Η αστυνομική δράση του προσωπικού («ένστολου» κατά την έννοια του άρθρου 13 του ν. 4249/2014) της Αστυνομίας, διέπεται και από τις πρόσθετες θεμελιώδεις ειδικές αρχές της «διαρκούς ετοιμότητας» και της «διαρκούς διατεταγμένης υπηρεσίας»:
α. Της «διαρκούς ετοιμότητας» όλων των Υπηρεσιών και του προσωπικού του Υ.Δ.Τ., για την επιτέλεση του έργου ή της αποστολής της «πρόληψης» και της «καταστολής» (άρθρο 9 του ν.2800/2000,τώρα άρθρο 13 ν.4249/2014).
[custom:google-ads]
Ο όρος «διαρκής ετοιμότητα», που είναι αυτονόητη προϋπόθεση για τη λειτουργία των αστυνομικών Υπηρεσιών, σημαίνει την αδιάκοπη και συνεχή δυνατότητα αστυνομικής επέμβασης, σε όλη την ελληνική επικράτεια (εκτός αν βάσει ρητών διατάξεων αποκλείεται η αρμοδιότητα της Αστυνομίας) και ανεξάρτητα από χρονικό περιορισμό, δηλ. όλες τις ημέρες και όλες τις ώρες. Όπως εύστοχα παρατηρήθηκε : « Στις 168 ώρες, που έχει η εβδομάδα, μόνο 36 ώρες δουλεύει ο δημόσιος τομέας και τις υπόλοιπες ώρες δουλεύουν μόνο τα Αστυνομικά Τμήματα …» (Πρακτικά, 1328 – Κ. Σαψάλης).
Η «διαρκής ετοιμότητα» εκφράζει, κατ΄εξοχή, την αρχή της «συνέχειας» του Κράτους και της εξουσίας του, αλλά και την αρχή της «αυτοσυντήρησής» του.
β. Η αρχή της «διαρκούς ετοιμότητας» συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται από την αρχή της «διαρκούς διατεταγμένης υπηρεσίας». Πραγματικά, ο νόμος ορίζει τα εξής : «Το αστυνομικό προσωπικό, οι συνοριακοί φύλακες και ειδικοί φρουροί θεωρούνται ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή τους». Η διάταξη αυτή γεννά ορισμένους προβληματισμούς. Ειδικότερα, παρατηρούμε τα εξής :
(1) Θεσπίζει πλασματική υπηρεσιακή κατάσταση, διότι ορίζει ότι «θεωρείται» και έτσι εξομοιώνει την εκτός Υπηρεσίας δράση του προσωπικού με «διατεταγμένη υπηρεσία».
(2) Η εν λόγω πλασματική εξομοίωση αναφέρεται σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της ζωής του «προσωπικού» (δηλ. άσχετα αν βρίσκεται στο ωράριο εκτέλεσης των καθηκόντων του ή εκτός αυτού) και σε οποιοδήποτε τόπο (δηλ. άσχετα αν βρίσκεται στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ή εκτός αυτής).
(3) Η πλασματική εξομοίωση λαμβάνει χώρα κατά περίπτωση («σε κάθε περίπτωση») που καθίσταται «αναγκαία» η επέμβαση του «προσωπικού». Κατ΄ ακολουθία, δικαιολογείται, ως υποχρέωση και ως δικαίωμα επέμβασης, μόνο όταν είναι «αναγκαία», δηλ. απαραίτητη για την πρόληψη ή την καταστολή παράνομης ενέργειας ή παράλειψης.
Ασφαλώς, η «παρέμβαση» πρέπει να είναι «αναγκαία» στο πλαίσιο μόνο των υπηρεσιακών καθηκόντων του οργάνου ή και τούτων.
(4) Την ανάγκη, το χρονικό σημείο, τη διάρκεια και τον τρόπο της επέμβασης θα κρίνει και θα επιλέξει με προσωπική του ευθύνη το όργανο της Αστυνομίας. Με άλλες λέξεις, το όργανο που βρίσκεται εκτός Υπηρεσίας, θα αποφασίσει, με βάση τα πραγματικά γεγονότα της «κάθε περίπτωσης», αν είναι «αναγκαία» η επέμβασή του και σε καταφατική κρίση θα υπαγάγει «πλασματικά» («θεωρείται») τον εαυτό του στο καθεστώς της «διατεταγμένης υπηρεσίας», καίτοι στην πραγματικότητα βρίσκεται εκτός Υπηρεσίας και από κανένα τρίτο (αρμόδιο) έλαβε σχετική διαταγή για να επέμβει.
Εύστοχα είχαν επισημανθεί κατά τη συζήτηση του ν.1481/1984 στη Βουλή τα εξής :
«Το «θεωρείται», κύριε Πρόεδρε, είναι μία νομική κατασκευή και αρκετά ασαφής, και από την ασάφειά της εγκυμονούνται κάποιοι κίνδυνοι. Η κατασκευή αυτή προβλέπεται σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή του. ΄Εχω μία αντίρρηση για το «καθίσταται αναγκαία». Ερωτώ κατά την κρίση τίνος ; Του αστυνομικού ή κατά την κρίση της προϊσταμένης αρχής; Εάν μεν κατά την κρίση του αστυνομικού, υπάρχει ο κίνδυνος της αυθαιρεσίας. Εάν κατά την κρίση της προϊσταμένης αρχής, τότε δεν καθίσταται, αλλά αποφασίζεται σε διατεταγμένη υπηρεσία» (Πρακτικά, 1457 – Σ. Καλούδης).
Η διάταξη της πλασματικής εξομοίωσης, κατ΄ αρχή κρίνεται θετική. Η αξία της όμως θα αποδειχθεί, έμπρακτα, από την υλοποίησή της υποχρέωσης του «προσωπικού» της Αστυνομίας να ενεργεί «πάντοτε σύμφωνα με τους νόμους και τις εντολές της εκλεγμένης από το λαό Κυβέρνησης» ή αλλιώς να πραγματώνει τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της νομιμότητας. Η έκταση της ευθύνης που ανέθεσε ο νόμος στα όργανα της Αστυνομίας είναι τεράστια. ΄Ετσι, είναι απαραίτητη η επιείκεια των προϊσταμένων της, των πολιτών και τελικά του δικαστή.
(5) Τέλος, η «παρέμβαση» του οργάνου ως τελούντος, κατά πλάσμα του νόμου, σε «διατεταγμένη υπηρεσία» προϋποθέτει την προηγούμενη ή την ταυτόχρονη γνωστοποίηση ή δημοσιοποίηση της αστυνομικής του ιδιότητας.
Η πλασματική «διατεταγμένη υπηρεσία» των οργάνων της Αστυνομίας, συνεπάγεται, όσο χρόνο διαρκεί η «αναγκαία παρέμβαση» τις ακόλουθες νομικές συνέπειες :
α. Το όργανο υπέχει ποινική, πειθαρχική και αστική προσωπική (όπου ρητά καθιερώνεται) ευθύνη.
β. Οι διοικούμενοι υπέχουν ποινική ευθύνη, λ.χ. για απείθεια ή αντίσταση (άρθρα 169 και 167, Π.Κ.), αλλά και αστική (άρθρο 914 επ. Α.Κ.) απέναντι στο αστυνομικό όργανο και στο Κράτος.
γ. Τα όργανα άλλων δημόσιων Αρχών υπέχουν ποινική και πειθαρχική ευθύνη ιδίως όταν ρητά αρνηθούν ή αδρανήσουν να παράσχουν «συνδρομή».
δ. Το Κράτος υπέχει αστική ευθύνη απέναντι στους διοικούμενους οι οποίοι τυχόν υπέστησαν ζημία λόγω παράνομης πράξης ή παράλειψης, δηλ. λόγω της «παρέμβασης» του οργάνου. Διότι, η κατάσταση της πλασματικής «διατεταγμένης υπηρεσίας» σημαίνει ότι τα όργανα ενήργησαν «κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί» (άρθρο 105, Εισ. ΝΑΚ).
Εάν η συμμόρφωση του οργάνου που βρίσκεται εκτός υπηρεσίας γεννά ορισμένα προβλήματα, η άρνηση (ρητή ή σιωπηρή) του να συμμορφωθεί με το πρόσθετο και διαρκές καθήκον που επιβάλλει η πλασματική «διατεταγμένη υπηρεσία», γεννά ακόμη περισσότερα.
Κατ΄ ακολουθία, αν αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι το όργανο δεν εκτέλεσε το καθήκον του παρόλο ότι συνέτρεχαν σαφώς και αντικειμενικά όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις τότε στοιχειοθετείται αφενός πειθαρχική ευθύνη ή και ποινική ευθύνη (κυμαινόμενη από την παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 Π.Κ., μέχρι τα εγκλήματα παράλειψης κατά τα άρθρα 14, 288 και 307 Π.Κ.) και αφετέρου αστική ευθύνη του Κράτους απέναντι στους τρίτους. Διότι, η μη εκτέλεση του εν λόγω καθήκοντος συνιστά «παράνομη» παράλειψη του οργάνου. Ειδικότερα, η πειθαρχική ευθύνη μπορεί να εμφανισθεί, ενόψει της ενδεικτικής απαρίθμησης των πειθαρχικών «παραπτωμάτων», ως «κάθε παράβαση υποχρέωσης που απορρέει από τους νόμους …..» και «η βαριά παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος από πρόθεση» και «… γενικά η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων» σε συνδυασμό με τη γενική έννοια του όρου «πειθαρχικό παράπτωμα» (άρθρα 4, 10 παρ. ιγ΄, 11 περ. η΄, 13 περ. κα΄ π.δ.120/2008).