Απ: Τί αδίκημα υπάρχει?
Αυτοδικια, πταισμα σε συρροη (πραγματικη) με φθορα ξενης ιδιοκτησιας, ολα κατ' εγκληση.
Απ: Τί αδίκημα υπάρχει?
[b] Ο υπαίτιος διαπράττει μετα βεβαιότητας -ΜΟΝΟ- το αδίκημα της αυτοδικίας ( 331 ΠΚ ) .
[/b]
βλέπε αποφ. 339/2011 Τριμελές Ναυτοδικείο Πειραιώς.
Κατά το άρθρο 331 του ΠΚ τιμωρείται όποιος ασκεί αυθαίρετα αξίωση σχετικά με δικαίωμα που ή το έχει πραγματικά ή από πεποίθηση το οικειοποιείται. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αυτοδικίας συνίσταται στην αυτογνώμονα ενάσκηση του δικαιώματος, η οποία αντιστρατεύεται την έννομη τάξη, για τη διαφύλαξη της οποίας και για την προστασία των ιδιωτικών δικαίων που προσβάλλονται έχει ταχθεί η δικαστική αρχή. Ως εκ τούτου έπεται, ότι, με εξαίρεση ορισμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο, όπως τα άρθρα 282, 985 και 986 του ΑΚ, σε κάθε άλλη περίπτωση ενασκήσεως δικαιώματος αυτογνωμόνως, το οποίον είτε πράγματι υπάρχει, είτε από πεποίθηση προβάλλεται ότι υπάρχει, πραγματώνεται η έννοια της αυτοδικίας. Παθητικό υποκείμενο είναι το πρόσωπο κατά του οποίου ασκείται η ενέργεια για την πραγμάτωση της αξιώσεως αυτογνωμόνως (ΑΠ 990/1987, ΠοινΧρ ΛΖ΄ 808). Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι ενεργεί αυθαίρετα και τη βούληση πραγμάτωσης της ενέργειας αυτής, περαιτέρω δε και την πεποίθηση ότι το δικαίωμα, το οποίο προβάλλει και του οποίου την ικανοποίηση επιδιώκει, ανήκει σε αυτόν (ΑΠ 1491/2005, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 ΠΚ εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα
, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται και όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος
Στις περιπτώσεις αυτές εντάσσεται η αυτοδύναμη προστασία της νομής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα του νομέα να αποκρούσει με τη βία κάθε διατάραξη ή απειλούμενη αποβολή από τη νομή (ΑΚ 985 εδ. 1: δικαίωμα υπερασπίσεως ή κατ άλλους άμυνας) και στο δικαίωμα του νομέα να αναλάβει με τη βία το πράγμα που αφαιρέθηκε παράνομα (ΑΚ 985 εδ. 2 και 3: δικαίωμα αποκαταστάσεως ή κατ άλλους αυτοδικίας). Σκοπός του δικαιώματος υπερασπίσεως είναι η διατήρηση της νομής που υπήρχε κατά το χρόνο της προσβολής, ενώ σκοπός του δικαιώματος αποκαταστάσεως είναι η αυτοδύναμη ανάκτηση της νομής που έχει αφαιρεθεί. Η αναγνώριση στο νομέα των δικαιωμάτων υπερασπίσεως και αποκαταστάσεως σημαίνει ότι η απ αυτόν χρήση βίας, εφόσον γίνεται μέσα στα όρια και με τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, δεν αποτελεί παράνομη πράξη και επομένως δεν κολάζεται ποινικά (ΠΚ 14). To δικαίωμα υπερασπίσεως της νομής (ΑΚ 985 εδ. 1) είναι ευρύτερο από το δικαίωμα άμυνας και το δικαίωμα αποκαταστάσεως της νομής (ΑΚ 985 εδ. 2 και 3) δεν προϋποθέτει, όπως η αυτοδικία κατά άρθρο ΑΚ 282, να μη μπορεί να φθάσει έγκαιρα η βοήθεια της αρχής. Ο νόμος όμως υποβάλει το δικαίωμα αποκαταστάσεως σε αυστηρούς χρονικούς περιορισμούς, επιτρέποντας στο νομέα κινητού μεν να το αναλάβει διά της βίας εφόσον πρόκειται για αυτόφωρη πράξη (άρθρο 242 ΚΠΔ), δηλαδή κατά την αφαίρεση του πράγματος ή αμέσως μετά από αυτή εφόσον ο προσβολέας καταδιώκεται, ακίνητου δε να το ξαναπάρει με τη βία αμέσως μετά την αποβολή, δηλαδή μέσα στο αντικειμενικά αναγκαίο χρονικό διάστημα (με τη διατύπωση αυτή αποδόθηκε κατά τη μεταφορά στη δημοτική του ΑΚ η αρχική διατύπωση «παραχρήμα») (ΑΚ 985 εδ. 3). Είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται από το δικαστή της ουσίας αν η ανάκτηση της νομής του ακινήτου έγινε αμέσως μετά την αποβολή. Αφετηρία, επίσης, για την έννοια του παραχρήμα είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο νομέας πληροφορήθηκε την αποβολή και όχι εκείνο της αποβολής, γιατί διαφορετικά στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα αποκατάστασης της νομής κατ ουσία θα ματαιωνόταν. Ακόμη, πρέπει η προσπάθεια αποκαταστάσεως της νομής να μην υπερβαίνει το προς αποτροπή του κινδύνου απαιτούμενο μέτρο (βλ. Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο Ι, 1991, 201-5, ΕφΑθ 1815/1986, ΕλλΔνη 27. 830).
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 994, 789, 790, 282 και 284 ΑΚ συνάγεται ότι η νομή μπορεί ν ανήκει κατά το περιεχόμενό της σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, οπότε υπάρχει κοινωνία κατ ιδανικά μέρη, δηλαδή συννομή, η οποία αν προσβάλλεται παράνομα από τρίτο πρόσωπο, οι συννομείς έχουν πλήρη την προστασία από τη νομή, εάν δε η συννομή προσβάλλεται από συννομέα τότε εάν η έριδα στρέφεται περί την ύπαρξη της συννομής του συννομέα, αυτός έχει πλήρη την προστασία της νομής όπως όταν η νομή προσβάλλεται από τρίτο (δικαστική και αυτοδύναμη) (ΑΠ 79/1992, ΕΕΝ 1993. 215, ΕφΠειρ 468/1994, ΕλλΔνη 35. 697). Δηλαδή αν μεν η προσβολή συνίσταται σε ολική ή μερική αποβολή (π.χ. από τους συννομείς Α και Β ενός κτήματος ο Α απέβαλε τον Β), αυτός που προσβλήθηκε έχει κατά του συννομέα που τον προσέβαλε (π.χ. ο Β κατά του Α) το δικαίωμα αποκατάστασης ή αυτοδικίας (ΑΚ 985 § 3) και την αγωγή της αποβολής (βλ. Γεωργιάδη, ό.π., 243).
Αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Αν δεν αναφέρονται τα ανωτέρω περιστατικά, ο σχετικός ισχυρισμός είναι αόριστος και το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ αυτού ή να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του (ΑΠ 298/2010, ΑΠ 938/2010, ΑΠ 1311/2010 δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Επειδή το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 ΚΠΔ (ΟλΑΠ 1/2005) και ειδικότερα από την εν γένει ακροαματική διαδικασία, την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας που εξετάσθηκε, τα έγγραφα τα οποία ανεγνώσθησαν, τις φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν σε συνδυασμό προς την απολογία του κατηγορουμένου και το ΑΦΜ του, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν στρατιωτικός, δηλαδή
, και υπηρετούσε στο
.. και η πολιτικώς ενάγουσα τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο πολιτικό γάμο την 20.1.2005 και διέμεναν στο πατρικό σπίτι της πολιτικώς ενάγουσας στη Σαλαμίνα. Την 3.8.2005 αγόρασαν από κοινού, αδιαίρετα και κατ ισομοιρία, ήτοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους διαμέρισμα, επιφάνειας 34 τ.μ., του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Κ.** Αττικής, επί της οδού
, αρ. .., δυνάμει του υπ αριθ. 17919/3.8.2005 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Α.Γ. Την 18.11.2005 διασπάσθηκε η έγγαμη συμβίωσή τους και τον Απρίλιο του 2006 η πολιτικώς ενάγουσα με το τότε ανήλικο τέκνο της, μη διαθέτοντας κλειδί του διαμερίσματος στην οδό
, αφού άλλαξε την κλειδαριά της εισόδου, εγκαταστάθηκε σε αυτό, μεταφέροντας εκεί έπιπλα (βλ. από 18.4.2006 απόδειξη είσπραξης από ΔΕΗ, από 20.4.2006 απόδειξη
, υπ αριθ. 303/00019394/10-5-2006 παραγγελία πελάτη της P.H. A.E., υπ αριθ. Β 4063/12.5.2006 δελτίο αποστολής της H. L.). Την εγκατάσταση της πολιτικώς ενάγουσας από τις αρχές Απριλίου του 2006 στο διαμέρισμα γνώριζε ο κατηγορούμενος, καθόσον η πολιτικώς ενάγουσα τού απηύθυνε την από 07.4.2006 Εξώδικη Δήλωση Πρόσκληση και ο ίδιος αναφέρει το ως άνω γεγονός στην από 25.6.2006 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων του κατά της πολιτικώς εναγούσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (σ. 7), η οποία αναγνώστηκε στο ακροατήριο. Και η πολιτικώς ενάγουσα όμως κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ενημέρωσε τον κατηγορούμενο, μέσω του δικηγόρου της, για την εγκατάστασή της στο διαμέρισμα. Ο κατηγορούμενος την 15.5.2006, μετά δηλαδή την πάροδο τουλάχιστον ενός μηνός από την γνώση του για αλλαγή της κλειδαριάς και την εγκατάσταση της πολιτικώς ενάγουσας στο διαμέρισμα, χωρίς να την ενημερώσει αντικατέστησε με τη σειρά του την κλειδαριά του διαμερίσματος αποκλείοντας την πολιτικώς ενάγουσα από το διαμέρισμα. Η τελευταία μόλις επέστρεψε στο διαμέρισμα (απουσίαζε για δύο εβδομάδες περίπου, όπως αναφέρει) και διαπίστωσε ότι έχει αντικατασταθεί η κλειδαριά, αντέδρασε με την υποβολή αυθημερόν, την 15.6.2006, εγκλήσεως εις βάρος του. Ο κατηγορούμενος ανταπάντησε την 25.6.2006 με αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων και συγκεκριμένα με αίτημα, μεταξύ άλλων, να ρυθμιστεί προσωρινά η κατάσταση και να διαταχθεί η εγκατάστασή του στο επίμαχο διαμέρισμα.
Ο κατηγορούμενος απολογούμενος και με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του ισχυρίζεται ότι άλλαξε την κλειδαριά της εισόδου του διαμερίσματος την 15.5.2006, ασκώντας δικαίωμά του από την προσβολή της νομής του στο ως άνω διαμέρισμα, δεδομένου ότι είχε εγκατασταθεί αυτός στο διαμέρισμα πριν από την πολιτικώς ενάγουσα και πλήρωνε μάλιστα και τους λογαριασμούς (κοινόχρηστα κλπ). Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος προσκομίζει και επικαλείται την πληρωμή των λογαριασμών των κοινοχρήστων της πολυκατοικίας των μηνών Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου 2006 και το λογαριασμό ύδρευσης - αποχέτευσης για το χρονικό διάστημα 21.2.2006 έως 17.5.2006 δεν αναιρεί το πραγματικό γεγονός της εγκατάστασης της πολιτικώς ενάγουσας στο ως άνω διαμέρισμα το χρόνο που ανωτέρω αναφέρθηκε. ’λλωστε η πληρωμή των λογαριασμών αυτών προφανώς θα έγινε μετά τη δική του εγκατάσταση στο διαμέρισμα δεδομένου ότι αφορούσαν στο χρονικό διάστημα μέχρι και τον Μάιο 2006. Υπέρ της εγκατάστασης ήδη στο διαμέρισμα της πολιτικώς ενάγουσας συνηγορεί και η πληρωμή εκ μέρους της λογαριασμού της ΔΕΗ την 18.4.2006 που κατά την πολιτικώς ενάγουσα είναι τέλη σύνδεσης (και σίγουρα δεν είναι λογαριασμός κατανάλωσης ρεύματος). Το ίδιο ισχύει και για τη δήλωση της διαχειρίστριας Μ.Λ.**, η οποία δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι αντιλήφθηκε την παρουσία της πολιτικώς ενάγουσας που έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στο διαμέρισμα. Περαιτέρω, την 15.6.2006 η πολιτικώς ενάγουσα διαπίστωσε την αλλαγή στην κλειδαριά της ως άνω οικίας και την αδυναμία της να εισέλθει σε αυτή, εναντιώθηκε και αμφισβήτησε τις ενέργειες του κατηγορουμένου, εγκαλώντας τον την ίδια ημέρα.
Αξιολογούμενα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά υπό το πρίσμα των νομικών δεδομένων που προαναφέρθηκαν μας οδηγούν στα ακόλουθα συμπεράσματα. Κατ αρχήν ο κατηγορούμενος και η πολιτικώς ενάγουσα ως συνιδιοκτήτες σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος της οδού Σ. είχαν συννομή επ αυτού. Δικαιούντο επομένως να νέμονται αυτό όχι αποκλειστικά και εις ολόκληρο αλλά κατά το ιδανικό τους μέρος. Πρακτικά βέβαια αυτό θα ήταν δύσκολο, ωστόσο η δυνατότητα πρόσβασης του καθενός εξ αυτών στο διαμέρισμα κρίνεται αντικειμενικά ως ο αναγκαίος όρος άσκησης της νομής. Εάν δεν συνέτρεχε ο όρος αυτός σε κάποιον από τους συννομείς του διαμερίσματος τότε αυτός είχε αντικειμενικά αποβληθεί από τη νομή και δικαιούτο να προστατεύσει το δικαίωμά του ακόμη και εναντίον του συννομέα που τον απέβαλε, ανακτώντας αυτοδύναμα τη νομή που του αφαιρέθηκε υπό τους παραπάνω χρονικούς περιορισμούς.
Εν προκειμένω σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά η πολιτικώς ενάγουσα αντικατέστησε την κλειδαριά του διαμερίσματος αρχές Απριλίου 2006 και εγκαταστάθηκε σ αυτό, αποκλείοντας τον κατηγορούμενο και συννομέα της από αυτό. Ταυτόχρονα του απηύθυνε την από 07.4.2006 Εξώδικη Δήλωση Πρόσκλησή της, όπου ανέφερε το γεγονός της εγκατάστασής της στο διαμέρισμα. Ο κατηγορούμενος, που γνώριζε το ως άνω γεγονός, όπως προκύπτει από την 25.6.2006 αίτησή του ασφαλιστικών μέτρων, δεν αντέδρασε παρά μόνον μετά πάροδο μηνός και συγκεκριμένα την 15.5. 2006 (όπως ο ίδιος δηλώνει με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του και όχι την 15.6.2006, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο), οπότε αντικατέστησε την κλειδαριά της κύριας εισόδου του διαμερίσματος.
Το χρονικό διάστημα όμως του ενός τουλάχιστον μηνός που διέρρευσε από την εγκατάσταση της πολιτικώς ενάγουσας στο διαμέρισμα και την ενημέρωσή του γι αυτό, δεν ενέχει αντικειμενικά το στοιχείο της αμεσότητας που έπρεπε να χαρακτηρίζει την αντίδρασή του στην προσβολή της νομής του. Η αποκατάσταση δηλαδή του δικαιώματός του δεν έγινε μέσα στο αντικειμενικά αναγκαίο χρονικό διάστημα. Επομένως, η ενέργειά του να αντικαταστήσει την κλειδαριά του διαμερίσματος εκδηλώθηκε εκτός των χρονικών πλαισίων του δικαιώματος αποκαταστάσεως της νομής του και συνεπώς δεν αποτελεί περίπτωση νόμιμης αυτοδικίας όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του. Έτσι, η πράξη του κατηγορουμένου συνιστά άσκηση αυθαίρετα αξίωσης χωρίς να προσφύγει στο Δικαστήριο (ενέργεια που πραγματοποίησε μετά έντεκα (11) ημέρες), απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο ομόφωνα κρίνει ότι ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για το αδίκημα της αυτοδικίας που τέλεσε, τόσο κατά τα αντικειμενικά όσο και κατά τα υποκειμενικά του στοιχεία.
[b]Επίσης η φθορά ξένης ιδιοκτησίας και η κλοπή ΔΕΝ συρρέουν πραγματικά με την αυτοδικία καθώς απαρτίζουν όλως διαφορες παράνομες πράξεις.
[/b][b]Ενω η παράνομη βία δεν συρρέει ουδέποτε με την αυτοδικά αφού διαφέρει ως προς τον υποκειμενικό σκοπό.
[/b]
Βλέπε σχετικά παραδείγματα προς πληρέστερη κατανόηση :
470/1987 ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Περίληψη
Κλοπή ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας (372 παρ. 1β ΠΚ), φθορά ξένης ιδιοκτησίας ευτελούς αξίας (381παρ. 2 ΠΚ) και αυτοδικία (331 ΠΚ). Διέπραξε την τελευταία πράξη, κατά επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από τη δεύτερη, κατηγορούμενος που απέφραξε την διάβαση προς το αντλιοστάσιο κληροτεμαχίου για να αποξενώσει τους εγκαλούντες γείτονες από τα σχετικά τους δικαιώματα. Δεν προκύπτει τέλεση της πρώτης πράξης, ελλείποντος του σκοπού κλοπής, ενώ δεν είναι επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από κλοπή σε αυτοδικία.
Απόσπασμα
…Στις 23 Μαίου 1986, ο εγκαλών Κ. Χ. διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος σταδιακά αν και αρχικώς είχε αφήσει ανοιχτό το διάδρομο προς τον οικισμό απέφραξε την διάβαση προς το αντλιοστάσιο, προφανώς, για να αποξενώσει τους αντιτιθέμενους εγκαλούντες κ.λ.π. από τα σχετικά τους δικαιώματα και μάλιστα ο άνω εγκαλών οιονεί αυτοδυνάμως (άρθρ. 985 ΑΚ, Κ. Δεσποτοπούλου, περί των κενών του δικαίου, Τιμητικό Τόμο του Αρείου Πάγου (125η επετηρίδα) Αθήνα 1963 Νο 12/255, Η021/265, Νο 23/269 Γ. Μπαλή, Εμπρ.Δικ. παρ.15/48, η αυτοπροστασία εν τη νομή) κατέστρεψε την περίφραξη και απεκατέστησε την πρότερη κατάσταση. Παρά το ιστορικό αυτό, ο κατηγορούμενος 2 μέρες αργότερα (25 Μαίου 1986) τοποθέτησε δεύτερη κλειδαριά στον εκεί οικίσκο του αντλιοστασίου (πομόνας) και παρεβίασε ένα από τους δύο κρίκους της κλειστής θύρας την οπόία άνοιξε. Η ενέργεια αυτή η οποία έγινε αυθαίρετα, κατά παράλειψη της δικαστικής οδού, προκειμένου να αποξενώσει τους συννομείς γείτονές του από τα σχετικά δικαιώματά τους, στο αντλιοστάσιο, πομόνα κ.λ.π., δικαίωμα το οποίο πράγματι αυτός δεν είχε ή έστω και αν ακόμη νόμιζε ότι έχει (ΑΠ 1302/86 ΠΚ ΑΖ/98) συνθέτει, κατά την κρίση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου αυτού, το πλημμέλημα της αυτοδικίας και περαιτέρω, κατά θεμιτή μεταβολή της κατηγορίας από φθορά ξένης ιδιοκτησίας (άρθρ. 381 ΑΚ) πρέπει ο κατηγορούμενος να παραπεμφθεί στο ΜονομελέςΠλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, να δικασθεί, ως υπαίτιος αυτοδικίας
____________________________
542/1985 ΑΠ
Περίληψη
Μεταβολή κατηγορίας υπάρχει όταν η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος διαφέρει από εκείνη για την οποία ασκήθηκε η ποινική αγωγή (λόγος αναίρεσης). Δεν υπάρχει μεταβολή κατηγορίας από το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε για αυτοδικία ενώ είχε ασκηθεί Π.Δ. για φθορά ξένης ιδιοκτησίας, διότι είναι δυνατό η ίδια πράξη που δεν τελέσθηκε με τους υποκειμενικούς όρους της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας να τελεσθεί με τους υποκειμενικούς όρους της αυτοδικίας...
_____________________________________________
355/1987ΑΠ
Περίληψη
Φθορά ξένης ιδιοκτησίας (381 ΠΚ) και αυτοδικία (331 ΠΚ). Εννοια και διαφορές των εγκλημάτων. Το πρώτο στρέφεται κατά της ιδιοκτησίας, το δεύτερο κατά της προσωπικής ελευθερίας, γιαυτό και δεν συνυπάρχουν στην ίδια ενέργεια, αφού αντιτίθενται μεταξύ τους κατά το υποκειμενικό στοιχείο. Τέλεσε φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατηγορούμενη, που διέπραξε αγροτική φθορά καταστρέφοντας από πρόθεση την περίφραξη κτήματος του μηνυτή.
Απόσπασμα
…Επειδή κατά την διάταξιν του άρθρου 381 ΠΚ όποιος καταστρέφει εκ προθέσεως ή βλάπτει ξένον εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα ή καθιστά ανέφικτον την χρήσιν αυτού διαπράττει το έγκλημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, κατά δε την διάταξιν του άρθρου 331 του ιδίου κώδικος το έγκλημα της αυτοδικίας διαπράττει όποιος ενεργεί αυτογνωμόνως αξίωσιν περί δικαιώματος το οποίον ή έχει πράγματι ή εκ πεποιθήσεως οικειοποιείται. Δια των ανωτέρω διατάξεων καθιερούνται δύο διαφορετικά εγκλήματα, που δεν δύνανται να συνυπάρξουν εκ της αυτής ενεργείας γιατί αντιτίθενται μεταξύ των κατά το υποκειμενικό στοιχείο ( πρβλ ΑΠ 189/58 ) (2) στρεφόμενα το μεν πρώτο κατά της ιδιοκτησίας, με προστατευόμενον αγαθόν την κυριότητα, το δε δεύτερο κατά της προσωπικής ελευθερίας με σκοπόν την ανατροπήν της διατάραξης της δημοσίας τάξεως από την αυθαίρετον ενέργεια του υπαιτίου. Δηλαδή αντικείμενον εδώ της ποινικής προστασίας είναι το συμφέρον της Πολιτείας για την παρεμπόδισιν της επεμβάσεως του πολίτου όπως υποκαταστήσει την δημοσίαν εξουσία. Ειδικώτερα εις μεν την φθοράν ξένης ιδιοκτησίας ή αξιόποινος εγκληματική συμπεριφορά συνίσταται ει την εκ προθέσεως καταστροφήν ή βλάβην ξένου πράγματος, ενώ εις την αυτοδικίαν το έγκλημα πραγματούνται δια μόνης της αυτοδυνάμου ικανοποιήσεως, κατά παράλειψιν της δικαστικής οδού, της αξιώσεως για το δικαίωμα το οποίον έχει πράγματι ο δράστης ή εκ πεποιθήσεως οικειοποιείται….
Απ: Τί αδίκημα υπάρχει?
Πολύ ωραία, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
Αλλά να συνεχίσουμε και λίγο παραπέρα.
Είπαμε Αυτοδικία, πταίσμα, ο παθών θα υποβάλλει μήνυση, ο δράστης δεν συλλαμβάνεται.
Εν συνεχεία όταν ο παθών μας ζητάει συνδρομή για να μπει στην οικία του εμείς σαν Αστυνομία τί μπορούμε να κάνουμε ?
Απ: Τί αδίκημα υπάρχει?
Να θυμηθούμε ότι έπραξε "κατά παράλειψιν της δικαστικής οδού" και να του συστήσουμε τα νόμιμα.
Απ: Τί αδίκημα υπάρχει?
ΕΞΗΓΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΓΚΑΛΟΥΣΑ ΤΟ ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΚΑΙ ΟΤΙ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ- ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΙΝΗΘΕΙ ΑΣΤΙΚΑ. ΒΕΒΑΙΑ ΩΣ ΑΞΥΠ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΑΝΤΛΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΩΣΤΕ ΝΑ ΗΡΕΜΗΣΕΙΣ ΑΝ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ .........
Αυτοδικία (Πταίσμα).