Ένα (εκ των αρκετών… ) νομικών θεμάτων για το οποίο υπάρχει διχογνωμία περί της ορθής εφαρμογής του νόμου είναι αυτή της διάταξης του άρθρου 211 εδάφ α' του Κ.Π.Δ., '’[u]Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α') όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση ...[/u] ‘’ και συγκεκριμένα τα τελευταία έτη μετά από την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων Εφετείων (δευτεροβάθμιων δικαστηρίων) έχει επικρατήσει η άποψη ότι ο συλλαβών αστυνομικός [b]ΔΕΝ [/b]μπορεί να εξεταστεί ως μάρτυρας στο ακροατήριο με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας – με ότι αυτό συνεπάγεται- καθώς σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές η ενέργεια της [b]ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ [/b]της έκθεσης σύλληψης συνιστά [b]ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗ [/b][b]ΠΡΑΞΗ [/b](βλ ΤρΕφΚακΠειρ 119-123/04 και ΤρΕφΠλημΚερκ 455/06 όπου δεν επιτρέπει την εξέταση ως μάρτυρα του, συλλαβόντος τους κατηγορουμένους, αστυνομικού ).
Η νομολογία όμως ,όπως αυτή διαμορφώνεται από αμετάκλητες αποφάσεις , δηλαδή από αποφάσεις όπου δεν ασκούνται ένδικα μέσα , και δη από αποφάσεις του ανωτάτου ακυρωτικού της χώρας δηλαδή του Αρείου Πάγου έκρινε (πολύ ορθά!) με μεταγενέστερες αμετάκλητες αποφάσεις το ακριβώς αντίθετο δηλαδή ότι[b] η ΥΠΟΓΡΑΦΗ της έκθεσης σύλληψης ΔΕΝ συνιστά ανακριτική πράξη.(βλ.828/2008ΑΠ , 589/2008ΑΠ).[/b]
Οι αστυνομικοί ως ανακριτικοί υπάλληλοι – όργανα της δικαστικής εξουσίας- οφείλουν να γνωρίζουν το νόμο, όπως αυτός διαμορφώνεται μέσα από την νομολογία, ώστε να δείξουν ότι πραγματικά ακολουθούν την εξέλιξη της νομικής επιστήμης και προσφέρουν πραγματικά στην κοινωνία δίχως να παραμένουν στάσιμοι, ακλουθώντας ως άβουλα όντα υποδείξεις προσώπων που επιβουλεύονται την άγνοια τους προκειμένου να διευρύνουν την οικονομική τους ανέλιξη.
Ως εκ τούτου προκείμενου διασαφηνιστεί το θέμα και επικρατήσει μια κοινή αντιμετώπιση του θέματος θεωρώ ενδεδειγμένο να παραθέσω αυτούσιες και εν περιλήψη τις εν λόγω αποφάσεις επισημαίνοντας ότι πραγματικά αξίζει τον κόπο κάποιος να μελετήσει τις κατωτέρω παρατιθέμενες αποφάσεις ώστε να του λυθούν οι όποιες αμφιβολίες ,άλλα επίσης και για να κατανοήσει την αξιοσέβαστη νομική σκέψη ανωτάτων δικαστικών…
Δικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Τόπος: ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης: 828
Ετος: 2008
Περίληψη
Σύλληψη - Παράδοση ναρκωτικών - Μάρτυρας - Αιτιολογία - Ελαφρυντικά προτέρου εντίμου και μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς - Ισχυρισμός αυτοτελής -. Αναιρείται εν μέρει, λόγω μη αιτιολογημένης απόρριψης αυτοτελών ισχυρισμών. [b]Μόνη η σύλληψη του κατηγορουμένου και η παράδοση ναρκωτικών ουσιών από τον μάρτυρα δεν συνιστούν άσκηση ανακριτικών καθηκόντων, οπότε η εξέταση αυτού στο ακροατήριο δεν ιδρύει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας [/b](Contra ΑΠ 101/06 ΝοΒ 54/1128 με σημείωμα Σ.ΧΟΥΡΣΟΓΛΟΥ, ΤρΕφΚακΠειρ 119-123/04 ΠοινΔικ 2004/679 και ΤρΕφΠλημΚερκ 455/06 ΝοΒ 55/453). Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, ως προς την απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως, σε αυτόν, των ελαφρυντικών του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μεταμελείας, απαιτείται να εκτίθενται αρνητικά περιστατικά που να δικαιολογούν τη μη συνδρομή, στο πρόσωπο του αιτούντος, των ως άνω ελαφρυντικών (βλ. και ΑΠ 2373/07 ΝοΒ 56/1623, ΑΠ 1079/06 ΠΧρ ΝΖ/407, ΑΠ 749/06 ΠΧρ ΝΖ/157, ΑΠ 1600/02 και ΑΠ 1569/02, ΠΧρ ΝΓ/556 και 540, αντιστοίχως, και ΑΠ 604/00 ΠΧρ ΝΑ/16).
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 828/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό-Εισηγητή, Βιολέτα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1.Χ1 και ήδη κρατούμενου στην Κλειστή Φυλακή Τρικάλων και 2. Χ2 και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Δομοκού, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Βουλγαράκη, για αναίρεση της 3074/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 20 Δεκεμβρίου 2006 και 28 Μαρτίου 2007 δύο αιτήσεις του πρώτου αναιρεσείοντος και στην από 28 Μαρτίου 2007 αίτηση του δευτέρου αναιρεσείοντος, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 611/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α) Ως προς τις αιτήσεις αναίρεσης του Χ1
Κατά της υπ' αριθμ. 3074/20-12-2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο καθαρογραφής την 9-3-2007 ασκήθηκαν από τον ως άνω αναιρεσείοντα οι από 20-12-2006 και 28-3-2007 δύο αιτήσεις αναιρέσεως με δήλωσή του η πρώτη στο Διευθυντή Φυλακών Κορυδαλλού όπου κρατείται και η δεύτερη που επιδόθηκε στις 29-3-2007 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Οι ανωτέρω αναιρέσεις ασκούνται παραδεκτώς εντός της νόμιμης προθεσμίας, ειδικά δε η μεταγενέστερη εφόσον δεν έχει κριθεί η προηγούμενη κατά της ίδιας αποφάσεως θεωρείται ως συμπληρωματική της πρώτης και πρέπει να συνεκδικασθούν.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 ΚΠοινΔ). Στην προκειμένη περίπτωση με την από 20 Δεκεμβρίου 2006 δήλωση του αναιρεσείοντος για την οποία συντάχθηκε η σχετική έκθεση πλήττεται η 3074/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 20 ετών και 6 μηνών και χρηματική ποινή 1000 ευρώ για κατοχή από κοινού ναρκωτικών ουσιών και παράνομη κατοχή όπλου και πυρομαχικών, όπως κατά λέξη δηλώνει "για τους παρακάτω λόγους που αναφέρει". Η κατά τον ανωτέρω τρόπο διατυπωθείσα δήλωση δεν περιλαμβάνει σαφή και ωρισμένο λόγο αναίρεσης και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πρέπει η αίτηση αυτή αναίρεσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ ΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρείται, μεταξύ άλλων ότι "ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πράξεις του" (περ.ε). Στην περίπτωση αυτή, πρέπει, να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση των πράξεων. Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και το πιο πάνω αίτημα για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνεται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, αν ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι σαφής και ορισμένος και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 3074/2006 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τις πράξεις κατοχής από κοινού ναρκωτικών ουσιών και παράνομης κατοχής όπλου και πυρομαχικών, δια του πληρεξουσίου του Δικηγόρου ζήτησε προφορικά την επιείκεια του δικαστηρίου και την αναγνώριση πλην άλλων της ελαφρυντικής περιστάσεως ''της καλής συμπεριφοράς''. Ο ισχυρισμός αυτός όπως αναπτύχθηκε, είναι αόριστος, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο σχετικά διάστημα μετά την πράξη του και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο να απαντήσει αιτιολογημένα. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης του εν λόγω αναιρεσείοντος, από το άρθρο 510 παρ 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, που αναφέρεται στην πλημμέλεια της απόρριψης χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του ισχυρισμού για αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού είναι αβάσιμος.
[u]Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδάφ α' του Κ.Π.Δ., ''Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α') όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση ...''Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται, η ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή προανάκρισης. Η από τη διάταξη αυτή απαγγελομένη ακυρότης είναι μεν σχετική, εν τούτοις εκ του ότι δύναται αυτή να προταθεί, κατ'άρθρο 173 παρ.1 σε συνδ. προς άρθρ. 174 παρ.1, μέχρις ότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό και συνεπώς εκ του ότι δύναται να προταθεί για πρώτη φορά κατ'έφεση (όχι όμως και ενώπιον του Αρείου Πάγου) συνάγεται ότι η ακυρότης υφίσταται, καλυπτομένη μόνον εάν δεν επροτάθη, κατά τα ανωτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό- που περιλαμβάνεται σε έγγραφο, το οποίο καταχωρήθηκε στα πρακτικά και τον οποίο ανέπτυξε και προφορικώς- περί μη εξετάσεως και μη αναγνώσεως της προανακριτικής και επ' ακροατηρίω στον πρώτο βαθμό καταθέσεως κατ'άρθρο 211 ΚΠΔ, του μάρτυρα Μ1, αστυνομικού, γιατί αυτός είχε εκτελέσει προανακριτικά καθήκοντα και ειδικότερα είχε προβεί στην σύλληψη του αναιρεσείοντος και στην παράδοση των αναφερομένων στην από 19.01.2004 έκθεση ναρκωτικών. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε τον ως άνω, παραδεκτώς, προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του εν λόγω αναιρεσείοντος με την αιτιολογία, ότι "όπως προκύπτει από την από 19.01.2004 έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως ναρκωτικών τα αναφερόμενα σε αυτή γεγονότα έλαβαν χώρα ενώπιον του Υπαστ β' Μ4 ., παρουσία του Υπαστ. Β'Μ3 που προσλήφθηκε ως β' ανακριτικός υπάλληλος, και ενώπιόν τους εμφανίστηκε ο Υπαστ. Β' Μ1 και τους παρέδωσε τα αναφερόμενα στις εκθέσεις αυτές πράγματα. Επίσης, όπως προκύπτει από την από 19.01.2004 έκθεση συλλήψεως του κατηγορουμένου, ο εν λόγω κατηγορούμενος οδηγήθηκε ενώπιον του Αρχ. Μ2 και του προσληφθέντος ως β' αν/κού υπαλλήλου, Ανθ/μου Μ5, ενώπιον των οποίων συνετάγη η άνω έκθεση και ότι ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε στους ως άνω προανακριτικούς υπαλλήλους από τον Υ/Β' Μ1 που τον συνέλαβε. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο άνω μάρτυρας δεν έλαβε μέρος στην άνω υπόθεση ως προανακριτικός υπάλληλος ώστε κατ' άρθρο 211 περ α' ΚΠΔ να μη εξετάζεται ως μάρτυρας στο ακροατήριο".
Με αυτά, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 Β σε συνδ. με τα άρθρα 173 παρ.1 και 174 παρ.1 ΚΠΔ γιατί [b]μόνη η σύλληψη του κατηγορουμένου και η παράδοση των ναρκωτικών ουσιών από τον μάρτυρα δεν συνιστούν άσκηση ανακριτικών καθηκόντων[/b] και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως είναι [b]αβάσιμα[/b]. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 παρ. 1 εδ. δ' του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι την έλλειψη ακροάσεως του εισαγγελέα δεν δικαιούται να προτείνει ο κατηγορούμενος ως λόγον αναιρέσεως. Επομένως ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα και ως προς την πράξη της παράνομης κατοχής όπλου, χωρίς προηγουμένως να προτείνει επί της πράξεως αυτής ο Εισαγγελέας, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Β) Ως προς την αίτηση αναίρεσης του Χ2 Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδάφ α' του Κ.Π.Δ., ''Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α') όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση ...''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται, η ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή προανάκρισης[/u]. Η από τη διάταξη αυτή απαγγελομένη ακυρότης είναι μεν σχετική, εν τούτοις εκ του ότι δύναται αυτή να προταθεί, κατ'άρθρο 173 παρ.1 σε συνδ. προς άρθρ. 174 παρ.1, μέχρις ότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό και συνεπώς εκ του ότι δύναται να προταθεί για πρώτη φορά κατ'έφεση (όχι όμως και ενώπιον του Αρείου Πάγου) συνάγεται ότι η ακυρότης υφίσταται, καλυπτομένη μόνον εάν δεν επροτάθη, κατά τα ανωτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό- που περιλαμβάνεται σε έγγραφο, το οποίο καταχωρήθηκε στα πρακτικά και τον οποίο ανέπτυξε και προφορικώς- περί μη εξετάσεως και μη αναγνώσεως της προανακριτικής και επ' ακροατηρίω στον πρώτο βαθμό καταθέσεως κατ'άρθρο 211 ΚΠΔ, του μάρτυρα Μ1 αστυνομικού, γιατί αυτός είχε εκτελέσει προανακριτικά καθήκοντα και ειδικότερα είχε προβεί στην σύλληψη του αναιρεσείοντος και στην παράδοση των αναφερομένων στην από 19.01.2004 έκθεση ναρκωτικών. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε τον ως άνω, παραδεκτώς, προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του εν λόγω αναιρεσείοντος με την αιτιολογία, ότι [u]"όπως προκύπτει από την από 19.01.2004 έκθεση παραδόσεως και κατασχέσεως ναρκωτικών τα αναφερόμενα σε αυτή γεγονότα έλαβαν χώρα ενώπιον του Υπαστ β' Μ4 ., παρουσία του Υπαστ. Β' Μ3 που προσλήφθηκε ως β' ανακριτικός υπάλληλος, και ενώπιόν τους εμφανίστηκε ο Υπαστ. Β' Μ1 και τους παρέδωσε τα αναφερόμενα στις εκθέσεις αυτές πράγματα. Επίσης, όπως προκύπτει από την από 19.01.2004 έκθεση συλλήψεως του κατηγορουμένου, ο εν λόγω κατηγορούμενος οδηγήθηκε ενώπιον του Αρχ. Μ2 και του προσληφθέντος ως β' αν/κού υπαλλήλου, Ανθ/μου Μ5 ενώπιον των οποίων συνετάγη η άνω έκθεση και ότι ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε στους ως άνω προανακριτικούς υπαλλήλους από τον Υ/Β' Μ1 που τον συνέλαβε. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο άνω μάρτυρας δεν έλαβε μέρος στην άνω υπόθεση ως προανακριτικός υπάλληλος ώστε κατ' άρθρο 211 περ α' ΚΠΔ να μη εξετάζεται ως μάρτυρας στο ακροατήριο"[/u].
Με αυτά, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 Β σε συνδ. με τα άρθρα 173 παρ.1 και 174 παρ.1 ΚΠΔ γιατί μόνη η σύλληψη του κατηγορουμένου και η παράδοση των ναρκωτικών ουσιών από τον μάρτυρα δεν συνιστούν άσκηση ανακριτικών καθηκόντων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, α) "το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή" (περ.α), και β) "το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του" (περ. δ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών ο αναιρεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε για τη πράξη της κατοχής από κοινού ναρκωτικών ουσιών, κατέθεσε εγγράφως τους πιο κάτω ισχυρισμούς για την αναγνώριση σ' αυτόν ελαφρυντικών περιστάσεων, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικώς: "Στον κατηγορούμενο θα πρέπει να γίνουν δεκτά τα παρακάτω ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2α, 2δ Π.Κ. Α) το ότι έζησε έως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Αυτό διότι βαρύνεται με ήσσονος ποινικής απαξίας παραβάσεις του ΚΟΚ, ενώ κατά το χρόνο της σύλληψής του εργαζόταν ως παλιατζής, από την εργασία του αυτή εξοικονομούσε κάποια χρήματα για την κάλυψη των αναγκών του ιδίου και του άρρωστου πατέρα του . Β) "το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του" (περ. δ) και τούτο διότι δεν δίστασε αποδεχόμενος την πράξη του, στο μέτρο της ευθύνης του, να κατονομάσει το πρόσωπο που του είχε παραδώσει τα ναρκωτικά, και ο ίδιος συνειδητοποιώντας από την πρώτη στιγμή το μέγεθος του σφάλματος που διέπραξε και την απαξία των πράξεών του, μετανοεί συντετριμμένος και αφίεται στην κρίση της ανθρώπινης δικαιοσύνης, αναφέροντας στην προανακριτική του απολογία "μετάνιωσα και ζητώ συγνώμη". Τους πιο πάνω ισχυρισμούς το Δικαστήριο της ουσίας τούς απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την εξής αιτιολογία: Κατόπιν αυτών πρέπει...... "και να απορριφθεί το αίτημά του για χορήγηση ελαφρυντικών του ΠΚ 84 παρ. 2 εδαφ.α' και δ'". Σε σχέση με τους ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος που ήταν σαφείς και ωρισμένοι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε σ' αυτήν την απαιτουμένη ειδική αιτιολογία, ενόψει του ότι δεν εκθέτει αρνητικά περιστατικά που να δικαιολογούν την μη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των εν λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων.
Συνεπώς ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων αναιτιολόγητα, είναι βάσιμος.
Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνον όσον αφορά την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών περί συνδρομής στο πρόσωπό του αναιρεσείοντος των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α και δ' ΠΚ. και όχι ως προς την περί ενοχής διάταξη, ως και προς την περί ποινής διάταξη και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (ΚΠΔ 519).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
[u][b]
Απορρίπτει τις από 20-12-2006 και 28-3-2007 αιτήσεις του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3074/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220 ) ευ[/u]ρώ.[/b]
Αναιρεί εν μέρει την 3074/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος Χ2 περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μετάνοιας, καθώς και ως προς την περί ποινής διάταξη της απόφασης αυτής.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά το ως άνω μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 28-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ2.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
===============================================================================================================
Α.Π. 589/7-3-2008
Μη εξέταση στο ακροατήριο με ποινή σχετικής ακυρότητος της διαδικασίας ως μαρτύρων μεταξύ άλλων και όσων άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα στην ίδια υπόθεση. [b]Δεν είναι ανακριτική πράξη η ενεργούμενη από κάποιον απλό αστυφύλακα, ο οποίος δεν είναι προανακριτικός υπάλληλος, σύλληψη και προσαγωγή κάποιου στο Αστυνομικό Τμήμα, αφού για την ενέργειά του αυτή αυτός δεν προβαίνει στη σύνταξη σχετικής ανακριτικής πράξης προς βεβαίωσή της, η οποία συντάσσεται στη συνέχεια, από το αρμόδιο να προβεί στη σύνταξη αυτής προανακριτικό υπάλληλο[/b]
Από τη διάταξη του άρθρου 211α του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι με ποινή ακυρότητας (σχετικής) της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο μεταξύ των άλλων και όσοι άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα στην ίδια υπόθεση. Ως ανακριτικά καθήκοντα νοούνται οι ανακριτικές πράξεις που ενεργούνται από ανακριτικό υπάλληλο προς βεβαίωση του εγκλήματος και της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου. Δεν είναι δε ανακριτική πράξη η ενεργούμενη από κάποιον απλό αστυφύλακα, ο οποίος δεν είναι προανακριτικός υπάλληλος, σύλληψη και προσαγωγή κάποιου στο Αστυνομικό Τμήμα, αφού για την ενέργειά του αυτή αυτός δεν προβαίνει στη σύνταξη σχετικής ανακριτικής πράξης προς βεβαίωσή της, η οποία συντάσσεται στη συνέχεια, από το αρμόδιο να προβεί στη σύνταξη αυτής προανακριτικό υπάλληλο (ΑΠ 721/2005 Π.Χρ. Ν.Ε. 1013). Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι κατά την εμφάνιση στο ακροατήριο για εξέταση του κληθέντος μάρτυρα Αστυφύλακα Γ1, και πριν από την έναρξη της εξέτασής του, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, υπέβαλε τον ισχυρισμό (ένσταση) ότι "εναντιώνεται στην εξέταση του μάρτυρα για το λόγο ότι έχει ασκήσει κατ' άρθ. 211 του ΚΠΔ στην υπόθεση προανακριτικά καθήκοντα, καθόσον αυτός ενέργησε τη σύλληψη του κατηγορουμένου του". [b]Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση ο παραπάνω μάρτυρας αστυφύλακας Γ1, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία ......... έκθεση συλλήψεως που συνέταξε ο Ανθ/μιος ........... με την παρουσία του Αστ/μου Α' ........, συνέλαβε μαζί με άλλους αστυνομικούς στις 2-10-2000 τον κατηγορούμενο, καθώς και το συγκατηγορούμενό του Χ2 και τους οδήγησε στο Τμήμα Ασφαλείας Χαλκίδας για παράβαση σχετική με την πράξη, η οποία αποδίδεται σ'αυτόν[u], χωρίς να προβεί αυτός στην ενέργεια σχετικής ανακριτικής πράξης ή να συμμετάσχει στη σύνταξη έκθεσης, αφού μάλιστα δεν είχε και τέτοιο δικαίωμα. Επομένως αυτός δεν άσκησε ανακριτικά καθήκοντα στην υπόθεση για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος και συνεπώς δεν υπάρχει κώλυμα να εξετασθεί αυτός ως μάρτυρας στο Δικαστήριο αυτό[/u]". ΄Ετσι που έκρινε το Εφετείο, και αφού απέρριψε την ένσταση του συνηγόρου του κατηγορουμένου, προχώρησε στην εξέταση στο ακροατήριο του πιο πάνω μάρτυρα, δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 211 α' του ΚΠΔ. ούτε δημιουργήθηκε σχετική ακυρότητα από τη διάταξη του άρθρου 173 παρ.1 εδ.α' του ΚΠΔ, και τα όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τον αναιρεσείοντα με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ και αναφέρονται στην πιο πάνω ανύπαρκτη πλημμέλεια, πρέπει ν'απορριφθούν ως αβάσιμοι[/b].........
[edit time=1365199254]SREK[/edit]
Άρα εμείς μπορούμε να εξετάσουμε σαν μάρτυρα Αστυνομικό (συντάσσοντας έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα) ο οποίος έχει συλλάβει κατηγορούμενο και έχει βάλει την υπογραφή του στην έκθεση σύλληψης σε μία δικογραφία που έχουμε σχηματίσει. Σωστά?