Απ: Δικαίωμα καταγγέλοντος να ενημερωθεί για το αποτέλεσμα της κ
Συναδελφε ένας από τους λόγους μου εκανε μηνυση ενας δικομανής, ήταν και αυτός που δεν του απαντούσε τι ενεργειες ακριβως καναμε στην καταγγελία του.
Εγώ πάντα του απαντούσα, ότι προβήκαμε στις νόμιμες ενέργειες κατόπιν της καταγγελίας του (είτε τηλεφωνικής είτε έγγραφης) και σε δευτερη παράγραφο του συνιστούσα να απευθυνθεί στον εισαγγελέα για τα περαιτερω.
Παρόλη την ταλαιπωρία με ανωμοτί σε πταισματοδίκες, δικαιωθηκα! Μη σου λεω πολλά .. απλά πάτησα στο δεδομένο ότι ουδεποτε μου προσκόμισε στοιχεία που να δειχνουν εννομο συμφέρον απέναντι στον καταγγελλόμενο το οποιο σε συνδ. με το δεδομένο ότι η ποινική κατάσταση του ατόμου αποτελεί ευαίσθητο προσωπικο δεδομένο κλπ κλπ δεν του χορηγούσα τπτ....
Με το ιδιο αιτιολογικό το δεχθηκαν Εισαγγελέας Πρωτοδικών και εν συνεχεία Εισαγγελέας Εφετών ο οποίος ενέκρινε την προταση αρχειοθετησης της σε βάρος μου δικογραφίας.
Σε κουρασα...Αυτα!
Απ: Δικαίωμα καταγγέλοντος να ενημερωθεί για το αποτέλεσμα της κ
Όπως πολύ σωστά αναφέρθηκε ο καταγγέλλον , [b]εφόσον δεν έχει έννομο συμφέρον[/b] , δηλαδή δεν είναι ΑΜΕΣΑ παθών από την καταγγελλόμενη πράξη, ΔΕΝ δικαιούται να λάβει γνώση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας του .
Από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται ότι καθε πολίτης δικαιούται να εποπτεύει ή να κατευθύνει την αστυνομία στο έργο της.
Η αστυνομία έχει τόσο δικαστικά όσο και διοικητικά καθήκοντα ως όργανο της δικαστικής αλλά και της εκτελεστικής εξουσίας του αρ.26Σ με αποτέλεσμα να ελέγχεται από τον Εισαγγελέα αλλά και από την εκάστοτε πολιτική Αρχή.
Οπότε άμεσος προϊστάμενος σε περίπτωση οποιασδήποτε παρατυπίας είναι ο Εισαγγελέας αλλά και η Προϊστάμενη Υπηρεσία μας η οποία και είναι αρμόδια να ελέγξει την ορθότητα των ενεργειών μας.
Οι πολίτες δικαιούνται να κάνουν καταγγελίες είτε επώνυμα είτε ανώνυμα ενώ άλλες φορές υποχρεούνται να το πράξουν (232ΠΚ) και η αστυνομία προς εκπλήρωση της αποστολής της οφείλει να εξετάζει το αληθές αυτών και να ενεργεί τα δέοντα όπου κρίνεται απαραίτητο.
Σύμφωνα με την 1214/2000 απόφαση του ΣτΕ , ως εύλογο ενδιαφέρον για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης δεν νοείται το ενδιαφέρον κάθε πολίτη για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων της διοίκησης και την τήρηση των νόμων αλλά εκείνο το οποίο προκύπτει κατά τρόπο αντικειμενικό , από την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης προσωπικής έννομου σχέσεως συνδεόμενης με το περιεχόμενο των διοικητικών στοιχείων στα οποία ζητείται η πρόσβαση.
Η επίκληση έννομου συμφέροντος ή εύλογου ενδιαφέρον είναι προαπαιτούμενο της ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα.
Σε περίπτωση που η καταγγελία έχει θετικό αποτέλεσμα και σχηματισθεί ποινική δικογραφία η χορήγηση αντιγράφων διέπεται από τις αρχές του ΚΠΔ κ έτσι σε καμία περίπτωση δεν δικαιούται ο καταγγέλλων να λάβει αντίγραφα αυτής.
Εν συνεχεία ακολουθούν οι υπηρεσιακές ενέργειες όπως η σύνταξη του διαβιβαστικού προς τον Εισαγγελέα και η εγγραφή στο Β.Α.Σ ενω σε αρνητική περίπτωση αρκεί ΜΟΝΟ αναφορά της περιπολίας η του αστ/κου που ενέργεισε τον έλεγχο.
Η διαδικασία της χορήγησης των αντιγράφων του Β.Α.Σ όπως και των συνταχθέντων αναφορών σχετικά με το αποτέλεσμα του ελέγχου γίνεται βάσει των αρ 16 του Ν 1599/1986 και αρ 5 του Ν 2690/1999 οι οποίοι ισχύουν παράλληλα, αν και ρυθμίζουν το ίδιο αντικείμενο και δη την πρόσβαση του πολίτη στα δημόσια έγγραφα. Επίσης εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις των άρθρων 7 και 22 του Π.Δ. 75/1987 καθώς και καθώς και οι διατάξεις του Ν.2472/1997 για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με το αρ 5 του Ν 2472/1997 Προϋποθέσεις επεξεργασίας
[b]2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν:
ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών.[/b]
Άρα ο καταγγέλλων δικαιούται να λάβει αντίγραφο του Β.Α.Σ και των σχετικών αναφορών μας ΜΟΝΟ εφόσον προβάλλει έννομο συμφέρον ή έστω -επιβεβαιωμένα- εύλογο ενδιαφέρον εφόσον πρόκειται για δημόσιο έγγραφο.
[b]Σχετ Γν ΑΠ 1 /2005
[/b]Προκειμένου για «δημόσια έγγραφα», αρκεί η επίκληση και ύπαρξη «ευλόγου ενδιαφέροντος», για τα «ιδιωτικά έγγραφα» απαιτείται η επίκληση και ύπαρξη «ειδικού εννόμου συμφέροντος». Και στη μια και στην άλλη περίπτωση το ζήτημα θα κριθεί από τον υπεύθυνο και στη συγκεκριμένη περίπτωση από σας και τελικώς από τον αρμόδιο κατά τόπο Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Τόσον η ύπαρξη του «ευλόγου ενδιαφέροντος» ή του «ειδικού εννόμου συμφέροντος» και το ορισμένο ή ασαφές ή καταχρηστικό της σχετικής αίτησης, θα κρίνεται κάθε φορά από τον αρμόδιο υπεύθυνο κάθε δημόσιας υπηρεσίας. Σε περίπτωση άρνησης χορήγησης των αντιγράφων, ο αιτών έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, προκειμένου ο τελευταίος να ασκήσει το εκ του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 1756/1988 δικαίωμα. Η σχετική παραγγελία του Εισαγγελέα, έχει τον χαρακτήρα δικαστικής διάταξης και ως εκ τούτου πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να μην αποτελεί απλό διαβιβαστικό της σχετικής αίτησης, χωρίς την ρητή έκφραση γνώμης του συντάκτη της (βλ. Εγκύκλιο Εισ. ΑΠ 5/1998, Γνωμ. ΝΣΚ 94/2001). Εάν η Εισαγγελική παραγγελία φέρει αυτά τα χαρακτηριστικά, η δημόσια διοίκηση υποχρεούται να συμμορφωθεί, σε περίπτωση δε τυχόν άρνησης είναι ενδεχόμενο να αναζητηθούν ποινικές ευθύνες για απείθεια (αρθρ. 169 ΠΚ) ή παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ).
Τέλος έχει γίνει δεκτό ότι οι Εισαγγελικές παραγγελίες είναι δεσμευτικές για την υπηρεσία για τη χορήγηση αντιγράφων, έστω και αν στα τελευταία περιλαμβάνονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του Ν. 2472/1997, δεδομένου ότι κατά την προαναφερθείσα παράγραφο 3 του άρθρου 5 Ν. 2690/1999, το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα παύει να υφίσταται και στην περίπτωση, κατά την οποία παραβλάπτεται απόρρητο, τιθέμενο υπό ειδικών διατάξεων, όπως π.χ. το φορολογικό απόρρητο (αρθρ. 85 Ν. 2238/1994), ενώ τέτοιο απόρρητο δεν φαίνεται να τίθεται από τις διατάξεις του Ν. 2472/1997.[u] Άλλωστε ο Ν. 2690/1999 είναι μεταγενέστερος του Ν. 2472/1997 και επομένως αν ο νομοθέτης ήθελε να θεσπίσει απόρρητο ως προς την πρόσβαση στα έγγραφα, αμέσως συνδεόμενο με το αντικείμενο του Ν. 2472/1997, θα το όριζε ρητώς κατά τη θέσπιση του Ν. 2690/1999 (βλ. Γν. ΝΣΚ 94/2001). [/u]
[u][b](Βλέπουμε ότι αμφισβητείται η εφαρμογή του Ν.2472/1997 κατά την εφαρμογή του Ν 2960/1999 δηλαδή δεν εξετάζεται αν τα χορηγούμενα έγγραφα περιέχουν προσωπικα δεδομένα εφόσον ο αιτών έχει εννομο συμφέρον !![/u]!)
[/b]
Προσοχή όμως πρέπει να δοθεί και στην διατύπωση της καταγγελίας, καθώς αν ο πολίτης αιτηθεί να ενημερωθεί [b]ΑΠΛΑ και ΜΟΝΟ[/b] αν κατέχει κάποιος οικοδομική άδεια ή άδεια λειτουργίας κατ/τος ,χωρίς να ερωτά περαιτέρω για τις αστυνομικές ενέργειες μας , οφείλουμε να του απαντήσουμε αν κατέχει τέτοια άδεια ή όχι και να τον παραπέμψουμε στην υπηρεσία έκδοσης της άδειας ώστε να λάβει αντίγραφο αυτής [b]ΧΩΡΙΣ [/b]όμως να τον ενημερώσουμε αν υποβάλλαμε μήνυση .(ΔΙΣΚΠΟ/Φ.16/14032/28-7-2005 και ΔΙΣΚΠΟ/Φ.16/171705/12-10-2005)
[b]Αν παράτυπα χορηγήσουμε αντίγραφα η παράβαση στοιχειοθετείται βάσει του 251 ΠΚ ‘’Παραβίαση Υπηρεσιακού απορρήτου’’ σε συρροή με τον Ν. 2472/1997 (η παράβαση καθήκοντος συρρέει φαινομενικά κατ'ιδέαν).
Για να στηριχτεί παράβαση καθήκοντος (259ΠΚ), πρέπει με την πράξη της άρνησης μας να έχουμε πρόθεση να βλάψουμε τον καταγγέλλοντα , ο οποίος όμως έχει έννομο συμφέρον, με σκοπό να προσπορίσουμε παράνομα όφελος στον καθ’ου η καταγγελία.
Σε περίπτωση άρνησης χορήγησης αντιγράφων σε καταγγέλλοντα ο οποίος δεν έχει έννομο συμφέρον ουδεμία ποινική παράβαση στοιχειοθετείται σε βάρος μας εφόσον ενεργούμε τα νόμιμα.[/b]
Σε καθε περίπτωση όμως του απαντας -εγγραφως- , εντος 20 ημερών, οτι δεν δυναται να του χορηγηθουν τα αιτούμενα στοιχεία.(2690/99 αρ 5. διοικητικος Κωδικας κ αρ 10 του Συνταγματος.)
[b]Τέλος σε περιπτωση οποιασδηποτε αμφιβολιας αρμοδια υπηρεσια ειναι η ιεραρχικα προ'ι'σταμενη υπηρεσια στην οποια υποβαλλεται σχετικη αιτηση μαζι με την γνωμη της υπηρεσιας οπου δεχτηκε το αιτημα .
Η προισταμενη υπηρεσια λαμβανει την τελικη αποφαση (αρθ 7 παρ 6 ΠΔ 75/1987)[/b]
[edit time=1374688889]SREK[/edit]
Πιστεύω ότι μόνο εαν έχει ο καταγγέλων παραγγελία από τον Εισαγγελέα (κρίνοντας αυτός ότι έχει έννομο συμφέρον ) απαντούμε για τις ακριβείς παραβάσεις που διαπράττει ο άλλος. Εαν προσκομίσει μόνο την καταγγελία του τότε απαντούμε πιο γενικά όπως π.χ. θα ελεχθουν τα καταγγελόμενα κ εαν διαπιστωθούν παραβάσεις θα βεβαιωθούν κ θα υποβληθούν αρμοδίως κτλ.