Δεν έλειψαν από το προσκλητήριο του αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 οι Δωδεκανήσιοι συνεισφέροντας με κάθε τρόπο και μέσο στην εθνική προσπάθεια.
Δεν κατάφεραν βέβαια να ξεσηκωθούν όπως σε άλλες περιοχές της χώρας, λόγω κυρίως της κοντινής απόστασης που έχουν τα νησιά της Δωδεκανήσου με τις απέναντι τουρκικές ακτές αλλά και από το γεγονός ότι η προετοιμασία της Επανάστασης προδόθηκε στο νησί της Ρόδου με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να φυλακιστούν τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας.
Παρόλα αυτά από την πρώτη στιγμή οι Δωδεκανήσιοι βρέθηκαν στις πρώτες γραμμές των αγώνων πληρώνοντας το ανάλογο τίμημα με το Ολοκαύτωμα της Κάσου από τον Αιγυπτιακό στόλο, τις σφαγές στο νησί της Κω και την ναυμαχία του Γέροντα.
Όλα αυτά τα γεγονότα άγνωστα εν πολλοίς, ήρθε να αναδείξει το βιβλίο «Τα Δωδεκάνησα στην εθνεγερσία του 1821» του συγγραφέα και δικηγόρου Μανώλη Μακρή που εκδόθηκε από την Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου.
Για πρώτη φορά, ύστερα από πολύχρονη και επίπονη έρευνα, ο συγγραφέας κατάφερε να συγκεντρώσει και να παρουσιάσει τις δράσεις των Δωδεκανησίων, τους αγώνες και τις θυσίες τους.
Στο βιβλίο γίνεται ιδιαίτερη αναφορά και στα πρόσωπα που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της εθνικής προσπάθειας εκτός βεβαίων του Εμμανουήλ Ξάνθου εκ των τριών ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας που ήταν Πάτμιος.
Ξεχωρίζουν στις αναφορές αυτές η δράση και η προσφορά του Δημητρίου Θέμελη που διετέλεσε υπουργός των Στρατιωτικών και έπεσε μαχόμενος το 1826 στις επάλξεις του Μεσολογγίου και του Παναγιώτη Ρόδιου που διετέλεσε στενός συνεργάτης του πρώτου κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και ως γραμματέας επί των Στρατιωτικών και Ναυτικών ίδρυσε την Σχολή Ευελπίδων στο Ναυπλιο.
Ο ∆ηµήτριος Θέµελης γεννήθηκε στην Πάτµο περίπου το 1770- 1772. Μαθήτευσε στην ακµάζουσα τότε Πατµιάδα Σχολή. Από το 1809 εκλέχθηκε πολλές φορές προεστός και αντιπρόσωπος του κοινού της Πάτµου στην Κωνσταντινούπολη για διεκπεραίωση υποθέσεων. Στη συνέχεια τον βρίσκουµε να εµπορεύεται στο Γαλάτσι της Βλαχίας. Εκεί µυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 από τον αρχιµανδρίτη Γρηγόριο ∆ικαίο - Παπαφλέσσα κι αναδείχθηκε γρήγορα ένας από τους µεγάλους εθναποστόλους της Εταιρείας. Τον Οκτώβριο του 1820 ο Εµµ. Ξάνθος σύστησε τον Θέµελη στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος εκτίµησε την προσωπικότητα του Πάτµιου πατριώτη και στις αρχές του 1821 τον έστειλε ως Γενικό Επίτροπο των Νήσων του Αιγαίου µαζί µε τον Ευάγγελο Ματζαράκη, για να οργανώσουν το εκεί επαναστατικό κίνηµα. Πέρασε από τα Ψαρά, τη Μυτιλήνη, τις Κυδωνίες, τη Σµύρνη, όπου συνέστησε εφορείες και πυρήνες Φιλικών για την οργάνωση του αγώνα. Τον Απρίλη του 1821, όταν ξέσπασε η Επανάσταση, βρισκόταν στην Πάτµο. Τον Ιούνιο του 1821 συναντήθηκε στην Ύδρα µε τον ∆ηµήτριο Υψηλάντη, ο οποίος τον διόρισε αντιπρόσωπό του στα νησιά του Αιγαίου. Τον Σεπτέµβρη του 1821 βρίσκεται στην Πελοπόννησο, όπου πολεµά στο πλευρό του ∆ηµ. Υψηλάντη στις επιχειρήσεις για την άλωση της Τριπολιτσάς. Από το ηµερολόγιό του, που διασώθηκε στην Πάτµο, µαθαίνουµε ότι συνεχίζοντας την περιοδεία του στα νησιά του Αιγαίου επισκέφθηκε την Κάσο, την Κρήτη και τη Σάµο, όπου συνεργάστηκε στενά µε τον αρχηγό της εκεί επαναστάσεως Λυκούργο Λογοθέτη. Το 1824 ξανάρχεται στην Πάτµο, όπου βρισκόταν η οικογένειά του, απορφανισµένη µετά τον θάνατο της συζύγου του, ενώ κι ο ίδιος ήταν άρρωστος και χρειάστηκε αρκετός καιρός για να αναρρώσει. Ζούσε σε µεγάλη φτώχεια, ενώ οι Πάτµιοι τον τίµησαν µε το αξίωµα του παραστάτη ή πληρεξουσίου τους. Στη συνέλευση του Βουλευτικού στις 28 Νοεµβρίου 1824 στο Άργος κατατάχθηκε στο Βουλευτικό Σώµα ως βουλευτής. Όταν ο αγώνας εµαίνετο στην Πελοπόννησο εναντίον των τουρκοαιγυπτιακών στρατευµάτων και το Μεσολόγγι κινδύνευε από τον Κιουταχή και τον Ιµπραήµ, η προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση του Λαζάρου Κουντουριώτη διόρισε Προσωρινή Τριµελή ∆ιευθυντική Επιτροπή της ∆υτικής Ελλάδος, µέλη της οποίας ήσαν ο εκ Πατρών Ι. Παπαδιαµαντόπουλος, ο εκ Ναυπάκτου Γ. Καναβός και ο εκ Πάτµου ∆. Θέµελης. Ταυτόχρονα διόρισε τον Θέµελη «Γενικό ∆ιευθυντή όλων των πολιτικών και στρατιωτικών υποθέσεων απάσης της ∆υτικής Ελλάδος». Ο Θέµελης έπεσε ένδοξα στις επάλξεις του Μεσολογγίου στις αρχές Απριλίου του 1826, δηλαδή λίγες µέρες πριν από την τραγική κι απεγνωσµένην εκείνη Έξοδο των «Ελευθέρων Πολιορκηµένων». Οι Μεσολογγίτες τον έθαψαν µε τιµές. Κι όταν στην πατρίδα του Πάτµο έγινε γνωστός ο θάνατός του, οι Πάτµιοι στις 12 Μαΐου 1826 τού έστησαν κενοτάφιο κι ακούστηκε ο κατάλληλος επιµνηµόσυνος λόγος από τον πατριάρχη Θεόφιλο.
Παναγιώτης Ρόδιος
Γεννήθηκε στη Ρόδο το 1789, όπου έµαθε και τα πρώτα γράµµατα. Στη συνέχεια φοίτησε στο Φιλολογικόν Γυµνάσιον Σµύρνης, ταξίδεψε αρχικά στην Πάδουα και τελικά κατέληξε στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Εκεί εντάχθηκε στον κύκλο του Αδαµαντίου Κοραή και µυήθηκε στις ιδέες του ∆ιαφωτισµού. Αλλά πριν περατώσει τις σπουδές του, κηρύχθηκε η Ελληνική Επανάσταση. Και τότε εγκατέλειψε το Παρίσι κι ήλθε στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1821 µαζί µε τους πρώτους φιλέλληνες. Κατατάχθηκε στο Σύνταγµα των Φιλελλήνων και συνεργάστηκε αρχικά µε τον ∆ηµήτριο Υψηλάντη και στη συνέχεια µε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Πολέµησε στη µάχη του Πέτα ως λοχαγός (4 Ιουλίου 1822), ενώ ως αρχηγός των Φιλελλήνων µε τον βαθµό του ταγµατάρχη έλαβε µέρος στην πολιορκία και άλωση του Ναυπλίου (Νοέµβριος 1822). Από την πρώτη στιγµή στόχος του Παν. Ρόδιου ήταν η δηµιουργία τακτικού στρατού κατά τα ναπολεόντεια πρότυπα. Μα οι διαµάχες ανάµεσα στους στρατιωτικούς και τους πολιτικούς είχαν ήδη αρχίσει, µε αποτέλεσµα οι «τακτικοί» (κυρίως Γάλλοι φιλέλληνες) να οργανωθούν χωριστά υπό τον Π. Ρόδιο. Κατά τους εµφύλιους που ακολούθησαν βρισκόταν στην «ολιγαρχική» παράταξη των Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου - Γεωργίου Κουντουριώτη, διορίστηκε Προσωρινός Γενικός Γραµµατέας του Εκτελεστικού (Ιανουάριος - Οκτώβριος 1824) κι ανέπτυξε έντονη δράση κατά των στρατιωτικών, των οποίων ηγούντο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο ∆ηµήτριος Υψηλάντης. Ενόψει της αναµενόµενης απόβασης του Ιµπραήµ πασά στην Πελοπόννησο και προκειµένου να ανασυσταθεί το σώµα των «τακτικών», ο Παν. Ρόδιος προβιβάστηκε σε συνταγµατάρχη. Κι όντως κατόρθωσε να οργανώσει τον τακτικό στρατό κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα (είχαν οµοιόµορφη στολή, αυστηρή πειθαρχία, και γυµνάζονταν). Το σώµα των τακτικών, στην ηγεσία του οποίου εναλλάχθηκαν ο Παν. Ρόδιος κι ο Γάλλος φιλέλληνας Φαβιέρος, έλαβε µέρος σε επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο κατά των στρατευµάτων του Ιµπραήµ. Και στα χρόνια που ακολούθησαν η ιδέα για τη δηµιουργία τακτικού στρατεύµατος γενικεύθηκε, αφού όλοι έβλεπαν ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να αντιµετωπισθεί ο Ιµπραήµ. Στις προσπάθειες των ∆υνάµεων να διευθετήσουν το «ελληνικό ζήτηµα», ο Παν. Ρόδιος στάθηκε στο πλευρό του Μαυροκορδάτου και φάνηκε χρήσιµος µε την ευρωπαϊκή παιδεία που είχε. Μετά την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (Μάρτιος 1827) που εξέλεξε τον Ιω. Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας, ο Παν. Ρόδιος µετακινήθηκε από την φιλοαγγλική φατρία του Μαυροκορδάτου στην αντίπαλή της φιλορωσική, στην οποία εθεωρείτο ότι ανήκε ο Καποδίστριας. Είχε ήδη διακόψει τους δεσµούς του µε τον Μαυροκορδάτο κι όταν στις αρχές του 1828 ο Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα κι ανέλαβε καθήκοντα Κυβερνήτη, ο Ρόδιος ζούσε στην Αίγινα πάµπτωχος και περιθωριοποιηµένος. Ο Κυβερνήτης ζητώντας, κατά τον Κασοµούλη, «ἄξιον Ἕλληνα στρατιωτικὸν περὶ τὰ ζητήµατα ὀργανώσεως, ἐπιτυχὼν τὸν ἐν ἀργίᾳ καὶ ἀπορριγµένον στρατιωτικὸν ἀπὸ τὰς λοιπὰς κυβερνήσεις, εὑρισκόµενον εἰς Αἴγιναν, ζῶντα µὲ ψωµὶ ξερὸν, συνταγµατάρχην Ρόδιον, ἐπεφόρτισε αὐτὸν νὰ συντάξῃ τὸν διοργανισµὸν τῶν ταγµάτων». Κι έτσι, από το καλοκαίρι του 1829 ο Παν. Ρόδιος ανέλαβε Γραµµατέας επί των Στρατιωτικών και των Ναυτικών για να πραγµατοποιήσει στη συνέχεια, παρά τα ποικίλα εµπόδια που προέκυψαν, µια ευρεία στρατιωτική µεταρρύθµιση. Τότε ίδρυσε και το διετούς φοίτησης Σχολείο των Ευελπίδων στο Ναύπλιο για να στελεχώσει το στράτευµα µε επαγγελµατίες αξιωµατικούς. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ο Παν. Ρόδιος διατήρησε τη θέση του Γραµµατέα (υπουργού θα λέγαµε σήµερα) επί των Στρατιωτικών. Στα χρόνια της Αντιβασιλείας, απογοητευµένος από τα δηµόσια πράγµατα και ιδίως επειδή είχε υποσκελιστεί βαθµολογικά από άλλους αξιωµατικούς, αποσύρθηκε στο µικρό αγρόκτηµά του στο Ναύπλιο. Εκεί συνέγραψε κάποια βιβλία στρατιωτικού περιεχοµένου. Επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο το 1837, όταν διορίστηκε Ανώτατος ∆ιοικητής Αθηνών και Πειραιώς. Το 1841 έλαβε από τον βασιλιά Όθωνα τον βαθµό του υποστρατήγου. Ύστερα από την επανάσταση της 3ης Σεπτεµβρίου και την ανακήρυξη του Συντάγµατος, πολιτεύθηκε και εξελέγη πληρεξούσιος Ναυπλίου. ∆ιετέλεσε δυο φορές Υπουργός Στρατιωτικών, το 1844 και το 1848. Στην Αθήνα εξέδωσε και το πρώτο ελληνικό στρατιωτικό περιοδικό «Στρατιωτική Πρόοδος». Πέθανε το 1851.
Άλλοι αγωνιστές του 1821 ήταν
Ο Μιχαήλ Ρόδιος
Γεννήθηκε στη Ρόδο το 1802. Έφηβος ακόμη πήγε για αναζήτηση τύχης στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Στη συνέχεια βρέθηκε εξόριστος στην Προύσα κι από εκεί κατόρθωσε να φτάσει στο Ναύπλιο, στις αρχές του 1824, όπου κατατάχτηκε στον τακτικό στρατό που προσπαθούσε να συστήσει ο Παναγιώτης ο Ρόδιος. Πολέμησε σε πολλές μάχες και ήταν ένας από τους γενναίους τακτικούς του Φαβιέρου, που διέσπασαν στις 28 Νοεμβρίου 1826 την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών κι εφοδίασαν τη φρουρά με μπαρούτι.
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους συνέχισε το στρατιωτικό στάδιο κι έφτασε στον βαθμό του συνταγματάρχη. Πέθανε στην Αθήνα το 1868. Όταν έγινε η κηδεία του στην Αθήνα τον επικήδειο εκφώνησε ο Ρόδιος φοιτητής τότε της Νομικής Σχολής και μετέπειτα μεγάλος ευεργέτης Μίνως Βενετοκλής.
Ο Βασίλειος Βενετοκλής
Υπήρξε κι αυτός μέλος της Φιλικής Εταιρείας στη Ρόδο. Όταν συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν ο μητροπολίτης Αγάπιος και οι άλλοι Φιλικοί της Ρόδου, αυτός κατόρθωσε να αποφύγει τη σύλληψη και αναχώρησε κρυφά για την Αίγυπτο μαζί με τον αδελφό του Παναγιώτη. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, ήρθε στο Ναύπλιο και κατατάχθηκε ως υπαξιωματικός στο ελαφρό ιππικό. Υπηρέτησε καθ' όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα κι έφτασε στον βαθμό του λοχαγού της Φάλαγγας. Στη συνέχεια γύρισε στη Ρόδο, όπου νυμφεύτηκε τη μνηστή του Δεσποινούλα Ρεΐση, η οποία ως άλλη Πηνελόπη τον περίμενε μια ολόκληρη 18ετία. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν ο Δημήτριος και ο Μίνως Βενετοκλής, οι μεγάλοι Ευεργέτες της Ρόδου.
Ο Αναστάσιος ο Ρόδιος
Είχε μυηθεί κι αυτός στη Φιλική Εταιρεία στη Ρόδο κι όταν ξεκίνησε η Επανάσταση πήγε στο Ναύπλιο, κατατάχθηκε στο στράτευμα, κι έφτασε στον βαθμό του συνταγματάρχη. Ήταν μεγαλόσωμος, γενναίος και άριστος ξιφομάχος.
Ο Παναγιώτης Σπανού Ροδίτης
Ήταν ιδιοκτήτης του πλοίου «Ηρακλής» με το οποίο αγωνίστηκε μαζί με τους Κασιώτες στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης. Είχε ορμητήριο το Τρίστομο της Καρπάθου κι όταν κινδύνευσε η Κάσος από τα πλοία του Μεχμέτ Αλή, έστειλε για ενίσχυσή της έξι κανόνια, πυρίτιδα κι άλλα εφόδια.
Ο Αθανάσιος Άνθου Ρόδιος
Εμπορευόταν στην Αίγυπτο όταν ξέσπασε η Επανάσταση. Ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα, στην αρχή στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια στην Κόρινθο, με μικρό στρατιωτικό απόσπασμα. Υπό τον οπλαρχηγό Νικηταρά έλαβε μέρος στη μάχη στα Δερβενάκια κατά του Δράμαλη (1822). Μετά τη Β' Εθνοσυνέλευση στο Άστρος, διορίστηκε πολιτάρχης Καρπάθου. Στη συνέχεια πήγε στην Κάσο κι έλαβε μέρος σε καταδρομικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία. Μετά την καταστροφή της Κάσου κατέφυγε στην Ύδρα και κατέληξε στο Ναύπλιο.
Ο Κωνσταντίνος Καστρίτσιος (1793-1846)
Μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Βρισκόταν στην Αίγυπτο ως έμπορος μαζί με τον πατέρα του, όταν κηρύχτηκε η Ελληνική Επανάσταση. Ήρθε στην Ελλάδα, κατατάχτηκε στη Φάλαγγα των Φιλελλήνων και πολέμησε σε διάφορες μάχες. Διακρίθηκε κι έφτασε στον βαθμό του λοχαγού.
Ο Γεώργιος Καζούλλης
Φαίνεται ότι χρημάτισε ως γραμματέας και επιτελικός αξιωματικός διάφορων Ελλήνων οπλαρχηγών, κυρίως του Χατζηχρήστου.
Αναφέρονται ακόμα ως Ρόδιοι που πολέμησαν στον στρατό της επαναστατημένης Ελλάδας ο Χριστοφής Μηλιόνης, ο Αναστάσιος Χατζησταυρής, ο καπετάν Τζαννής, ο Στέφανος Γεωργίου ή Κλεφτοστεφανής από τα Τριάντα και άλλοι.
Ήταν κι εκείνοι που έδωσαν οικονομική ενίσχυση στον Αγώνα: O Αθανάσιος Καζούλλης, που εκείνα τα χρόνια δούλευε σε νομισματοκοπείο κι έβρισκε τρόπο να στέλνει το πολύτιμο μέταλλο στην Ελλάδα για την ενίσχυση του αγώνα. Κι ακόμα τον αγώνα ενίσχυσαν ο Νικόλαος Καστρίτσιος, ο Νικόλαος Κάλογλου και άλλοι.