της περιφερειακής όρασης, η αδυναμία εκτέλεσης των φυσιολογικών κινήσεων του κεφαλιού και η μείωση της ακοής, οδηγούν σε «κενά αντίληψης», που χρειάζονται υπερπροσπάθεια για να καλυφθούν, χωρίς αυτό να επιτυγχάνεται πάντοτε.
4. ΟΙ ΔΙΚΥΚΛΙΣΤΕΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Η αναγκαία χρήση προστατευτικού κράνους από τους δικυκλιστές αστυνομικούς οδηγεί στην ελάττωση πρόσληψης πληροφοριών από δύο βασικότατες αισθήσεις, την όραση και την ακοή. Το κράνος περιορίζει εξ’ ορισμού την περιφερειακή όραση του δικυκλιστή, ενώ ταυτόχρονα δυσχεραίνει την κίνηση του κεφαλιού προς τις όλες τις ανατομικά επιτρεπόμενες κατευθύνσεις. Ταυτόχρονα, το κράνος περιορίζει και την ακοή καθώς καλύπτει τα αυτιά του δικυκλιστή, ενώ τυχόν χρήση ακουστικού για τον ασύρματο στο ένα αυτί, τη μειώνει ακόμη περισσότερο. Εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί πως το επιχειρησιακό περιβάλλον εκτείνεται σε 360° και σε τρία επίπεδα ύψους, εύρος το οποίο περιορίζεται από την όραση τούνελ που ως σύμπτωμα του στρες επιβίωσης βιώνει πιο εύκολα και πιο συχνά ο δικυκλιστής αστυνομικός.
Οι αστυνομικοί της Ομάδας ΔΙ.ΑΣ. μπορεί σε αντίθεση με τους «Ζητάδες», να έχουν το πλεονέκτημα απεμπλοκής του οδηγού από το multitasking (χειρισμό ασυρμάτου, διαβιβάσεις κλπ, τα οποία ενεργεί ο συνεπιβάτης), έχουν όμως το σοβαρό μειονέκτημα της δυσκολίας διενέργειας οδηγικών ελιγμών, υπό το βάρος του μόνιμου συνεπιβάτη.
5. Η ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΙΣ ΚΑΙΡΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ & Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΠΟΝΗΣΗ (FATIGUE)
Η οδήγηση της μοτοσυκλέτας αποτελεί μια πολυσύνθετη διαδικασία η οποία απαιτεί τη συμμετοχή όλου του σώματος του δικυκλιστή. Ειδικότερα η κίνηση προς κατεπείγοντα σήματα προϋποθέτει την απόλυτη «ανάμιξη» οδηγού – μηχανήματος, αλλά και του συνοδηγού αν υπάρχει. Αυτή η συνεχής υπερπροσπάθεια του σώματος, σε συνδυασμό με την απευθείας έκθεση του κάθε δικυκλιστή αστυνομικού στις εκάστοτε καιρικές συνθήκες (βροχή, παγετός, καύσωνας), αλλά και στις κυκλοφοριακές συνθήκες που αυτές διαμορφώνουν (λ.χ. ολισθηρότητα οδοστρώματος, μείωση ορατότητας κλπ), οδηγούν σε έντονη σωματική καταπόνηση (fatigue). Για τον λόγο αυτόν οι αστυνομικοί δικυκλιστές προβλέπεται να εργάζονται έξι ώρες ανά βάρδια και όχι οκτώ.
Οι δικυκλιστές αστυνομικοί στην πραγματικότητα βιώνουν το στρες επιβίωσης πολλαπλασιασμένο επί δύο, σε σχέση με τους συναδέλφους τους που επιχειρούν με αυτοκίνητα. Εκτός από το στρες αυτού καθ’ αυτού του περιστατικού, της εμπλοκής ή της αντιπαράθεσης, καλούνται να διαχειριστούν και το στρες της ταχύτατης οδήγησης (με υπαρκτό τον κίνδυνο του σοβαρού τραυματισμού), το οποίο έχει πανομοιότυπα συμπτώματα με το πρώτο.
Η ταχυκαρδία, η ταχύπνοια, το οπτικό τούνελ, ο ακουστικός αποκλεισμός, η παραποίηση αντίληψης, η αδυναμία διαχωρισμού χρωμάτων, το μούδιασμα των άκρων, η έντονη εφίδρωση, η αλλοιωμένη αίσθηση του χρόνου, η μειωμένη ικανότητα λήψης ορθών αποφάσεων και κυρίως το φαινόμενο του «ρουφήγματος μέσα στη χοάνη του θανάτου» (όπου ασυναίσθητα ο αστυνομικός αυτό-καταλύει τις τακτικές και τους κανόνες αυτοπροστασίας του, καθόσον μέσα του υπερτερεί ο στόχος της σύλληψης του δράστη), είναι μόνο μερικά από αυτά τα τόσο δύσκολα –σχεδόν μη διαχειρίσιμα- που βιώνει το σώμα και το πνεύμα του αστυνομικού δικυκλιστή…
Βιβλιογραφία– Πηγές:
- Advanced Patrol Tactics του Michael Rayburn
- Ο οδηγός του οδηγού της S.A.S.
- SURVIVAL STRESS RESEARCH ABSTRACT, by Darrell L. Ross, Ph.D. and Bruce K. Siddle
- Wikipedia, the free encyclopedia