Γράφει ο Λάμπρος Δημητρέλος
Ο σύγχρονος και στρεσογόνος τρόπος ζωής, ο πολλαπλασιασμός των ατόμων που κάνουν συστηματική χρήση ναρκωτικών (ειδικά στις νεαρές ηλικίες), η δεκαετής οικονομική κρίση που παρατάθηκε και ενισχύθηκε από την πρόσφατη υγειονομική κρίση, σε συνδυασμό με τυχόν υποβόσκουσα γενετική προδιάθεση, είναι μόνο μερικοί από τους παράγοντες οι οποίοι έχουν οδηγήσει στην αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που πάσχουν από κάποιας μορφής ψυχική νόσο στη χώρα μας, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η μεγάλη πλειοψηφία των διαγνωσμένα ψυχικά ασθενών δεν αποτελούν κίνδυνο ούτε για τον εαυτό τους ούτε για τρίτους, αφού ακόμη και σοβαρές περιπτώσεις δύνανται να ελέγχονται με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο είναι σύνηθες το φαινόμενο όπου κάποιοι ψυχικά ασθενείς διακόπτουν αυτοβούλως τη φαρμακευτική αγωγή τους, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε υποτροπές. Η υποτροπή του ασθενούς σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αδυναμία να κρίνει από μόνος του το συμφέρον της υγείας του οδηγεί στην άρνησή του να επισκεφθεί εκούσια τον ψυχίατρο και αναγκάζει τους οικείους του να ενεργοποιήσουν, μέσω εισαγγελικής παραγγελίας, τη διαδικασία της ακούσιας εξέτασης και (κατά πάσα πιθανότητα) νοσηλείας του. Αν στους υποτροπιάζοντες διαγνωσμένους ψυχασθενείς προσθέσει κανείς και τους μη διαγνωσμένους, οδηγούμαστε σε έναν μεγάλο αριθμό ασθενών που δε ρυθμίζουν τη νόσο τους με φαρμακευτική αγωγή και η συμπεριφορά τους μπορεί δυνητικά να καταστεί από ιδιόρρυθμη και απρόβλεπτη, έως πολύ επικίνδυνη.
Δυστυχώς, εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα η Αστυνομία έχει καταστεί defactoως η μοναδική υπηρεσία πρώτης ανταπόκρισης σε περιστατικά όπου εμπλέκονται ψυχασθενείς, χωρίς ωστόσο οι αστυνομικοί να λαμβάνουν κάποια εξειδικευμένη εκπαίδευση για το θέμα, πλην ίσως κάποιων τρόπων φυσικού περιορισμού των ατόμων αυτών. Στο 2021 όμως, έχει αναγνωριστεί πλέον διεθνώς ότι ο τρόπος με τον οποίον οι αστυνομικοί θα προσεγγίσουν τον χώρο όπου βρίσκεται ο ψυχασθενής ή εξελίσσεται ένα περιστατικό με αυτόν εμπλεκόμενο, καθώς και ο τρόπος που θα του μιλήσουν και εν γένει θα τον χειριστούν, συνδέεται ευθέως με τη θετική ή αρνητική έκβαση της αστυνομικής επέμβασης.
Ο εκπαιδευτής αστυνομικών Lamont Edwards δίνει οδηγίες στον ηθοποιό NathanPurdee, σχετικά με την εξέλιξη ενός εκπαιδευτικού σεναρίου που επίκειται να ξεκινήσει στην αστυνομική ακαδημία του N.Y.P.D. Η χρήση ηθοποιών σε ρόλο ψυχικά ασθενών κατά την εκπαίδευση των νέων αστυνομικών, καταδεικνύει τη σοβαρότητα με την οποία η Νεοϋορκέζικη αστυνομία αντιμετωπίζει το θέμα.
ΣΤΟ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ: Οι αστυνομικοί αντιμετωπίζουμε έναν τεράστιο κίνδυνο, τον εφησυχασμό, ο οποίος εμπεριέχεται στο σκεπτικό που συνοδεύει πολλούς από εμάς: «δεν πρόκειται για εγκληματία, αλλά για ασθενή». Επειδή όμως η μία ιδιότητα δεν αποκλείει την άλλη, θα μπορούμε να είμαστε ασφαλείς και αποτελεσματικοί μόνο αν ακολουθούμε ευλαβικά τους κανόνες αυτοπροστασίας. Πρέπει πάντοτε να αναλογιζόμαστε πως ακόμη και για τους ειδικούς ψυχιάτρους είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουν την επικινδυνότητα ενός ατόμου με ψυχική νόσο. Μία ακόμη ατραπός στην οποία πέφτουν ακόμη και πολύ έμπειροι αστυνομικοί είναι το σκεπτικό: «τον γνωρίζω από παλαιότερα περιστατικά αυτόν τον ψυχασθενή, δεν είναι επικίνδυνος». Γνωρίζοντας την έως τώρα συμπεριφορά κάποιου, δε σημαίνει οτι μπορούμε να προβλέψουμε τη συμπεριφορά του στο μέλλον, εγγύς ή απώτερο. Έτσι, απαιτείται μέγιστη διανοητική προετοιμασία και προσοχή, ώστε οι αστυνομικοί να μειώνουμε στο ελάχιστο τις εσφαλμένες διαγνώσεις μας κατά την εκτίμηση του περιβάλλοντος, καθώς οι συνέπειές τους μπορεί να είναι ακόμη και τραγικές.
ΣΤΟ ΤΑΚΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ: Η ορθή εφαρμογή της κλίμακας μέσων άσκησης ελέγχου αποτελεί ουσιαστικό εργαλείο, ειδικά τα 2 πρώτα «σκαλιά» αυτής: Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ & Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Μία από τις μεγαλύτερες παρανοήσεις σχετικά με τους ψυχασθενείς αφορά στο οτι αυτοί είναι «ευήθεις», με μειωμένη διανοητική λειτουργία. Δεν είναι! Πρόκειται για ανθρώπους που πλην ελαχίστων ακραίων εξαιρέσεων, είναι σε θέση να λάβουν στο ακέραιο ερεθίσματα μέσω των αισθήσεών τους, να τα επεξεργαστούν και με βάση αυτά να λάβουν αποφάσεις. Οι αστυνομικοίμέσω της παρουσίας μας παρέχουμε μη λεκτικές πληροφορίες στον ψυχικά ασθενή, τις οποίες προσλαμβάνει μέσω της όρασής του, ενώ μέσω του διαλόγου παρέχουμε λεκτικές πληροφορίες, τις οποίες προσλαμβάνει μέσω της ακοής του.
Οι τακτικές προσέγγισης υπόπτου, όπως αυτή της ορθής γωνίας, έχουν εφαρμογή και στην προσέγγιση των ψυχικά ασθενών, καθώς η πιθανότητα μιας αιφνιδιαστικής ένοπλης ή άοπλης επίθεσης κατά των αστυνομικών παραμένει υψηλή. Η απόσταση παρέχει χρόνο αντίδρασης στους αστυνομικούς και συστήνεται να είναι ελαφρώς πιο αυξημένη από τη συνηθισμένη.
ΠΑΡΟΥΣΙΑ: Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει πως η σωστή εμφάνιση του αστυνομικού (καθαριότητα, κανονικό στολής, αρτιότητα υλικών) συνδέεται άρρηκτα με την επιβλητικότητα και τον επαγγελματισμό. Αν στα παραπάνω προστεθεί και ο παράγοντας του αυξημένου αριθμού αστυνομικών (λ.χ. μέσω προνοητικής κλήσης για συνδρομή και από δεύτερο περιπολικό ώστε οι αστυνομικοί που θα επιχειρήσουν αντί για 2 να είναι 4), τότε η στάθμιση της τρωτότητας των αστυνομικών στα μάτια του ψυχασθενή ελαχιστοποιείται, οδηγώντας τον στην απόφαση να μην εκδηλώσει επιθετικότητα. Ακόμη όμως και στο χειρότερο σενάριο που τελικά εκδηλώσει κάποια επίθεση, οι αστυνομικοί έχουν τακτικά θέσει τις σωστές βάσεις για να την αντιμετωπίσουν (αριθμητική υπεροχή, κατανομή ρόλων κλπ). Κύριοι παράγοντες εγκαθίδρυσης του τακτικού πλεονεκτήματος είναι η λήψη σωστών θέσεων στον χώρο και η διατήρηση σωστής απόστασης μεταξύ αστυνομικών και ψυχασθενούς (προτείνεται η απόσταση να αυξάνεται περισσότερο από τη συνηθισμένη), καθώς ως γνωστόν η απόσταση μεταφράζεται σε χρόνο αντίδρασης. Επίσης, τουλάχιστον ένας από την ομάδα των αστυνομικών θα πρέπει να είναι πνευματικά και σωματικά πιο έτοιμος να ανέβει ταχύτερα τα σκαλιά της κλίμακας μέσων άσκησης ελέγχου, εάν προκύψει επίθεση με όπλο (αμβλύ, αιχμηρό, πυροβόλο κλπ), καταφεύγοντας στην αστυνομική ράβδο ή άλλα μέσα αντίστοιχα.
Το ενδεχόμενο μιας αιφνιδιαστικής ένοπλης ή άοπλης επίθεσης του ψυχασθενή εναντίον των αστυνομικών είναι πάντοτε παρόν σε οποιοδήποτε στάδιο του περιστατικού. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου ψυχικά ασθενείς προσποιήθηκαν τους συνεργάσιμους για να «ρίξουν» τους αστυνομικούς στην παγίδα του εφησυχασμού και της χαλάρωσης και όταν οι ίδιοι έκριναν πως το είχαν επιτύχει στον βαθμό που επιθυμούσαν, εξαπέλυσαν μια σφοδρότατη επίθεση. Η αστυνομική εμπειρία έχει δείξει πως μεγάλο ποσοστό των ψυχικά ασθενών έχουν την ικανότητα να είναι τρομερά χειριστικοί.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ: Οι Αμερικανοί εκπαιδευτές αναφέρουν χαρακτηριστικά πως «όσο λιγότερο μιλά ο αστυνομικός με τον ψυχασθενή, τόσο περισσότερο αυξάνει τις πιθανότητες να εμπλακεί μαζί του». Για να επιτευχθεί ο διάλογος, οι αστυνομικοί πρέπει να καταφέρουν να δημιουργήσουν ένα κανάλι επικοινωνίας & ενσυναίσθησης με τον ψυχικά ασθενή (rapport), ο οποίος μπορεί να είναι συνεργάσιμος ή μη. Στην περίπτωση του συνεργάσιμου μια καλή αρχή μπορεί να γίνει μέσω διερευνητικής συνομιλίας, λ.χ.: «Πώς νιώθεις σήμερα;» ή «Με ποιόν τρόπο θα μπορούσαμε να σε βοηθήσουμε;» ή «Τι σου συνέβη και μας κάλεσαν;» και πολλά άλλα. Θυμηθείτε πως ακόμη κι αν γνωρίζουμε τις απαντήσεις, είναι σημαντικό να ρωτήσουμε και τον ψυχικά ασθενή, τόσο για να ξεκινήσει ο διάλογος, όσο και για να νιώσει και ο ίδιος καλύτερα. Στην περίπτωση του μη συνεργάσιμου ψυχασθενή, οι αστυνομικοί πρέπει από την αρχή να τον κάνουν να αντιληφθεί (μέσω πειθούς, συμβουλών ή ακόμη και προειδοποιήσεων), πως η απόφαση για το πώς θα εξελιχθεί το περιστατικό είναι δική του, λ.χ.: «Ήρθαμε για να σε βοηθήσουμε και είμαστε υπεύθυνοι για εσένα, γι’ αυτό θέλουμε να συνεργαστείς μαζί μας σε ό,τι σου ζητάμε» ή «Σε παρακαλούμε να μην κάνεις απότομες κινήσεις και για ό,τι θες να κάνεις ή χρειάζεσαι να μας ενημερώνεις πρώτα» ή «Δε θέλουμε να μας αναγκάσεις να σε πονέσουμε γι’ αυτό σε παρακαλούμε να συνεργαστείς μαζί μας». Και στις δύο περιπτώσεις, ο απώτερος στόχος των αστυνομικών είναι η αποκλιμάκωση και η λύση του περιστατικού χωρίς τη χρήση σωματικού πειθαναγκασμού με χρήση λαβών ή άλλων μέσων. Για να επιτευχθεί αυτό, οι αστυνομικοί πρέπει να είναι ψύχραιμοι και κυρίως υπομονετικοί κατά το στάδιο του διαλόγου, όπως επίσης και να μην αντιδράσουν με εκνευρισμό σε τυχόν προσβολές ή λεκτικές προκλήσεις του ψυχασθενούς, επιμένοντας στη στρατηγική λεκτικής αποκλιμάκωσης.
Σημαντικότατη είναι και η αγαστή συνεργασία μεταξύ αστυνομικών και πληρώματος ασθενοφόρου του ΕΚΑΒ που τυχόν έχει σπεύσει στο σημείο, καθώς οι διασώστες που στα μάτια του ψυχασθενή φαντάζουν λιγότερο «απειλητικοί» μπορούν να αναλάβουν ενεργό ρόλο στο κομμάτι της πειθούς, παροτρύνοντάς τον να συνεργαστεί: «Πάμε λίγο μέχρι το νοσοκομείο για να σε δουν οι γιατροί» ή «Μη φοβάσαι, με το ασθενοφόρο θα πάμε» ή «Αφού δεν είσαι σε καλή κατάσταση, έλα μέχρι το ασθενοφόρο να σε κοιτάξουμε λίγο και να σε βοηθήσουμε» κ.α. Επιπροσθέτως, η συνδρομή των διασωστών του ΕΚΑΒ παραμένει πολύτιμη στην περίπτωση που χρειαστεί να περιοριστούν οι κινήσεις του ψυχασθενούς, τόσο διότι ενισχύουν με έξτρα χέρια την ομάδα των αστυνομικών, όσο και γιατί τα ασθενοφόρα διαθέτουν ειδικά αποσπώμενα καρεκλάκια, φορεία με ιμάντες κλπ. Τέλος, η συμβολή του ΕΚΑΒ είναι ουσιαστική και στο αμιγώς υγειονομικό κομμάτι, καθώς πολλοί ψυχασθενείς πάσχουν και από σειρά παθολογικών παθήσεων που μπορούν να γίνουν πολύ απειλητικές για τη ζωή τους και οι οποίες προφανώς είναι μη αντιμετωπίσιμες από τους αστυνομικούς.
Οι αστυνομικοί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όταν φτάσουν οι οικείοι του ψυχασθενούς να ζητήσουν την ακούσια εξέταση/νοσηλεία του ή τη συνδρομή μας σε κάποιο οικογενειακό επεισόδιο, ο ασθενής θα βρίσκεται σε υποτροπή έχοντας πιθανότατα διακόψει για αρκετό χρονικό διάστημα τη φαρμακευτική αγωγή του, ήτοι θα τον βρούμε σε μια άσχημη φάση της νόσου και σε επιβαρυμένη πνευματική κατάσταση. Ένα άλλο σημείο κλειδί είναι πως συνήθως κατά τις επιχειρήσεις ακούσιας εξέτασης/νοσηλείας και στα οικογενειακά επεισόδια, οι αστυνομικοί εισέρχονται στον χώρο του, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει τον ψυχασθενή σε μεγάλη ανασφάλεια και αίσθηση απειλής, την οποία πιθανώς να εκδηλώσει με επιθετικότητα εναντίον τους, καθώς ο ίδιος θεωρεί ότι «παραβιάζεται το οχυρό του».
Αν τα στάδια της παρουσίας και του διαλόγου δεν αποδώσουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα με τον ψυχασθενή να παραμένει μη συνεργάσιμος και κριθεί επιβεβλημένος ο φυσικός έλεγχος των κινήσεών του, ο αντιπερισπασμός μπορεί να είναι το κλειδί για την «αναίμακτη» ολοκλήρωση του ελέγχου. Σε αυτήν την περίπτωση, ένας εκ των αστυνομικών συνομιλεί με τον ψυχασθενή αποσπώντας του την προσοχή και απασχολώντας τον, ώστε ο/οι συνεργάτες του να πλησιάσουν από πίσω και πλάγια και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί να του εφαρμόσουν μια τεχνική ακινητοποίησης. Η κατανομή ρόλων στην τακτική του αντιπερισπασμού στηρίζεται στο ποιός έχει την ικανότητα του λέγειν (ή έχει εγκαταστήσει κανάλι επικοινωνίας & ενσυναίσθησης με τον ψυχασθενή -rapport-) και στο ποιός μπορεί να εφαρμόσει γρήγορα και αποτελεσματικά μια λαβή ακινητοποίησης, αντίστοιχα.
Ενδεικτικά ερωτήματα που πρέπει να απαντώνται από τους αστυνομικούς, με τη βοήθεια των οικείων του ψυχασθενούς ή περιοίκων:
- Έχει υποστεί ακούσια ψυχιατρική εξέταση ή/και νοσηλεία ξανά κατά το παρελθόν;
Τα άτομα που βιώνουν για πρώτη φορά την ακούσια διαδικασία έχουν πέρα από όλα τα υπόλοιπα να αντιμετωπίσουν τον φόβο και το στρες του αγνώστου. Γι’ αυτόν τον λόγο οι αστυνομικοί οφείλουμε να είμαστε ακόμη πιο επεξηγηματικοί, καθησυχαστικοί και υπομονετικοί απέναντί τους.
- Έχει πρόσβαση σε όπλα ή σε αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν τραυματισμό;
Είναι ευνόητο πως αν ο ψυχασθενής κατέχει ο ίδιος πυροβόλα ή/και αιχμηρά όπλα ή έχει πρόσβαση σε τέτοια εντός της οικίας, οι αστυνομικοί θα πρέπει να αναπτύξουν τακτικές υψηλού κινδύνου, εξετάζοντας παράλληλα και εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης του περιστατικού ώστε να αποφευχθεί αναβάθμισή του σε οχύρωση ή ομηρία (λ.χ. να ελέγξουν τον ψυχασθενή όταν αυτός εξέλθει ανύποπτος εκτός της οικίας του).
- Έχει απασχολήσει ξανά την Αστυνομία κι αν ναι, έχει ποινικό παρελθόν;
Με μια γρήγορη αρχειακή αναζήτηση μέσω Η/Υ οι αστυνομικοί είναι σε θέση να γνωρίζουν αν ο συγκεκριμένος ψυχασθενής έχει και ποινικό παρελθόν τουλάχιστον για την τελευταία δεκαετία, κάτι το οποίο αποτελεί σημαντικό στοιχείο σχετικά με το υπόβαθρο και την επικινδυνότητα του ατόμου.
- Έχει ιστορικό βίας κι αν ναι, τι συνήθως τον προκαλεί κι εκδηλώνεται βίαια;
Υπάρχουν ψυχασθενείς με σαφείς βίαιες τάσεις, οι οποίες συνήθως εκπορεύονται από την παράλληλη χρήση ναρκωτικών, αλκοόλ ή έλλειψη αυτών, αλλά και από άλλους παράγοντες (λ.χ. μπορεί να τον εκνευρίζει η παρουσία συγκεκριμένου προσώπου του οικογενειακού του περιβάλλοντος).
- Ποιά είναι η συμπεριφορά του απέναντι σε αστυνομικούς;
Ψυχασθενείς οι οποίοι έχουν μεταφερθεί ακούσια για εξέταση πολλές φορές κατά το παρελθόν από αστυνομικούς, ενδέχεται να τους έχουν συνδέσει με αυτή τη δυσάρεστη γι’ αυτούς εμπειρία, καθιστώντας τους άμεσα επιθετικούς στη θέα και μόνο της στολής.
- Έχει αποπειραθεί να βάλει τέλος στη ζωή του κατά το παρελθόν;
Αν ένας άνθρωπος έχει ήδη προσπαθήσει να τερματίσει τη ζωή του ανεπιτυχώς, ενδέχεται να το πράξει εκ νέου «χρησιμοποιώντας» τους αστυνομικούς ως ώθηση για να βρει το θάρρος. Το σπάνιο στην Ελλάδα, αλλά πολύ συχνό σε χώρες του εξωτερικού και ειδικά στις Η.Π.Α., φαινόμενο ονομάζεται “SUICIDEBYCOP” και συνήθως εκδηλώνεται με την πρόταξη ψεύτικου (ή και αληθινού) όπλου από τον ψυχασθενή προς τους αστυνομικούς, με σκοπό να αναγκάσει αυτούς να πυροβολήσουν εναντίον του καθώς ο ίδιος δεν έχει το κουράγιο να αυτοπυροβοληθεί.
Οι ψυχασθενείς ενδέχεται να εκδηλώσουν πολύ πιο ιδιόρρυθμες συμπεριφορές σε σχέση με έναν ύποπτο. Ως ενδείξεις κινδύνου δεν πρέπει να θεωρούνται μόνον οι κλασσικές προ-επιθετικές κινήσεις, όπως λ.χ. το σφίξιμο των γροθιών ή η στάση πυγμάχου, αλλά και οι αποπροσανατολιστικές – μη φυσιολογικές αντιδράσεις (όπως αυτή της φωτογραφίας). Αυτές συνήθως έχουν στόχο την αποδιοργάνωση των αστυνομικών, τη σύγχυση μεταξύ των ρόλων τους και εν τέλει την κατάλυση των τακτικών τους, με απώτερο σκοπό την επίθεση εναντίον τους. Θυμηθείτε πως υπάρχουν ψυχικά ασθενείς πάρα, μα πάρα πολύ ευφυείς!
Οι ψυχικά ασθενείς ήταν, είναι και θα είναι ένα μεγάλο και δύσκολο κεφάλαιο για την επιχειρησιακή πραγματικότητα των αστυνομικών, οι οποίοι χωρίς ειδικές γνώσεις και μέσα καλούμαστε να τους ελέγξουμε, να τους μεταφέρουμε και να παραμείνουμε μαζί τους για πάρα πολλές ώρες, έως την ολοκλήρωση της εξέτασης και της εισαγωγής τους στις ψυχιατρικές κλινικές. Ακόμη καλούμαστε να τους αντιμετωπίσουμε στα πλαίσια οικογενειακών επεισοδίων, τα οποία λανθασμένα πολλές φορές υποτιμούμε. Ας μην ξεχνάμε πως ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα με ψυχασθενή δράστη που συνέβησαν στην Ελλάδα είχε ως αφετηρία ένα οικογενειακό επεισόδιο μεταξύ ζευγαριού στη Σαντορίνη το Καλοκαίρι του 2008, καταλήγοντας σε ανθρωποκτονία με αποκεφαλισμό του θύματος, σε ένοπλη επίθεση κατά αστυνομικών και τραυματισμό τους, καταδίωξη και τραυματισμό τρίτων ατόμων. Η διεθνής αστυνομική εμπειρία και η σχετική βιβλιογραφία που τη συνοδεύει, υπαγορεύει πως στα περιστατικά που εμπλέκεται ψυχασθενής οι αστυνομικοί πρέπει να επιχειρούμε κρατώντας μια λεπτή ισορροπία μεταξύ αιφνιδιασμού και μη βιαστικής προσέγγισης.
Τέλος, έχει πολλάκις αποδειχθεί στην πράξη πως είναι προτιμότερο οι αστυνομικοί να εξηγήσουμε με ειλικρίνεια στον ψυχασθενή τη διαδικασία που πρόκειται να ακολουθηθεί, ακόμη κι αν αυτός εξαγριωθεί προσωρινά, παρά να τον χειριστούμε με λεκτικά τεχνάσματα και κατά συνθήκην ψέματα, καθώς όταν αυτός αντιληφθεί την αλήθεια θα καταστεί εντελώς μη συνεργάσιμος και τότε η απευκταία χρήση ελεγχόμενης βίας θα καταστεί αναπόφευκτη…
Βιβλιογραφία – πηγές:
- Αστυνομική αυτοάμυνα, του Α/γου ε.α. κ. Λιάκου Ηλία
- Recognizing Emotionally Disturbed Persons, απόbluesheepdog.com
- Emotionally Disturbed Person: The EDP, απόbluesheepdog.com
- When and how: Law enforcement de-escalation in mental health crises, απόpolice1.com
- Wikipedia, the free encyclopedia