Ήταν 22 Ιουλίου του 1987 όταν η Ελλάδα ξεκίνησε να θρηνεί θύματα από τον φονικό καύσωνα που «χτύπησε» ανελέητα την χώρα. Από τις 20 έως τις 31 Ιουλίου, τουλάχιστον 1.300 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους στην περιοχή της Αθήνας. Είναι εντυπωσιακό ότι ο αριθμός των θανάτων ήταν υπερδιπλάσιος από τον δεύτερο πιο θανατηφόρο, έναν εξαιρετικά ισχυρό καύσωνα που είχε πλήξει την κεντρική Ελλάδα τον Αύγουστο του 1958 και είχε σκοτώσει 600 άτομα, κυρίως στη Θεσσαλία.
Η μέγιστη θερμοκρασία που μετρήθηκε στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, στο κέντρο της πρωτεύουσας, ήταν 41,9 βαθμοί Κελσίου στις 23 Ιουλίου και στη Νέα Φιλαδέλφεια ήταν 43,6 βαθμοί Κελσίου στις 27 Ιουλίου, η οποία ήταν και η υψηλότερη που καταγράφηκε στην περιοχή της Αθήνας. Αυτές οι θερμοκρασίες συνδυάστηκαν με υψηλά ελάχιστα, με το υψηλότερο να είναι 30,2 βαθμοί Κελσίου στο κέντρο της Αθήνας στις 27 Ιουλίου και 29,9 βαθμοί Κελσίου στις 24 Ιουλίου στη Νέα Φιλαδέλφεια. Επιπλέον, η υγρασία ήταν υψηλή (60% στην Αθήνα στις 23 Ιουλίου) και οι ταχύτητες του ανέμου χαμηλές, συμβάλλοντας στη δυσφορία, ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Διαβάστε επίσης
Οι πρώτοι νεκροί -εννέα τον αριθμό- στην Αθήνα καταγράφηκαν στις 22 Ιουλίου και στη συνέχεια ο αριθμός άρχισε να αυξάνεται ραγδαία καθημερινά. Στις 23 Ιουλίου πέθαναν 12, στις 24 Ιουλίου άλλοι 95 και στις 25 Ιουλίου άλλοι 250, προκαλώντας προβλήματα στην ταφή τους.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα νοσοκομεία γέμισαν και αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν ψυγεία στρατιωτικών μονάδων για την αποθήκευση των σωρών, ενώ ακόμα και βαγόνια τρένων χρησιμοποιήθηκαν ως προσωρινοί χώροι φύλαξης πτωμάτων.
Στις 26 Ιουλίου τα θύματα είχαν φτάσει συνολικά τα 900, στις 27 Ιουλίου προστέθηκαν 180 και στις 28 Ιουλίου άλλα 200. Υπολογίζεται ότι 400 ηλικιωμένοι πέθαναν αβοήθητοι.
Αν και ο καύσωνας έπληξε και άλλες πόλεις, όπως τη Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα, θεωρείται ότι η δυσφορία ήταν εντονότερη στην Αθήνα λόγω και της παρουσίας φωτοχημικού νέφους, το οποίο είχε επιδεινωθεί από θερμοκρασιακές αναστροφές που προκάλεσε ένα βαρομετρικό υψηλό που είχε εισβάλει ταυτόχρονα από τη Σαχάρα.