Μετά την πτώση της δικτατορίας η Ελλάδα βάδιζε σε ένα τεντωμένο σχοινί. Τίποτα από αυτά που σήμερα θεωρούμε δεδομένα, δεν ήταν τότε έτσι. Και κυρίως δεν ήταν δεδομένη η δημοκρατία. Χουντικοί θύλακες υπήρχαν παντού. Η λεγόμενη αποχουντοποίηση προχωρούσε με απελπιστικά αργούς ρυθμούς. Σε αυτό το κλίμα θα πρέπει να προσθέσει κανείς και την δυσαρέσκεια που υπήρχε σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας για την ατιμωρησία που απολάμβαναν επιφανή στελέχη της δικτατορίας.
Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, λοιπόν, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 14 Δεκεμβρίου 1976, η νεοσύστατη τότε οργάνωση 17 Νοέμβρη, δολοφονεί στο Φάληρο τον αρχιβασανιστή της χούντας Ευάγγελο Μάλλιο.
Η δολοφονία και ένα μυστηριώδες μήνυμα
Λίγο μετά τις 10 το βράδυ της 14ης Δεκεμβρίου του 1976 ο απότακτος αστυνομικός Ευάγγελος Μάλλιος επέστρεφε στο σπίτι του. Έπεσε, ωστόσο, σε ενέδρα που του είχαν στήσει άγνωστοι οι οποίοι τον πυροβόλησαν και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν.
Από τις φωνές του Μάλλιου και τους πυροβολισμούς σηκώθηκε στο πόδι η γειτονιά και κάποιοι κάλεσαν την αστυνομία και ασθενοφόρο. Όταν έφτασε στο ασθενοφόρο, ο Μάλλιος ξεψυχούσε, ωστόσο, πρόλαβε και είπε: «1973, ένας ψήλος και μια κοπέλα». Και αν για το «ένας ψηλός και μια κοπέλα» τα πράματα είναι απλά, αυτό που δημιούργησε ερωτήματα ήταν το «1973». Τι ήθελε να πει ο Μάλλιος; Ήταν ο αριθμός κυκλοφορίας του αυτοκινήτου που χρησιμοποίησαν οι δράστες; Πρόλαβε μέσα στο σκοτάδι και χτυπημένος ο απότακτος αστυνομικός να δει την πινακίδα; Μπορεί. Είναι πιθανό.
Αν, όμως, δεν ήταν ο αριθμός κυκλοφορίας αλλά μια χρονολογία με την οποία συνδεόταν ο «ψηλός και η κοπέλα»; Αν ο Μάλλιος πριν ξεψυχήσει έστειλε ένα μήνυμα στους δικούς του ένα μήνυμα για το ποιος μπορεί να είναι ο δράστης; Μήπως αυτός που τον πυροβόλησε είχε περάσει από την Ασφάλεια και ο Μάλλιος ήξερε πως αν έλεγε τη συγκεκριμένη έκφραση, αυτοί που έπρεπε θα το καταλάβαιναν;
Ότι και να είχε συμβεί, όποια κι αν ήταν η πρόθεση του Μάλλιου, ποτέ κανείς δεν έμαθε τι πραγματικά εννοούσε. Οι έρευνες για την πινακίδα αυτό τον αριθμό δεν οδήγησε πουθενά. Ούτε βέβαια έβγαλε πουθενά η έρευνα για το «ζευγάρι» του ψηλού και της κοπέλας. Οι δράστες της εκτέλεσης του Μάλλιου έμειναν για πάντα στο σκοτάδι.
Η δίκη των βασανιστών και η προκήρυξη της 17Ν
Για μια μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας η δολοφονία του Μάλλιου ήταν μια δίκαιη πράξη και αυτό γιατί έγινε λίγους μήνες μετά την, ουσιαστικά, αθώωσή του απο το δικαστήριο που δίκαζε τους βασανιστές της χούντας. Ο Μάλλιος δικάστηκε με τις κατηγορίες της κατάχρησης εξουσίας και ηθική αυτουργία σε κατάχρηση εξουσίας και καταδικάστηκε σε 10 μήνες φυλάκιση με δικαίωμα εξαγοράς της ποινής. Επιπλέον, αποτάχτηκε από την Ελληνική Αστυνομία.
Η απόφαση αυτή, σε συνδυασμό με την εριστική συμπεριφορά του στο δικαστήριο, έκανε πολλούς να κάνουν λόγο για ατιμωρισία.
«Αποφασίσαμε να εκτελέσουμε παραδειγματικά έναν από τους κύριους αρχιβασανιστές, τον πασίγνωστο Ευάγγελο Μάλλιο. Ο αστυνόμος Μάλλιος δεν ήταν κανένα τσιράκι που εκτελούσε διαταγές ανωτέρων. Μαζί με τους ομοίους του, Λάμπρου, Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη, ήσαν τα αφεντικά στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας και της Μεσογείων. Χιλιάδες αγωνιστές υπέφεραν στα χέρια τους», έγραφε η προκήρυξη της 17Ν.
Στην κηδεία του Μάλλιου έγιναν σοβαρά επεισόδια από νοσταλγούς της χούντας. Ανάμεσα στα άλλα ξυλοκοπήθηκαν και πέντε δημοσιογράφοι. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ακροδεξιούς και ο μετέπειτα αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, Νίκος Μιχαλολιάκος.
reader.gr