Φόρουμ
Ο Β ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ Α ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΛΕΒΕΙ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ. ΕΠΕΙΔΗ ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΦΟΒΑΤΑΙ ΜΗΠΩΣ Η Α ΤΟΥ ΚΑΝΕΙ ΜΗΝΥΣΗ, ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΛΕΙ ΝΑ ΤΟΥ ΥΠΟΓΡΑΨΕΙ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΟΤΙ "ΑΠΟΚΑΤΕΣΤΗΣΕ [b]ΤΗ ΖΗΜΙΑ [/b]ΚΑΘ' ΟΛΟΚΛΗΡΙΑΝ" ΔΙΔΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΚΙΝΗΤΟ. Η Α ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ. ΩΣΤΟΣΟ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΜΗΝΥΜΑ ΟΤΙ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΤΗΣ SMARTPHONE ΑΓΟΡΑΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΕΙ ΟΤΙ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΛΕΜΜΕΝΟ ΚΙΝΗΤΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΙΑΡΡΕΥΣΟΥΝ...ΑΝ Η Α ΚΑΝΕΙ ΤΩΡΑ ΜΗΝΥΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ Β ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΛΕΠΤΑΠΟΔΟΧΟΥ:
1. Ο Β ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΜΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΥΠΕΓΡΑΨΕ Η Α ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡ.296 παρ.2?
2. Η Α ΘΑ ΕΧΕΙ ΔΙΑΠΡΑΞΕΙ ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 1599/1986 (αρ.8) ΓΙΑ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΨΕΥΔΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ?
Greek
Υποβλήθηκε από SREK. Ημερομηνία: Πέμ, 09/19/2013 - 21:44
Μόνιμος σύνδεσμος
Υποβλήθηκε από XOROS7. Ημερομηνία: Παρ, 09/20/2013 - 08:06
Μόνιμος σύνδεσμος
Ας ξεκινήσουμε την απάντηση αντίστροφά (απο τα έυκολα...) και δη από το δεύτερο ερώτημα , αν δηλαδή στοιχειοθετείται παράβαση του Ν 1599/1986.
Ως έχει κριθει απο την νομολογία εάν η δήλωση δεν απευθύνεται και δεν υποβάλλεται προς αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα αλλά προς ιδιώτη ή στην έντυπη υπεύθυνη δήλωση δεν αναφέρεται αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα προς την οποία να απευθύνεται ή ήθελεν υποβάλει αυτήν ο ενδιαφερόμενος, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα τούτο. Τα ανωτέρω επιρρωννύονται και από το γεγονός ότι ο τίτλος του ν. 1599/1986 σηματοδοτεί ευθέως και σαφώς τον σκοπόν που επεδίωξε ο νομοθέτης, που είναι "η σχέση κράτους-πολίτη" και όχι η διευθέτηση ιδιωτικών διαφορών ή η αθέτηση υποσχέσεων των πολιτών στις μεταξύ τους συναλλαγές και σχέσεις.(ΑΠ 1583/1994)
[b]Οπότε δεν συντρέχει το έγκλημα αυτό αν η ψευδής δήλωση δεν απευθύνεται και δεν υποβάλλεται προς αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα αλλά προς ιδιώτη, έτσι η Α) ουδεμία ποινική ευθύνη φέρει.[/b]
Εν συνεχεία προκειμένου να εξακριβώσουμε τυχών ποινική ευθύνη του Β) για το αδίκημα της κλοπής πρέπει να δούμε τα άρθα 379 ΠΚ (καταργηθέν) και 384 ΠΚ όπου αναφέρονται στην έμπρακτη μετάνοια.
Από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 379 ΠΚ ώς ίσχυε και πλέον απο την διάταξης του άρθρου 384 ΠΚ παρ 1 όπως ισχύει, προκύπτει ότι, για την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως της κλοπής λόγω εμπράκτου μετανοίας, δεν αρκεί μόνο η ικανοποίηση εκείνου που ζημιώθηκε, πριν να εξετασθεί ο υπαίτιος από την αρχή, αλλά απαιτείται η ικανοποίηση αυτή να έγινε με την ελεύθερη θέληση του δράστη, ήτοι εκουσίως και αυθορμήτως και να μην οφείλεται σε εξωτερικά και ανεξάρτητα από τη βούληση του αίτια, γιατί στην περίπτωση αυτή το αίτιο που οδήγησε στην ικανοποίηση του ζημιωθέντος δεν είναι η μεταμέλεια που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της εμπράκτου μετανοίας. [b]Δεν πρόκειται περί ελευθέρας θελήσεως αν η απόδοση του πράγματος έγινε,κατόπιν κλοπής, έπειτα από επ' αυτοφώρω κατάληψη και ανακάλυψη του δράστη κατά την πράξη της κλοπή και την απειλούμενη καταμήνυση από το θύμα των διαπραχθεισών κλοπών και την άσκηση ποινικής διώξεως κατ' αυτού.[/b](ΑΠ 837/2010)
Με λίγα λόγια δράστης πρέπει να επιστρέψει το αφαιρεθέν αντικείμενο ΑΥΤΟΒΟΥΛΩΣ ωστε να μην έχει ουδεμία ποινική ευθύνη!
Ετσι λοιπόν πρέπει να εξακριβωθεί ο χρόνος που επεστράφει το αντικείμενο ώστε να διαπιστωθεί αν υφίσταται κλοπή ή αίρεται το άδικο της πράξης λόγω εμπράκτου μετανοίας.
Πλέον μετα τον Ν 3904/2010 όπου κ τροποποιήθηκε το 384 ΠΚ αν ο δράστης επιστρέψει το αφαιρεθέν αντικείμενο πρίν ή μετά την ποινική δίωξη, έστω κ δίχως τους όρους της μεταμέλειας και αποζημιώσει πλήρως τον παθόντα η ποινική δίωξη παύει με διάταξη του εισαγγελέα ενω αν είμαστε στην κύρια διαδικασία ο δράστης αθωωνεται απο το δικαστήριο .
[b]Ετσι πρακτικά σχηματίζουμε ΠΑΝΤΑ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ δικογραφία για κλοπή και ο εισαγγελέας ειναι ο ΜΟΝΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΣ ο οποίος θα κρίνει το χρονικό σημείο που πραγματικά μεταμέλησε ο δράστης και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της έμπρακτης μετάνοιας.
Ειναι λοιπόν στην κρίση του αν θα ασκήσει Ποινική δίωξη ή αν θα αρχειοθετήσει την ηδη ασκηθήσα , εφόσον ο κατηγορούμενος προσκομίσει τέτοια Υ/Δ ή ο παθών δηλώσει ρητά και ανεπιφύλακτα ότι έχει αποζημιωθεί πλήρως και ουδεμία απαίτηση έχει πλέον απο τον δράστη.[/b]
Ως προς τον ''κλεπταποδόχο'' εφαρμογή έχει το 394 ΠΚ όπου στοιχείο του εγκλήματος της αποδοχής προϊόντος εγκλήματος, που είναι απαλλακτικώς μικτό, ως δυνάμενο να συντελεσθεί με ένα από τους αναφερομένους σ' αυτήν τρόπους και προϋποθέτει προηγούμενη τέλεση αξιόποινης πράξεως, από την οποία προήλθε το πράγμα που μεταβιβάστηκε σε τρίτο, είναι εκτός άλλων, ο δόλος του αποδεχομένου το προϊόν του εγκλήματος, δηλαδή η γνώση αυτού ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και η θέληση αποδοχής αυτού. Ο δόλος αυτός διακριβώνεται από συγκεκριμένα περιστατικά, που καταδεικνύουν αμέσως ή εμμέσως και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο αποδεχόμενος έχει γνώση ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και βούληση αποδοχής του. Δηλαδή ο αποδέκτης δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει από ποια ακριβώς αξιόποινη πράξη προέρχεται το πράγμα, ούτε το πρόσωπο του δράστη, αρκεί να γνωρίζει την παράνομη προέλευσή του. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι για να στοιχειοθετηθεί η αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια οι συνθήκες υπό τις οποίες περιήλθε στην κατοχή του δράστη το πράγμα, όπως επίσης ότι εκείνος τελούσε σε γνώση της, από αξιόποινη πράξη, προελεύσεως του πράγματος. [b]Εδώ σημειώνεται ότι ο αποδοχεύς προϊόντων εγκλήματος τιμωρείται και αν ακόμη ο δράστης του βασικού εγκλήματος, από το οποίο το πράγμα προέρχεται δεν είναι τιμωρητέος, όχι μόνο όταν υφίσταται προσωπικός λόγος απαλλαγής εκ της ποινής, αλλά και οσάκις ελλείπει ή καταλύεται συστατικός όρος του εγκλήματος, από το οποίο το πράγμα προέρχεται, άρα και η ύπαρξη δολίας προαιρέσεως[/b] (ΑΠ 687/2006)
Αρα εφόσον αποδειχθεί οτι ο ''κλεπταποδόχος'' γνώριζε ή μπορούσε να γνωρίζει, κάτω απο τις περιστάσεις που προμηθεύτηκε το κινητό, οτι αυτο είναι προϊόν εγκλήματος διαπράττει παράβαση του 394ΠΚ ΑΝΕΞΑΡΗΤΩΣ τυχών ποινικής απαλλαγής του Β) δράστη είτε γιατι αυτός μεταμέλησε [b]ΠΡΙΝ ή ΜΕΤΑ [/b]την ποινική δίωξη
Οπως γίνεται εύκολα αντιληπτό με τον Ν 3904/2010 ο νομοθέτεις εισήγαγε πρωτόγνωρες διατάξεις στο ποινικό δίκαιο σύμφωνα με τις οποίες η αποζημίωση του παθόντα, κατα ΑΚ , αίρει την ποινική ευθύνη του δράστη αγνοώντας εμφανώς για την ποινική αποδοκιμασία και τιμωρία του δράστη.
Τέτοιες διατάξεις όπως η ''ποινική συνδιαλλαγή'' 308αΚΠΔ και η παραγραφή υφ'ορον τoυ Ν3346/05 κ Ν4043/2012 ''ακροβατούν'' στα όρια της αντισυνταγματικότητας (αρ 4Σ , 20Σ κ 47Σ) και γίνονται αποδεκτές απο τα δικαστήρια (ΟλΑΠ 618/1982) εν μέσω κρίσιμων πολιτικά περιόδων προς υπεράσπιση και μόνο του δημοσίου συμφέροντος και δη της αποσυμφόρησης των δικαστηρίων - προκειμένου να εξυπηρετηθεί η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας αλλα και για να αποσυμφόρηθούν τα καταστημάτα κράτησης.
Με λίγα λόγια εφόσον η δικαιοσύνη αδυνατεί να εκδικάσει τις υποθέσεις που εκκρεμουν, λόγω του υπεραυξημένου όγκου υποθέσεων, πρότου αυτές παραγραφούν, ''εφευρίσκονταί'' νέοι νόμοι ώστε τα ποινικά δικαστήρια να ''απαλλαγούν'' απο αδικήματα ήσσονος κοινωνικής απαξίας και ετσι να καταπολεμηθεί η αρνησιδικία .
[edit time=1379620624]srek[/edit]