Απ: απόπειρα κλοπής ή διατάραξη οικιακής ειρήνης ?
Αν δεχτούμε ως πραγματικό περιστατικό τα όσα δήλωσε ο εισβολέας στον ιδιοκτήτη της οικίας, τότε η άποψη του NP είναι ορθή. Εγώ, με βάση τις αποχρώσες ενδείξεις, θα σχημάτιζα δικογραφία για το αδίκημα της απόπειρας κλοπής και τα υπόλοιπα ας τα κρίνει το δικαστήριο.
Απ: απόπειρα κλοπής ή διατάραξη οικιακής ειρήνης ?
Απαντώ με βάση τα δεδομένα. Δηλαδή ότι εισβολέας δεν έχει παραβιάσει κλειδαριά, δεν κινείται στο χώρο ψάχνοντας ή ψαχουλεύοντας αντικείμενα, δεν κατέχει διαρρηκτικά εργαλεία ή άλλα αντικείμενα που θα τον βοηθούσαν στο να κλέψει και ο χώρος δεν είναι αναστατωμένος, ώστε να συμπεράνουμε ότι αυτός είχε σκοπό να αφαιρέσει αντικείμενα.
Με τα όσα μας λέει ο dorkas δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής ή της απόπειρας κλοπής. Επίσης, γιατί να κατηγορηθεί ότι επιχείρησε να κλέψει και όχι να χτυπήσει κάποιον ή να βιάσει ή σε ακραία περίπτωση να τοποθετήσει βόμβα;
Απ: απόπειρα κλοπής ή διατάραξη οικιακής ειρήνης ?
[b]Σε ΚΑΘΕ περίπτωση η παράνομη είσοδος του δράστη σε ξένη οικία είναι άδικη και τιμωρείται από τον νόμο
[/b]
To έγκλημα της κλοπής όπως και αυτό της διατάραξης οικιακής ειρήνης είναι εγκλήματα σκοπού .
-334 ΠΚ -Διατάραξη οικιακής ειρήνης, διαπράττει όποιος εισέρχεται παράνομα ή παραμένει παρά τη θέληση του δικαιούχου στην κατοικία άλλου ή στο χώρο, που χρησιμοποιεί για την εργασία του ή σε άλλο κλειστό χώρο, που αυτός κατέχει.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το εν λόγω αδίκημα, μπορεί να τελεστεί με 2 τρόπους, είτε με παράνομη είσοδο σε κατοικία, είτε με παραμονή, χωρίς τη θέληση του ιδιοκτήτη.
Όταν υφίσταται παράνομη είσοδος δεν απαιτείται να υπάρξει ρητή ή σιωπηρή άρνηση του δικαιούχου ενώ όταν υπάρχει νόμιμη είσοδος αλλά εν συνεχεία παράνομη παραμονή απαιτείται ρητή άρνηση του δικαιούχου στην περαιτέρω παραμονή του δράστη.
-372 ΠΚ- Κλοπή διαπράττει. ‘όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα,
Σαφώς από την παράθεση των άρθρων προκύπτει ότι προστατεύουν διαφορετικά έννομα αγαθά , αυτό της περιουσιακής ιδιοκτησίας και αυτό του δικαιώματος της ιδιωτικής κατοικίας .
Σε καμία περίπτωση οι δύο αυτές πράξεις δεν γίνεται να συνυπάρχουν σε μια και αυτή ενέργεια εφόσον τα στοιχεία της υποκειμενικής τους υπόστασης επ’όυδενι ταυτίζονται , εφόσον σκοπός στο έγκλημα της κλοπής είναι η παράνομη αφαίρεση και ιδιοποίηση κινητού αντικειμένου ενω στην διατάραξη σκοπός είναι η αθέμιτη παρακώλυση της ειρηνικής διαβίωσης του ιδιοκτήτη .
Έτσι φυσικά ΔΕΝ γίνεται κανένας λόγος για συρροή εγκλημάτων είτε φαινομενική είτε αληθινή (94ΠΚ) .
-Σχετικό παράδειγμα η αυτοδικία σε σχέση με την φθορά ξένης ιδιοκτησίας όπου εχει κριθεί νομολογιακά ‘’καθιερούνται δύο διαφορετικά εγκλήματα, που δεν δύνανται να συνυπάρξουν εκ της αυτής ενεργείας γιατί αντιτίθενται μεταξύ των κατά το υποκειμενικό στοιχείο ( πρβλ ΑΠ 189/58 ) στρεφόμενα το μεν πρώτο κατά της ιδιοκτησίας, με προστατευόμενον αγαθόν την κυριότητα, το δε δεύτερο κατά της προσωπικής ελευθερίας με σκοπόν την ανατροπήν της διατάραξης της δημοσίας τάξεως από την αυθαίρετον ενέργεια του υπαιτίου’’… ‘’είναι δυνατό η ίδια πράξη που δεν τελέσθηκε με τους υποκειμενικούς όρους της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, να τελεσθεί με τους υποκειμενικούς όρους της αυτοδικίας, ώστε η αυτή αντικειμενική ενέργεια να μην αποτελεί στοιχείο του εγκλήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας , να περιέχει όμως εκδήλωση αυτοδύναμης ενέργειας αξιώσεων για δικαίωμα, το οποίο αυτός που ενεργεί πραγματικά έχει ή πιστεύει ότι έχει που προβλέπεται απ' το άρθρ. 331 του ΠΚ’’
-Επίσης η υπεξαγωγή εγγράφων σε σχέση με την κλοπή ‘’ Εφόσον στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης κατά το 375 Π.Κ που προστατεύει την ιδιοκτησία, δεν στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου γιατί το άρθρ.222 Π.Κ προστατεύει το έννομο αγαθό της έγγραφης απόδειξης και ο δόλος του δράστη συνίσταται στη βλάβη ή καταστροφή ή απόκρυψη του εγγράφου και απαντάται σκοπός, βλάβης άλλου (Ε.Α.358/95 Ο.Π.). Στην προκειμένη δε περίπτωση, η κατηγορουμένη δεν επιδίωκε τα παραπάνω (απόκρυψη, βλάβη, καταστροφή) αλλά την ιδιοποίησή τους, για να επιτύχει τους παρακάτω σκοπούς της’’ (ΑΠ 1144/1998)
Ετσι λοιπόν εφόσον κρίνουμε ότι σκοπός του δράστη της παράνομης εισόδου στην οικία ήταν η κλοπή θα σχηματίσουμε δικογραφία για απόπειρα κλοπής αφου σε καμία περίπτωση δεν βρισκόμαστε σε μη τιμωρητη προπαρασκευαστική ενέργεια αλλά έχουμε ήδη έναρξη της παράνομης πράξης και δη της εισόδου στην οικία προς διερεύνηση του χώρου, έστω και οπτικά.
Αν όμως πειστούμε από τα στοιχεία που έχουμε ότι σκοπός του δράστη ήταν να προσβάλει το αγαθό της ιδιωτικής οικίας του παθόντα αδιαφορώντας επιδεικτικά και προκλητικά για το άσυλο της πχ κάποιος τυφλωμένος από ερωτικό πάθος, σπάει την πόρτα και μπουκάρει στο σπίτι της πρώην του για να μιλήσουν, εφόσον αυτή δεν του ανοίγει ή ο ιδιοκτήτης ανοίγει σε έναν πλασιέ την πόρτα, αλλά δεν θέλει τελικά να αγοράσει και του λέει να φύγει, όμως εκείνος επιμένει και δεν το κουνάει ή τέλος ο απατημένος σύζυγος που σπάει την πόρτα της οικίας του εραστή της γυναίκας του και εισέρχεται εντός , προκειμένου να τους φωτογραφίσει την ώρα που βρίσκονται μαζί στο κρεβάτι. Τότε κ μονο θα σχηματίσουμε δικογραφία για διατάραξη οικιακής ειρήνης .
[b]Με τα στοιχεία που παρατίθενται στο ανωτέρω παράδειγμα προσωπικά θα χαρακτήριζα την πράξη ως απόπειρα κλοπής αφού δύσκολα αντέχει το βάσανο της λογικής ότι ο δράστης εισήλθε ΠΑΡΑΝΟΜΑ σε ξένη οικία ΑΠΛΑ ‘’για να πιει ένα ποτήρι νερό’’ …
[/b]
Τέλος όπως και να χαρακτηρίσουμε την εγκληματική πράξη δεν επιφέρει κανένα έννομο αποτέλεσμα αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τον ΚΠΔ εφόσον ο χαρακτηρισμός και η ποινική δίωξη ανήκει αποκλειστικά στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
[b]Άλλωστε μην ξεχνάμε και την γενική αρχή ‘’JURA NOVIT CURIΑ’’ σύμφωνα με την οποία ‘’Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΝΟΜΟ’’..
[/b]
[edit time=1379433336]srek[/edit]
Απ: απόπειρα κλοπής ή διατάραξη οικιακής ειρήνης ?
Σίγουρα ο Εισαγγελέας είναι αυτός που θα ασκήσει την ποινική δίωξη, εάν υπάρχει αδίκημα, αλλά στο ανωτέρω παράδειγμα δεν θεμελιώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής.
Τι πήγε να αφαιρέσει ο δράστης?
Η πόρτα της οικίας ήταν ανοιχτή και δεν την παραβίασε. Επίσης όταν ο εισβολέας εισήλθε, ο ιδιοκτήτης έβαλε αμέσως τις φωνές. Δεν έψαξε το χώρο της οικίας παρά μόνο ζήτησε νερό και μετά έφυγε.
Δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον άδικα και χωρίς αποδείξεις, στέλνοντας τον στο αυτόφωρο, μόνο με υπόνοιες π.χ. αφού μπήκε, τι άλλο θα έκανε? μπήκε για να κλέψει.
Και γιατί να κλέψει και όχι να κάνει κάτι άλλο?
Απ: απόπειρα κλοπής ή διατάραξη οικιακής ειρήνης ?
Όπως αρχικά ανέφερα προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η αξιόποινη πράξη της διατάραξης της οικιακής ειρήνης αρκεί και παράνομη είσοδος στην οικία .
Δεν νοείται ο δράστης να επικαλεστεί ότι δεν γνώριζε ότι απαγορεύεται η είσοδος σε ξένες οικίες , ακόμα κ αν οι πόρτα είναι ανασφάλιστη . Αυτό ακριβώς προσπαθεί να προστατεύσει ο νόμος , τον χώρο μέσα στον οποίο ο άνθρωπος είναι απόλυτος κυρίαρχος. Οτιδήποτε συμβαίνει μέσα στην κατοικία του κάθε ανθρώπου γίνεται μόνο γιατί το θέλει ο οικοδεσπότης. Επομένως ο νόμος θα πρέπει να προστατεύει την ειρήνευση του ατόμου μέσα στην κατοικία του από κάθε παράνομη προσβολή.
Τέλος οι περικλεισμένοι χώροι θεωρούνται και αυτοί προστατευόμενοι χώροι. Τέτοιοι χώροι νοούνται εκείνοι που ο κάτοχος τους έχει τοποθετήσει εμφανή εμπόδια (όπως πχ συρματοπλέγματα, φράχτη κλπ) για την ελεύθερη προσπέλαση σ’ αυτούς οποιουδήποτε τρίτου όπως το περιφραγμένο οικόπεδο , η νεοαναγειρόμενη αλλα περιφραγμένη οικοδομή του , το ανασφάλιστο αυτοκίνητο η αύλη της οικίας του κ.α . Χαρακτηριστικό γνώρισμα των χώρων αυτών είναι η τοποθέτηση
κάποιου ορόσημου που να δείχνει τη βούληση του κατόχου ότι ο συγκεκριμένος χώρος δεν είναι κοινόχρηστος.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για τη συντέλεση του εγκλήματος της
διατάραξης της οικιακής ειρήνης είναι οι εξής:
α)παράνομη είσοδος
Παράνομη είναι η είσοδος σε κάθε περίπτωση που υπάρχει αυθαίρετη εισβολή εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε κατοικία, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη θέληση του δικαιούχου, χωρίς δηλαδή την άδεια του προσώπου που έχει τη φυσική εξουσία επί του συγκεκριμένου χώρου. Η αντίθεση του δικαιούχου μπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή Ο χρόνος εισόδου δεν έχει σημασία, μπορεί να λάβει χώρα είτε μέρα είτε νύχτα.
β)παραμονή παρά τη θέληση του δικαιούχου σε κατοικία ή οποιοδήποτε άλλο χώρο από τους προστατευόμενους
Παραμονή παρά τη θέληση του δικαιούχου υφίσταται όταν ο δράστης εισήλθε νόμιμα στην κατοικία άλλου, πλήν όμως αρνείται να εγκαταλείψει την κατοικία. Στην περίπτωση αυτή ο νόμος απαιτεί μια πρόσκληση προς απομάκρυνση. Δεν απαιτούνται επανειλημμένες προσκλήσεις.
[b]Στην προκειμένη περίπτωση αν δεν σχηματίσεις δικογραφία ΕΣΤΩ για διατάραξη της οικιακής ειρήνης πολύ φοβάμαι τον κίνδυνο να εκτεθείς ανεπανόρθωτα.
[/b]
[b]Δηλαδή με απλά λόγια αποδέχεσαι ως μη παράνομη την πράξη της ξαφνικής και αναίτιας εισόδου κάποιου ΑΓΝΩΣΤΟΥ στην οικία σου , εστω κ από ανασφάλιστη πόρτα με την δικαιολογία ... οτι ήθελε να πιει νερό ....???
Επανέρχομαι κ δεν νομίζω ότι σκοπός του δράστη ήταν να αναστατώσει και να προσβάλει απλά το οικιακό άσυλο ΑΛΛΑ να αφαιρέσει οτιδήποτε βρεί εύκαιρο και να αποχωρίσει πλήν όμως τα σχέδια του ανετράπισαν στην θέα του ιδιοκτήτη της οικίας που ίσως έλπιζε ότι δεν θα αντικρίσει .
Όπως και να έχει προσωπικά μετα βεβαιότητας θα προέβαινα στην σύλληψη του δράστη , δικαίωμα που το έχει άλλωστε κ ο παθών που βρήκε τον δράστη εντός της οικίας του κ θα σχημάτιζα δικογραφία οδηγώντας τον δράστη στον εισαγγελέα κατά την αυτόφωρη διαδικασία.[/b]
Απ: απόπειρα κλοπής ή διατάραξη οικιακής ειρήνης ?
Ή θα δεχθείς ότι υπάρχει διατάραξη οικιακής ειρήνης ή απόπειρα κλοπής, ή απόπειρα οπουδήποτε άλλου αδικήματος!!!
Εάν υπάρχει διατάραξη οικιακής ειρήνης, αυτή διώκεται κατ΄έγκληση. Συνεπώς δεν μπορείς να κάνεις αυτεπάγγελτα δικογραφία, εάν προηγουμένως δεν υποβληθεί έγκληση απ' τον παθόντα, έστω και προφορικά.
Εάν υπάρχει απόπειρα κλοπής, σίγουρα θα πρέπει να συλληφθεί ο εισβολέας και να σχηματιστεί σε βάρος του δικογραφία, αφού πρόκειται για αδίκημα το οποίο διώκεται αυτεπαγγέλτως. Εγώ αυτό που λέω, είναι ότι με υπόνοιες δεν στοιχειοθετείται αδίκημα, αλλά πρέπει να υπάρχουν πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν προκύπτουν απ' το παράδειγμα του dorkas. Επίσης δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής, καθόσον δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε εάν και τι θα έκλεβε ο εισβολέας.
Επειδή υπάρχει για παρόμοιες περιπτώσεις ( διάρρηξη οχημάτων) γνωμοδότηση της ΓΑΔΑ η οποία έχει αποσταλεί σε όλα τα Τ/Α Αθηνών και επειδή στην προηγούμενη Υπηρεσία μου, συλλάβαμε άτομο για απόπειρα κλοπής, με μόνο στοιχείο, όπως στο ανωτέρω παράδειγμα, παράνομη είσοδο, αυτό που θα πω είναι ότι Αθωώθηκε Πανηγυρικά.
Δεν θα ασχοληθώ πιο πέρα.
Σκοπός του ιστότοπου, νομίζω ότι είναι να βοηθάμε τους συναδέλφους και όχι να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση για το ποιος έχει δίκιο.
Φιλικά, ελπίζω να βοήθησα.
Απ: απόπειρα κλοπής ή διατάραξη οικιακής ειρήνης ?
Δικαστήριο: ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Τόπος: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Αριθ. Απόφασης: 208
Ετος: 1987
________________________________________
Περίληψη
Κλοπή (372 ΠΚ) και απόπειρά της (42 παρ. 1 ΠΚ) -. Εννοια (της κατά κανόνα ατιμώρητης) προπαρασκευαστικής πράξης και διάκρισή της από την αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος. Την τελευταία θεμελιώνει πράξη, που, βάσει του εγκληματικού σχεδίου, οδηγεί, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, σε άμεση διακινδύνευση του εννόμου αγαθού. Πότε υπάρχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Διαφοροποιείται ο χαρακτηρισμός της απόπειρας κατά τον επίτροπο.
________________________________________
Κείμενο Απόφασης
Πρόταση Επιτρόπου:
Ο κατηγορούμενος καταγγέλθηκε ότι, περί ώρα 03.00' της 24.5.86, επιχείρησε να διαρρήξει την πόρτα του συνοδηγού του υπ' αριθ. ΝΑ .... ΙΧΦ αυτοκίνητο μάρκας "Μ." ιδιοκτησίας του Π.Λ., που ήταν σταθμευμένο στην οδό Φιλίππου της Θεσσαλονίκης,με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα και ότι δεν ολοκλήρωσε την πράξη του αυτή έγινε αντιληπτός από αστυνομικά όργανα του Ε'Α.Τ.Τ. Θεσσαλονίκης και συνελήφθη. Ειδικότερα - σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει ο κατηγορούμενος - εντοπίστηκε από αστυνομικά όργανα να επιχειρεί να διαρρήξει το ανωτέρω όχημα και όταν τον προσκάλεσαν τα τελευταία αυτός τράπηκε σε φυγή. Προκύπτει,ωστόσο, ότι η δραστηριότητα του κατηγορουμένου, κατά τη στιγμή του εντοπισμού του, όχι μόνο δεν είχε αρχίσει να τελεσφορεί,αλλά ούτε καν άρχισε να εκδηλώνεται. Και αυτό γιατί δεν βρέθηκε το παραμικρό ίχνος παραβιάσεως στην πόρτα ούτε και σ'άλλο μέρος του αυτοκινήτου. Το πρόβλημα που εδώ ανακύπτει είναι: Πρόκειται για απόπειρα κλοπής ή μήπως για προπαρασκευαστική πράξη κλοπής , η οποία βέβαια παραμένει ατιμώρητη;
Κατά το άρθρο 42 ΠΚ, απόπειρα είναι η πράξη η οποία επιχειρείται με δόλο τελέσεως ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού. Η διάκρισ μεταξύ προπαρασκευαστικών πράξεων και αρχής εκτελέσεως στην απόπειρα είναι ένα από τα δυσχερή προβλήματα του ποινικού δικαίου, για τα οποία η θεωρία δεν μπόρεσε να προσφέρει μια σαφή λύση που να ισχύει για όλες τις περιπτώσεις. Ετσι η πράξη είναι αναγκασμένη να κρίνει την κάθε περίπτωση ειδικά με βάση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (βλ. Ι. Γιαννίδη, παρατ.στην υπ' αριθ. 1223/84 ΠλημΘεσ, ΠοινΧρον ΛΕ' 520). Ως αρχή τελέσεως της πράξεως του εγκλήματος, κατά την εκδοχή που επικρατεί στη θεωρία και τη νομολογία, θεωρείται εκείνη με την οποία αρχίζει να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος καθώς και εκείνη η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια προς το έγκλημα, ώστε, κατά τη φυσική των πραγμάτων αντίληψη,να θεωρείται μέρος αυτής (βλ. Ν. Χωραφά, Ποινικόν
Δίκαιον,12978, σελ. 311, Η. Γάφου, Ποινικόν Δίκαιον, Γεν. Μέρος, τ.Β', 1975, τ. Γ', σελ. 333, Γ.-Α. Μαγκάκη, Ποιν.Δίκαιον, Παν.Παραδ., Γεν. Μέρος, 1978μ, σελ. 571, βλ. ακόμα Ι. Μανωλεδάκη,Γενική θεωρία του Ποινικού Δικαίου, Β2, 1979, σελ. 279 επ., ΑΠ 432/1971, ΠοινΧρον 1971.830, ΑΠ 1086/1983 ΠοινΧρον 1986.86).
Σε σχέση με τον προσδιορισμό της αρχής εκτελέσεως πάγια η νομολογία του ΑΠ δέχεται τον εξής ορισμό: "Πάσα ενέργεια του δράστου, ήτις, αποτελούσα τμήμα εν όλω ή εν μέρει της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, άγει αναμφισβητήτως εις την πραγμάτωσιν αυτού ή τελεί προς αυτήν εν τοιαύτη αναγκαία και αμέσω σχέσει συναφείας, ώστε, κατά την κοινήν αντίληψιν, θεωρείται ως τμήμα ταύτης εις ην αμέσως άγει, εάν δεν ήθελεν εξ οιουδήποτε λόγου ανακοπή" (ΑΠ 336/1979 ΠοινΧρον 1979.502, ΑΠ 1043/1980 ΠοινΧρον 1981.168, ΑΠ 1425/1981 ΠοινΧρον 1981.353, ΑΠ 1603/1981 ΠοινΧρον 1982.386). Η προσεκτική όμως έρευνα των πραγματικών γεγονότων, που έχουν υπαχθεί κατά περίπτωση στον εννοιολογικό αυτό κανόνα, οδηγεί στη διαπίστωση ότι, ενώ με τη συγκεκριμένη θέση της νομολογίας υιοθετείται η ουσιαστική αντικειμενική θεωρία, στην πράξη υπεισέρχονται υποκειμενικά στοιχεία, όπως η κοινή αντίληψη που μεταφράζεται στην αντίληψη των τρίτων με βάση το σχέδιο του δράστη, θέση που δεν εναρμονίζεται με το σύστημα αντικειμενικού αδίκου που ισχύει στη χώρα μας (βλ. Ι.Μανωλεδακη, ό.π., σελ. 309 επ., Μ. Καϊάφα, Η αρχή εκτελέσεως στο έγκλημα της κλοπής και η οριοθέτησή της από τη νομολογία,Αρμ 1984.241 επ.).
Ενόψει όλων αυτών είναι φανερό ότι, τόσο κατά την εκδοχή της αμιγούς αντικειμενικής θεωρίας όσο και με βάση το διαμορφωμένο πλαίσιο της ουσιαστικής αντικειμενικής θεωρίας, ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε απόπειρα κλοπής , γιατί δεν εξωτερίκευσε καμιά απολύτως ενέργεια που να κατατείνει στην απομάκρυνση του ξένου πράγματος από την κατοχή του ιδιοκτήτη του. Η όλη εγκληματική πρωτοβουλία του κατηγορουμένου εξαντλείται, τη στιγμή της συλλήψεώς του, σε μία προεργασία, η οποία όμως δεν εκδηλώθηκε ως πράξη στον εξωτερικό κόσμο και ειδικότερα στο υλικό αντικείμενο επί του οποίου επρόκειτο να επενεργήσει. Πράγματι, δεν βρέθηκε κανένα ίχνος παραβιάσεως του αυτοκινήτου, που προφανώς είχε κατά νου να αφαιρέσει, ούτε και κάποιο άλλο στοιχείο, από το οποίο να συνάγεται με ακρίβεια ότι ο δράστης είχε πλέον "στο χέρι του" ξένο πράγμα (όπως λ.χ. αν έμπαινε μέσα στο όχημα και ετοιμαζόταν να το θέσει σε κίνηση). Πρόκειται, λοιπόν, για προπαρασκευαστική πράξη κλοπής, η οποία είναι κατά νόμο ατιμώρητη. Θα πρέπει,επομένως, να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου για απόπειρα κλοπής πράγματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, γιατί τα γεγονότα που βεβαιώθηκαν δεν συνιστούν αξιόποινη πράξη (άρθρ.314 παρ. 1 ΣΠΚ).
Βούλευμα:
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ, απόπειρα είναι η μετά από απόφαση του δράστη προς εκτέλεση ορισμένου κακουργήματος ή
πλημμελήματος ενέργειά του προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που αποφάσισε, αλλά από οποιοδήποτε λόγο (είτε από την ίδια τη θέληση του δράστη,είτε από περιστατικά ανεξάρτητα της θελήσεώς του, είτε από τύχη) δεν έφθασε στην τελείωσή του (Μπουρόπουλος, 42 παρ. 1,ΑΠ 782/78 ΠοινΧρον ΚΗ' 814). Συστατικά, συνεπώς, στοιχεία της απόπειρας είναι: α) απόφαση προς εκτέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος, δηλ. δόλος τελέσεως του εγκλήματος, β) πράξη (ενέργεια) που περιέχει αρχή εκτελέσεως της πραγματώσεως αυτού και γ) μη πλήρης πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος (Μπουρόπουλος, 42 παρ. 1, Χωραφάς, έκδ. 9η, Επιμέλ.Κ. Σταμάτη, παρ. 83, σ. 311, Γ. Α. Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο,1979, σ. 403, 357, Καρανίκας, Α', σ. 149, ΑΠ 31/80 ΠοινΧρον Λ'403, ΑΠ 723/78 ΠοινΧρον ΚΗ' 773).
Τουναντίον, προπαρασκευαστική πράξη είναι εκείνη η
οποία,προηγούμενη χρονικώς, χρησιμεύει απλώς στο να καταστήσει δυνατή ή να διευκολύνει την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, όπως π.χ. η συλλογή πληροφοριών, η κατόπτευση του χώρου στον οποίο πρόκειται να τελεσθεί το έγκλημα, συνιστούν
προπαρασκευαστικές πράξεις (Χωραφάς, έκδ.9η, Επιμ. Κ. Σταμάτη, σελ. 313).
Ουσιώδες πρόβλημα αποτέλεσε ο καθορισμός επακριβώς της εννοίας του πιο πάνω β' στοιχείου της απόπειρας και συγκεκριμένα της αρχής εκτελέσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος,που πρέπει να οριοθετείται από τις μη τιμωρητές (κατά κανόνα πλην ειδικών διατάξεων) προπαρασκευαστικές πράξεις.
Οπως διδάσκεται από τη θεωρία, ο περιορισμός της πράξεως που περιέχει αρχή εκτελέσεως σε μόνη την πράξη, που συνιστά μέρος την αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν δύναται να γίνει δεκτός, καθ' όσον η ανωτέρω έννοια δεν καλύπτει και πράξεις οι οποίες δεν συμπίπτουν μεν προς την πράξη διά της οποίας πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση, πλην όμως δημιουργούν τις προϋποθέσεις αμέσου πραγματώσεώς της. Κατόπιν δε των ανωτέρω δημιουργείται δικαιολογημένα η ανάγκη διευρύνσεως της έννοιας της πράξεως που περιέχει αρχή εκτελέσεως και νοείται πλέον η πράξη η οποία, σύμφωνα με το εγκληματικό σχέδιο του δράστη, συνεπάγεται, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, άμεση διακινδύνευση του εννόμου αγαθού, το οποίο θα προσβαλλόταν αν το έγκλημα συπληρωνόταν (Α. Η. Κατσαντώνης, Ποιν. Δίκαιο, Γεν. Μέρος, 1973, σελ. 18 επ.).
[b]Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος σχεδίασε να αφαιρέσει και να ιδιοποιηθεί το υπ' αριθ. ΝΑ ... ΙΧΦ όχημα ιδιοκτησίας του ιδιώτη Λ.Π., πράγμα που προκύπτει από την πλήρη αδυναμία του να δικαιολογήσει την παρουσία του στον τόπο της συλλήψεώς του, για την ακρίβεια του οποίου εμφανίζεται αντιφατικός σε σύγκριση με τις καταθέσεις των αστυνομικών οργάνων, αλλά και από την αντίδρασή του να απομακρυνθεί τροχάδης, κατά τον πρώτο έλεγχό του από τα όργανα αυτά.Επίσης, κατ' αντικειμενική κρίση των γεγονότων, προκύπτει ότι ο ίδιος κατηγορούμενος επιχείρησε να διαρρήξει την πόρτα του συνοδηγού του παραπάνω οχήματος, με αντικείμενο που πέταξε κατά το χρόνο της νυκτερινής καταδιώξεώς του και το οποίο δεν βρέθηκε βέβαια, προφανώς λόγω του σκότους που επικρατούσε, της αποστάσεως και του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μέχρι την τελική σύλληψή του, πλην όμως η ύπαρξη του αντικειμένου αυτού πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη, όπως και η αποτελεσματικότητά του για την επίτευξη του σκοπού του δράστου, άσχετα αν δεν βρέθηκαν ίχνη διαρρήξεως στη θύρα του οχήματος, ίσως λόγω των ικανοτήτων του δράστου ή της λεπτής φύσεως του εργαλείου (βλ. μαρτ. καταθέσεις αστυφυλάκων Π.Κ.και Ρ.Κ.). Τέλος, είναι προφανές ότι ο δράστης θα ολοκλήρωνε την πράξη της κλοπής αν δεν επενέβαιναν τα αστυνομικά όργανα.[/b]
Εκτός των παραπάνω, πρέπει να τονισθεί ότι με το άρθρο 372 παρ. 1β ΠΚ θεσπίζεται μια απλά διακεκριμένη μορφή κλοπής και,σε περίπτωση που το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η κλοπή τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Το ζήτημα πότε υπάρχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία είναι πραγματικό και κρίνεται από το δικαστήριο. Ως αξία θεωρείται πάντοτε η αντικειμενική οικονομική αξία του πράγματος και αυτή θα πρέπει να είναι όχι μόνο μεγάλη αλλά και ιδιαίτερα μεγάλη.Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση πρόκειται για απόπειρα κλοπής αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, γιατί το αυτοκίνητο που επιχείρησε να αφαιρέσει ο κατηγορούμενος άξιζε ένα (1)εκατομμύριο δραχμές περίπου, ποσό που βάση τις καθημερινές συναλλάγές έχει μία ιδιαίτερα μεγάλη αξία (βλ. και υπ' αριθ.173/87 ΒουλΔιαρκΣτρΘεσ).
Ενόψει όλων αυτών, τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά καθιδρύουν, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του Συμβουλίου,αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για να στηριχθεί δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία κατά του
κατηγορουμένου για απόπειρα κλοπής αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 3 παρ. 1 ΣΠΚ, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1α και 2β, 42 παρ. 1, 372 παρ. 1 περ. β' ΠΚ και πρέπει να παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Διαρκούς Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, για να δικασθεί για την παραπάνω πράξη. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, πρόκειται περί προπαρασκευαστικής πράξεως της κλοπής, η οποία είναι ατιμώρητος.
________________________________________
Πρόεδρος: Ευθ. Κουτσουμάνος
Εισηγητές: Επίτροπος: Αδάμ Παπαδαμάκης
Μέλη: Δ. Ασδέρης, Γ. Μπέης
Λήμματα: Κλοπή και απόπειρά της
Απ: απόπειρα κλοπής ή διατάραξη οικιακής ειρήνης ?
Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 798
Ετος: 1987
________________________________________
Περίληψη
Εννοια κλοπής. Απόπειρα κλοπής και πότε υπάρχει αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος. Τέλεσε απόπειρα αναιρεσείων, που εισήλθε κρυφά στο σπίτι του εγκαλούντος, από όπου ήταν έτοιμος να αφαιρέσει το ποσό των 350.000 δρχ. και αποτράπηκε την τελευταία στιγμή λόγω της αιφνίδιας εισόδου στο σπίτι της συζύγου του εγκαλούντος.
________________________________________
Κείμενο Απόφασης
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 372παρ.1α του ΠΚ,,όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχι στον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλο πής απαιτείται η αφαίρεση με θετική ενέργεια από την κατοχή άλλου ξένου εξολοκλήρου ή μερικώς κινητού πράγματος με σκοπό την παράνομη ιδιοποιησή του.
Από δε τη διάταξη του άρθρου 42παρ.1 του ΠΚσυνάγεται ότι για την ύπαρξη απόπειρας απαιτείται πράξη η οποία επιχειρείται με το δόλο τέλεσης ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, σαν τέτοια δε πρέπει να θεωρηθεί κάθε ενέργεια του δράστη με την οποία αρχίζει να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η οποία αν δεν ήθελε από οποιοδή ποτε λόγο ανακοπεί οδηγεί αναμφισβήτητα στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας ώστε κατά κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής. Εξ άλλου έλλειψη της κατά τα άρθρα 93παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης που ιδρύει λόγον αναίρεσης κατά το άρθρο 51Οπαρ.1 περ. Δ του ίδιου Κώδικα υπάρχει όταν δεν περιέχονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά στα ο ποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσια στική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. 'Οπως δε προκύπτει από το άρθρο 510παρ.1 περ. Ε εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορε τική από εκείνη την οποία έχει αυτός πραγματικά. [b]Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό τηςπροσβαλλόμενης απόφασης το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, αναφέροντας και τα αποδεικτικά μέσα,δέχτηκε ότι την 5.1 1.1983 ο αναιρεσείων γνωρίζον τας ότι ο οικοδόμος Δ.Χ. στον οποίο εργαζόταν ως εργάτης είχεν αποσύρει από τις τραπεζικές καταθέ σεις του το ποσό των 350.000 δραχμών και ότι το χρηματικό αυτό ποσό φύλαγε σε κάποιο χώρο της οικίας του εισήλθε τις νυκτερινές ώρες (περίπου 22.30) της ημέρας εκείνης στην περιφραγμένη αυλή, (αφού πρώτα εξακρίβωσε ότι δεν υπήρχαν άνθρωποι μέσα στο σπίτι) έχοντας την πρόθεση να αφαιρέσει τα χρήματα που υπήρχαν στο σπίτι από την κατοχή του πιο πάνω ιδιοκτήμονα με το σκοπό της παράνομης ιδιοποίησής του. Στη συνέχεια δέχεται το Εφετείο ότι ο αναιρεσείων μπήκε στο αφοδευτήριο σε κάποιο χώρο του οποίου φύλαγε τα χρήματα ο Δ.Χ. ενω τότε ήλθε η σύζυγος του Δ.Χ. Γ. η οποία μόλις είδε τον κατηγορούμενος κάλεσε σε βοήθεια και έσπρωξε τον αναιρεσείοντα προς την οδόν και τον απέτρεψεν από την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστα σης της κλοπής, την οποία έτσι δεν τέλεσε ο κατηγορούμενος όχι από δικιά του θέληση αλλάαπό την εμφάνιση και αντίδραση της Γ.Χ. Η πράξη του αναιρεσείοντος δέχεται το Εφετείο περιέχει αρχήν εκτέλεσης της κλοπής που αποφάσισε να κάνει, εφόσον με αυτήν άρχισε να πραγματοποιείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής, αφού αυτή τελεί σε τέτοια συνάφεια και τέτοιο οργανικό σύνδεσμο προς την κλοπή, ώστε κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων μπορεί να θεωρη θεί ως ουσιαστικό μέρος της εγκληματικής δράσης του κατηγορουμένου, ο οποίος έχοντας την πρό θεση να διαπράξει το πλημμέλημα της κλοπής,μπήκε κρυφά στο οίκημα του Δ.Χ. και άρχισε να περιεργάζεται τους χώρους όπου νόμιζε ότι ήταν τα χρήματα τα οποία θα εύρισκε αν δεν αποτρεπόταν από την άφιξη της συζύγου του.[/b] Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο στη συνέχεια κή ρυξεν ένοχο το κατηγο ρούμενο για απόπειρα κλοπής. Ετσι όπως αποφάνθηκε το δικαστήριο που δίκασε και μ αυτά που ανέλεγκτα δέχτηκε περιέλαβε στην απόφασή του την ειδική και εμπερισταιτωμένη αιτιολογία που α παιτούν τα παραπάνω άρθρα 93παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αφού εκθέτει με πληρότητα, σα φήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική δια δικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απόπει ρας κλοπής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, και τους νομικούς συλλογισμούς με βάσει τους οποίους έγινεν η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσια στικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν μεταξύ των οποίων το άρθρο 42 του ΠΚ το οποίο ορθά ερμήνευσε. Είναι αβάσιμοι συνεπώς και πρέπει να απορριφθούν οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της κρι νόμενης αίτησης αναίρεσης κατά τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έκαμε ψευδή ερμηνεία του άρθρου 42παρ.1 του ΠΚ.
[b]Επειδή, με το τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά τον οποίο [u]εσφαλμένα δέχτηκε η προσβαλλό μενη απόφαση ότι είχε σκοπό ο αναιρεσείων μεταβαίνοντας στην ανοικτή αυλή της οικίας ή στο α νοικτό αφοδευτήριο να κλέψε[/u]ι, προσβάλλεται η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Η κρίση όμως αυτή του δικαστηρίου είναι κυριαρχική σύμφωνα με την αρχή της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνεται με το άρθρο 177 του ΚΠΔ και συνεπώς δεν ελέγχεται αναι ρετικά από τον 'Αρειο Πάγο[/b] και έτσι δεν δημιουργείται κανένας λόγος αναίρεσης της απόφασης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510παρ.1 του ΚΠΔ. Πρέπει λοιπόν να απορριφθεί ο αναιρετικός αυτός λόγος ως απαράδεκτος κατά το άρθρο 476παρ.1 του ΚΠΔ.
________________________________________
Πρόεδρος: Π. Θεωδορόπουλος
Εισηγητές: Γ. Παπαγεωργίου
[edit time=1379449259]srek[/edit]
Απ: απόπειρα κλοπής ή διατάραξη οικιακής ειρήνης ?
ΕΙΣΗΛΘΕ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΑΛΛΟΥ , ΑΡΘΡ.334&1 Π.Κ. ΔΙΩΚΟΜΕΝΟ ΚΑΤ΄ΕΓΚΛΗΣΗ , ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΕΝ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΛΟΠΗΣ . ΣΥΝΗΘΩΣ ΣΕ ΤΕΤΟΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΟΙ ΠΑΘΟΝΤΕΣ ΔΕΝ ΕΠΙΘΥΜΟΥΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΓΚΛΗΣΕΩΣ (100€ ΠΑΡΑΒΟΛΟ) ΚΑΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΝΤΟΣ.
Κανένα απ' τα δύο.
Εάν δεν έφευγε, θα ήταν διατάραξη οικιακής ειρήνης που διώκεται κατ' έγκληση.